6 σχόλια

Μετάβαση στη φόρμα σχολίων

  1. ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΑΖΑΡΙ «ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΟΒΟΛΟΣ»
    Εναλλακτικό τοπικό δίκτυο ανταλλαγών και αλληλεγγύης, ανταλλαγές προϊόντων καί υπηρεσιών.Δίκτυο εμπόριο, οικολογικά και βιολογικά προϊόντα.

    Εδώ μπορεί πλέον ελεύθερα ο καθένας να αγοράσει και να πουλήσει ή να χαρίσει οτιδήποτε. Από αυτοκίνητο μέχρι καρφίτσα.

    Προωθούμε την αμεσότησα μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή.

    Καλλιτέχνες-χειροτέχνες-καλλιεργητές και μεταπωλητές θα εκ-

    θέσουν τα προϊόντα τους.

    Στα πλαίσια της αλληλεγγύης υπάρχει τράπεζα αίματος «ΕΔΩ

    ΜΕΤΟΧΙ» όπου όποιος μπορεί και θέλει θα δίνει αίμα στην κινητή

    ομάδα αιμοληψίας του ΠΑΓΝΗ.

    Έχουν συγκεντρωθεί ήδη πάνω από 20.000 ρούχα, παπούτσια,

    και μικροαντικείμενα για το χαριστικό παζάρι.

    Σε ένα μήνα από τώρα τo «ΕΔΩ ΜΕΤΟΧΙ» θα προσφέρει μια

    φιάλη πρόβειο γάλα σε όποιες οικογένειες το έχουν ανάγκη καθη-

    μερινά.

    Συγκέντρωση ρούχων, φαρμάκων και τροφίμων γίνεται καθη-

    μερινά στις εγκαταστάσεις μας.

    Όποια ζευγάρια έχουν προγραμματίσει το γάμο τους την θερινή

    περίοδο του 2013 και δεν έχουν την ευχέρεια να πάνε σε ταβέρνα-

    κέντρο διασκέδασης μπορούν να έρθουν σε εμάς και να κάνουν

    δωρεάν τη δεξίωση του γάμου τους. Όσοι αδυνατούν και έχουν

    παιδιά αβάπτιστα θα τα βαπτίσουμε εμείς.

    Το «ΕΔΩ ΜΕΤΟΧΙ» προσφέρει φιλοξενία σε όσους γιατρούς

    ανά τον κόσμο θέλουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κατά

    την περίοδο των διακοπών τους.

    ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΑΖΑΡΙ_Layout 1 09/01/2013 12:20 ΜΜ Page 1

    Καλούμε λοιπόν όλους τους απανταχού πατριώτες. Επιστήμο-

    νες και μη, γυναίκες και άνδρες, όλες τις κοινωνικές ομάδες, μι-

    κρούς και μεγάλους να συνδράμουν με τον εθελοντισμό τους,

    ακόμα και με τις ιδέες τους και τις προτάσεις τους.

    Να στηρίξουμε ίσως την τελευταία ελπίδα των φτωχών.

    Απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος στις εγκαταστάσεις του «ΕΔΩ ΜΕΤΟΧΙ» και στις εκδηλώσεις σε πολιτικούς, κομματόσκυλα και Χρυσαυγίτες.

    Θα μας βρείτε στο 2 χλμ. Γαζίου-Τυλίσσου, περιοχή Σκαφιδαρά Γαζίου. Εις θέσην Καμίνι.

    Δηλώσεις συμμετοχής στα τηλ. Wind 69090390043, Vodafone

    6948358158, Cosmote 6987049169.

    Email:mixalis_loudianos@hotmail.com
    http://www.edometoxi.webs.com

    Παρακαλούμε μην πετάξετε αυτό το φυλάδιο. Δώστε το σε κά-

    ποιον άλλο ή αφήστε το πάνω σε κάποιο αυτοκίνητο. Έστω και

    αμυδρά μπορεί να επηρεάσει την επιβίωση κάποιου άλλου. Προ-

    σφέρετε και σεις τον οβόλον σας. Να είστε σίγουροι θα πιάσει

    τόπο.

    Υπεύθυνος και υπόλογος για όλα

    ΜΙΧΑΛΗΣ Ε. ΛΟΥΔΙΑΝΟΣ

    ιστοσελιδα : http://edometoxi.webs.com

    • Ανώγεια:προβολή ταινίας 24/8-ώρα:18:00 απο τους νέους των Ανωγείων στο 24/08/2013 στις 12:51

    Οι νέοι των Ανωγείων συνεχίζοντας τις δράσεις τους και μετά την ολοκλήρωση του Αντιρατσιστικού φεστιβάλ στο χωριό μας που κρίθηκε απόλυτα επιτυχημένο, οργανώνουν σήμερα Σάββατο 24 Αυγούστου προβολή ταινίας στις 6 το απόγευμα στην αίθουσα του Δημοτικού συμβουλίου με ελεύθερη είσοδο. Πρόκειται για την ταινία ”Οι Άθικτοι” (The Intouchables) μια κοινωνική ταινία με πρωταγωνιστές τους Φρανσουά Κλουζέ,Ομάρ Σι και Οντρέ Φλερό σε σκηνοθεσία του Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς. Το σενάριο βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Φιλίπ, ενός δισεκατομμυριούχου αριστοκράτη, ο οποίος έχοντας μείνει καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι μετά από ένα ατύχημα με αλεξίπτωτο, επιλέγει για βοηθό του στην καθημερινότητα, τον Ντρίς, τον πιο απρόσμενο υποψήφιο, έναν πρόσφατα αποφυλακισμένο μαύρο νεαρό, από τις φτωχές συνοικίες στα προάστια του Παρισιού. Δύο διαφορετικοί κόσμοι συναντιούνται και παρόλες τις διαφορές τους οι πρωταγωνιστές μοιράζονται μια αληθινή φιλία, κωμική και δυνατή, χαρίζοντας γέλιο αλλά και γνήσια συγκίνηση, με ένα θέμα που εκ πρώτης όψεως μόνο αστείο δεν φαντάζει.

    πηγή : http://www.anogi.gr/

    • Άρδακτος 22 Αυγούστου 1944 :Έβλεπα τους καπνούς όταν έκαιγαν το χωριό στο 24/08/2013 στις 12:48

    «Έβλεπα τους καπνούς όταν έκαιγαν το χωριό…»

    Ρίζωσαν οι εικόνες της καταστροφής στο κοριτσάκι των 12 χρόνων
    18.08.2013
    ολοκαύτωμα κρήτη παπαδά πολυπόρτη κρύα βρύση χωριά γερμανοί

    Η κ.Παπαδά Πολυπόρτη

    Του Μανόλη Παντινάκη

    Ακόμα και σήμερα η Ευρυδίκη Παπαδά-Πολυπόρτη, απόγονος της μεγάλης οικογένειας Κουντουράκη στον Άρδακτο Ρεθύμνου και στα άλλα χωριά του «Κέντα», παρότι έχουν περάσει 69 χρόνια δεν μπορεί να ξεριζώσει τις εικόνες των ολοκαυτωμάτων και της προσφυγιάς από τα χωριά του «Κέντρους».

    Γεννήθηκε στον Άρδακτο στη «γειτονιά του Πρίνου» και ο πόλεμος την «έπιασε» κοριτσάκι στο χωριό. «Όταν μπήκανε οι Γερμανοί εγώ ήμουν 9 χρονών και δούλευα φαμέγια σε σπίτια και σε χωράφια ξυπόλυτη, και έβλεπα πρόβατα στο «Σιδέρωτα» για να τρώγω ένα κομμάτι ψωμί…»

    Όμως, το γεγονός που την καθήλωσε στα 12 της χρόνια, ήταν οι καπνοί, οι πυροβολισμοί και οι ανατινάξεις στο απέναντι χωριό την Κρύα Βρύση στις 22 Αυγούστου 1944. Ήταν η μαύρη μέρα που οι Γερμανοί κατακτητές, επιβάλλοντας σκληρά αντίποινα, μετέτρεψαν σε ερείπια εφτά χωριά και οικισμούς στους πρόποδες του «Κέντρους» στην επαρχία Αμαρίου και ένα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου…

    «Εκείνες τις ώρες», λέει σαν να ζωντανεύουν και πάλι οι φρικτές εικόνες, «ήμουν κάτω από μια ελιά της γιαγιάς μου Ευανθίας Κουντουράκη, μαζί με άλλους χωριανούς και βλέπαμε απέναντι στην Κρύα Βρύση. Ακούσαμε ξαφνικά εκρήξεις και βλέπαμε να βγαίνουν από το χωριό μαύροι καπνοί. Σκεφτήκαμε ότι σκότωναν τον κόσμο και έκαναν ανατινάξεις. Φοβηθήκαμε ότι θα πάθουμε και εμείς τα ίδια. Αυτός ο φόβος υπάρχει και σήμερα…

    ολοκαύτωμα κρήτη παπαδά πολυπόρτη κρύα βρύση χωριά γερμανοί»Εκείνη τη μέρα και λίγες ώρες μετά, είδαμε να φτάνουν στον Άρδακτο άλλοι με τα ζώα και άλλοι με τα πόδια, άνθρωποι από την Κρύα Βρύση, φορτωμένοι με μπόγους από ρούχα και άλλα είδη του σπιτιού. Τραβούσαν σαν πρόσφυγες και μικρά παιδιά και έρχονταν σε σπίτια συγγενών τους. Είχα δει το Μανώλη τον Πιτσιδιανάκη με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά τους, και η γυναίκα του η Όλγα Κουντουράκη ήταν χωριανή μας…»

    «Ο ΕΝΑΣ ΒΟΗΘΟΥΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ…»

    Αξιολύπητοι έφταναν στα σπίτια συγγενικών τους προσώπων για να περάσουν, όπως μπορούσαν, τον πρώτο καιρό. «Αυτή η καταστροφή με σημάδεψε από τότε», συνεχίζει η κυρία Παπαδά. «Όλοι οι χωριανοί βλέπαμε τους κοντοχωριανούς από την Κρύα Βρύση με λύπη και όλοι προσπαθούσαμε από αυτά που είχαμε να τους βοηθήσουμε. Και τότε στα χωριά και ειδικά σε εκείνα που φιλοξενούσαν ξεριζωμένους από τις καταστροφές, η βοήθεια που τους δίναμε ήταν από την ψυχή μας. Τα σπίτια ήταν όλα ανοιχτά, έμπαινε ο ένας άφηνε ένα πιάτο φαγητό και έφευγε…»

    πηγή : http://www.madeincreta.gr/el/article/%C2%AB%CE%AD%CE%B2%CE%BB%CE%B5%CF%80%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%AD%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B1%CE%BD-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%8C%E2%80%A6%C2%BB

  2. EΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΣΧΕΔΟΝ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ (ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΝ ΕΒΓΑΛΕ) ΑΠΟ ΠΤΩΣΗ ΒΡΑΧΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΗ ΣΗΡΡΑΓΚΑ ΣΤΑ ΤΟΠΟΛΙΑ (ΧΑΝΙΑ) ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΛΟΓΟ ΠΤΩΣΗΣ ΒΡΑΧΩΝ.ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΝΑΝΕ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΑΠΟ ΝΤΟΠΙΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΟΥΝ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ.ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ ΕΧΟΥΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΤΙΚΩΝ?

    ΥΓ ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΚΛΕΙΝΕ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ?ΜΗΠΩΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΛΕΙΣΕΙ ΚΑΙΡΟ ΤΩΡΑ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (Ε ΚΑΙ ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ?)

  3. Πολλαπλασιάζονται οι φιλόξενοι χώροι για τις θηλάζουσες μητέρες

    Μετά το Ηράκλειο, στο “χορό” το Ρέθυμνο και τα Χανιά … κι έπεται συνέχεια!
    03.08.2013
    θηλασμός σημεία ηράκλειο ρέθυμνο χανιά μητέρες μωρά

    Κάποια μεμονωμένα περιστατικά «διωγμού» των θηλάζουσων μαμάδων από δημόσιους χώρους ήταν αρκετά για να ενισχυθεί το «κίνημα» που στηρίζει το θηλασμό και διεκδικεί το δικαίωμα να μπορεί το κάθε μωρό να τραφεί, όταν το θελήσει και το χρειαστεί.

    Άλλωστε «ο θηλασμός είναι μια τέχνη μαγική που δεν υπακούει σε ωράρια και σημεία. Είναι δικαίωμα της κάθε μητέρας να είναι ελεύθερος πάντα και παντού» – λένε οι μανούλες που έχουν βιώσει το μεγαλείο της Φύσης. Αρκετές εξ αυτών πρωτοστάτησαν στο να γίνει το Ηράκλειο μια πόλη φιλική όχι … γενικώς κι αορίστως για τους δημότες της, αλλά συγκεκριμένα για τις θηλάζουσες μητέρες και τα μωρά τους.

    θηλασμός σημεία ηράκλειο ρέθυμνο χανιά μητέρες μωράΕδώ και λίγους μήνες, «το Ηράκλειο Καλωσορίζει το Θηλασμό» ανοίγοντας το δρόμο στην απενοχοποίηση του θηλασμού. Ολοένα και περισσότερα είναι τα καταστήματα της πόλης που αγκαλιάζουν την προσπάθεια αυτή, ενώ στο «χορό» έχει μπει και το δημαρχείο Ηρακλείου, που με μια πανηγυρική εκδήλωση άνοιξε τις πόρτες του στις θηλάζουσες μητέρες.

    Το παράδειγμα ακολούθησε και το Ρέθυμνο, ενώ άλλος ένας Δήμος της Κρήτης στηρίζει έμπρακτα τις θηλάζουσες μητέρες: ο δήμος Χανίων και συγκεκριμένα το τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής & Γραφείο Τουρισμού) σε συνεργασία με την ομάδα “Χανιά: Φίλοι και Υποστηρικτές Μητρικού θηλασμού”, έχουν ξεκινήσει την αναζήτηση φιλόξενων χώρων σε εμπορικά καταστήματα, καταστήματα εστίασης και φαρμακεία, που θα αποτελέσουν σημεία θηλασμού για τις θηλάζουσες μητέρες.

    Ο κατάλογος ή λίστα με τους συμμετέχοντες στη δράση υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή ώστε να μπορεί συνεχώς να ανανεώνεται. Δείτε εδώ το χάρτη με τα σημεία θηλασμού στο Ηράκλειο.

    πηγή : http://www.madeincreta.gr/el/article/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%86%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CE%BE%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B8%CE%B7%CE%BB%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82

  4. Ένας αητός τω Βρέντζηδω σκότωσε το Μαγιάση
    κι όλοι μαζί φωνάξαμε η χέρα του ν’ αγιάσει
    Μέσα στο δικαστήριο γιατί ’χενε σκοτώσει
    κι έπρεπε οπωσδήποτε αίμα κι αυτός να δώσει.
    _______________________

    Στα μέσα του Απρίλη του 1947, δικαζόταν από το Δικαστήριο των δοσιλόγων Ηρακλείου ο γκεσταμπίτης-συνεργάτης των Ναζί, Μαγιάσης. Στις 30 του μήνα ο ανωγειανός Γιώργης Βρέντζος και κατά κόσμον «Τηγανίτης» (στην Κρήτη και ιδίως στο Μυλοπόταμο, συνηθίζουν πολύ τα παρανόμια, δηλαδή τα παρατσούκλια) μπαίνει στο ακροατήριο και ορμά προς το εδώλιο, καταφέρνοντας δυο μαχαιριές στην κοιλιακή χώρα του συχαμένου προδότη! Αιτία; Ο Μαγιάσης κάρφωσε τον αδελφό του Τηγανίτη, Βρεντζομιχάλη, στους Ναζί, διότι είχε δώσει ψωμί και νερό στους ΕΛΑΣίτες (προφανώς πρόκειται για τα τμήματα των καπετάνιων Σμπώκου και Ποδιά). Ο Βρεντζομιχάλης πλήρωσε την πράξη του αυτή με την εκτέλεσή του στο οροπέδιο της Νίδας, στον Ψηλορείτη, από τους Σουμπερίτες.

    Να πως παρουσίασε το γεγονός η κρητική εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη» της Πρωτομαγιάς1947: «Χθες το πρωί δικαζόταν στο Δικαστήριο Δοσιλόγων Ηρακλείου ο γνωστός προδότης Μαγιάσης για την εκτέλεση του Μιχαήλ Βρέντζου από τ’ Ανώγεια που είχε κάμει ο ίδιος στη Νίδα. Κατά την ώρα της συνεδριάσεως στις 11.30΄ περίπου και ενώ εξεταζόταν ο μάρτυρας κατηγορίας και αδελφός του εκτελεσθέντος Γεώργιος Βρέντζος γύρισε και κτύπησε δυο φορές με μαχαίρι τον κατηγορούμενο δοσίλογο στην κοιλιακή χώρα. Αμέσως δε κατέθεσε στην έδρα του δικαστηρίου το μαχαίρι και παραδόθηκε στη φρουρά της αίθουσας. Ο Μαγιάσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. Τα τραύματά του είναι βαρύτατα».

    Ανασύρουμε λοιπόν στην ιστορική μνήμη –ως έχουμε χρέος-τη μοναδική συνέντευξη, που είχε παραχωρήσει στο Νίκο Ψυλλάκη το φθινόπωρο του 1982 (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Κρητικές Εικόνες”), ο άνθρωπος που είχε πάρει εκδίκηση για την εκτέλεση του αδελφού του, ο θρυλικός «Τηγανίτης».

    ____________________________

    Καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι με τα ποτήρια γεμάτα ρακή ζούσαμε όλοι στιγμές αμηχανίας. Δεν ήξερα πώς να αρχίσω, δεν ήξερα καν αν έπρεπε να αρχίσω, αν ήταν σωστό που είχα φτάσει μέχρι εκεί και ιδιαίτερα τέτοια βραδιά. Ωστόσο, ο ίδιος ο Γιώργης ο Βρέντζος στάθηκε και πάλι γενναίος.

    «Αποφάσισα να σου μιλήσω», μου είπε, χωρίς να εκφέρει κανένα επειδή, κανένα διότι. Έτσι απλά· αποφάσισε να μιλήσει. Φαίνεται πως ο Καλομοίρης είχε κάνει καλή δουλειά, αν και δεν έμαθα ποτέ τι ακριβώς είχαν πει οι δυο τους.

    Έτσι άρχισε η κουβέντα. Κρατούσα σημειώσεις και ένα μικρό φορητό μαγνητόφωνο. Ο λόγος του ήταν σταθερός, το βλέμμα του διαπεραστικό· νόμιζα πως το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονταν στη σκέψη του, δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο σύνολο. Δεν έμοιαζε τόσο με αφήγηση ο λόγος του, όσο με μια ζωντανή περιγραφή γεγονότος που γινόταν εκείνη την ώρα.
    Παρακολουθούσαμε συγκλονισμένοι τα λόγια του. Αν υπήρχε κάποιος Σοφοκλής στον Ψηλορείτη, ίσως να έγραφε μια καινούργια Αντιγόνη. Θα καταλάβαινε ότι οι αξίες του πολιτισμού μας δεν ξεχνιούνται και δεν χάνονται. Ο Γιώργης ο Βρέντζος μου μιλούσε για το χρέος απέναντι στο νεκρό. Οι Ναζί είχαν σκοτώσει τον αδελφό του. Δηλαδή, ποιοι Γερμανοί, ο Μαγιάσης τον είχε σκοτώσει και τον είχε παρατήσει άταφο στον Ψηλορείτη. Για μια βδομάδα οι αέρηδες της Νίδας έδερναν το άψυχο σώμα του. Τα όρνια καραδοκούσαν. Σαν το έμαθε ο Γιώργης έψαχνε να βρει τρόπο να τον θάψει, να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές. Όπως γίνεται σε κάθε νεκρό.

    Κοίταξα την κορνίζα με τις μαντινάδες του Δακανάλη. Έλεγε ορθά κοφτά πως ο Μαγιάσης έπρεπε «αίμα κι αυτός να δώσει». Προσπαθούσα να καταλάβω αν εκείνο που είχε οπλίσει το χέρι του Βρέντζου ήταν οι νόμοι του γδικιωμού ή μήπως η ιδιότυπη φιλοπατρία με την οποία ήταν γαλουχημένοι οι Κρητικοί. Άλλωστε, ο άγραφος και απαράβατος νόμος που κρατούσε από τον αιώνα των κρητικών επαναστάσεων, τον 19ο, επέβαλε στον κάθε πατριώτη να γίνει αυτόκλητος τιμωρός του προδότη. Ομολογώ πως δεν κατάφερα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και να κατανοήσω τα κίνητρα. Ίσως να ήταν και τα δυο μαζί…
    Έγραψα το ρεπορτάζ την επόμενη μέρα. Κι αυτό με δυσκολία. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να διαψεύσω τις προσδοκίες αυτού του ανθρώπου, να μην προδώσω την απρόσμενη εμπιστοσύνη του. Σκεφτόμουν, ακόμη, ότι οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές και πως 35 χρόνια δεν φτάνουν για να γίνει ιστορία κάποιο περιστατικό, όσο σημαντικό και να ’ναι. Απλώς οι προφορικές διηγήσεις το μετουσιώνουν σε θρύλο. Έτσι εξηγούσα όλες εκείνες τις εκδοχές που ακούγονταν σχεδόν παντού στο νησί για τον Κρητικό που μπήκε στο δικαστήριο και έκοψε το κεφάλι του προδότη.

    Η ιστορία μας λοιπόν αρχίζει στα χρόνια της ναζιστικής Κατοχής, στον Ψηλορείτη. Δεν ήταν λίγοι οι βοσκοί που βρίσκονταν στα βουνά· ανάμεσά τους και τα δυο αδέλφια, ο Μιχάλης και ο Γιώργης Βρέντζος. Ένα γερμανικό στρατιωτικό απόσπασμα συλλαμβάνει τον Γιώργη. Τον κρατούν και αρχίζουν να τον ανακρίνουν. Κάποια στιγμή ακούγονται δυο πυροβολισμοί από μακριά. Ούτε ο Γιώργης, ούτε οι Γερμανοί ήξεραν τι συνέβαινε. Ο ψυχωμένος βοσκός του Ψηλορείτη, όμως, αρχίζει να καταστρώνει σχέδια απόδρασης. Εκμυστηρεύτηκε τις προθέσεις του σε δυο Ανωγειανούς που εκτελούσαν χρέη οδηγών του γερμανικού αποσπάσματος, στον Κουκιαδονικόλα και στον Χρονομιχάλη. Κανείς δεν γνωρίζει αν τον ενθάρρυναν ή αν προσπάθησαν να τον αποστρέψουν.

    Είχε νυχτώσει, περνούσαν οι ώρες, κόντευε να ξημερώσει. Δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Κι όταν άρχισε να χαράζει η μέρα, ο Γιώργης βρήκε ευκαιρία και το έβαλε στα πόδια. Απέδρασε… Οι Γερμανοί δεν τον πήραν χαμπάρι. Άλλωστε, αυτά τα άγρια βουνά τα ήξερε σαν το σπίτι του, εκεί είχε μεγαλώσει και τα κατατόπια τα κάτεχε καλά.

    Σαν έφτασε στο πατρικό του διαπιστώνει ότι ο αδελφός του, ο Μιχάλης, δεν ήταν εκεί. Άρχισε να κακοβάνει. Τον ψάχνει παντού. Ρωτά τους βοσκούς· τίποτα. Κανείς δεν τον είχε συναντήσει, κανείς δεν ήξερε. Η έγνοια είχε αρχίσει να τον βασανίζει. Συνεχίζει να ψάχνει και την επόμενη νύχτα ανεβαίνει στον Ψηλορείτη. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. Αρχίζει να φωνάζει με όλη τη δύναμή του

    «Μιχάλη, Μιχάλη, Μπρε συ Μιχάληηηη»…

    Τίποτα.
    Ακούγαμε τον Βρέντζο να αφηγείται και νιώθαμε στα σωθικά μας την αγωνία του. Βρήκα κουράγιο να τον διακόψω:

    – Τι νόμιζες, τι πίστευες; Πού θα μπορούσε να βρισκόταν ο Μιχάλης;
    – Είχα ακούσει τους δυο απανωτούς πυροβολισμούς και είχε περάσει από το μυαλό μου ότι κάπου θα ήταν τραυματίας. Γι’ αυτό τον φώναζα. Περίμενα να τον ακούσω να απηλογάται, σχεδίαζα να τον πάρω, να τον κατεβάσω στο χωριό και να τον περιποιηθώ. Αλλά απόκριση δεν πήρα.
    Ήταν μια νύχτα μαρτυρική. Το ίδιο και η επόμενη μέρα. Ο Γιώργης άρχισε να πιστεύει ότι ο αδελφός του είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς και ότι θα τον κρατούσαν σε κάποιο στρατόπεδο στο Ηράκλειο. Παίρνει το δρόμο και κατεβαίνει στη Χώρα. Μεταφέρω και πάλι τα λόγια του:

    – Στο Ηράκλειο ήταν ένας Γκεσταμπίτης, ο Καψάλης. Τον ήξερα και πήγα στο σπίτι του. Είντα να δεις εκεί; Ουρές ο κόσμος απόξω, όλοι ήθελαν να τον δουν, να ρωτήσουν για κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο. Περίμενα κι εγώ τη σειρά μου να τον –ε- δω. Την ώρα που περίμενα θωρώ δυο άλλους Γκεσταμπίτες να μπαίνουν μέσα, ο Τζουλιάς και ο Στιβακτάκης, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ τα ονόματά τους. Τα ρούχα τους μύριζαν αιματίλα, ήταν βαμμένα. Κάθονται στο γραφείο κι αρχίζουν να λένε για τα κατορθώματά ντως. Λέει ο ένας, «εσκοτώσαμε μωρέ δυο αντρακλαράδες. Ο ένας ετινάχτηκε δυο μέτρα απάνω όταν του δίναμε τη χαριστική βολή». Αηδίασα και ταράχτηκα, δεν εμπόρου να τους ακούω άλλο, κόντεψα να λιγοθυμήσω κι εσηκώθηκα κι έφυγα άπραχτος.
    Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει κι αρχίζει να περπατά στους δρόμους. Φτάνει στα Λιοντάρια. Κι εκεί τον περίμενε μια απρόσμενη συνάντηση. Βλέπει μπροστά του τον Κυριακομιχάλη από τις Καμάρες. Ήταν κουμπάροι.

    Τον αγκαλιάζει.
    «Κουμπάρε Γιώργη», του λέει, «χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό. Εμείς σε κατέχαμε σκοτωμένο, εμάθαμε στο χωριό πως σε σκότωσαν οι Γερμανοί».

    Σάλεψε ο νους του· άρχισε να βάνει πιο βαθιά στο μυαλό του το κακό. Κουβέντα με τη κουβέντα κατάλαβε τι ακριβώς είχε συμβεί… Ένα στρατιωτικό απόσπασμα είχε ανεβεί στον Ψηλορείτη από τις Καμάρες. Για οδηγό τους οι Γερμανοί είχαν πάρει ένα κοπέλι, ένα βοσκάκι από το χωριό. Ήταν ανηψάκι ενός συντέκνου των Βρέντζηδω και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Μετά την περιπολία στον Ψηλορείτη το βοσκάκι επέστρεψε στο χωριό ταραγμένο. Στους δικούς του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε γλιτώσει παρά τρίχα και ότι είχε ζήσει μια φρικτή εμπειρία στη Νίδα. Μπροστά στα μάτια του είχαν σκοτώσει ένα από τα πιο καλά παλικάρια των Ανωγείων, τον Γιώργη τον Βρέντζο. Ας φανταστούμε τώρα τη χαρά του Κυριακομιχάλη που έβλεπε μπροστά του τον άνθρωπο που νόμιζε σκοτωμένο! Αλλά ο Γιώργης δεν μπόρεσε να τη μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον κουμπάρο του. Ήταν σίγουρος πια· λάθος είχε κάνει το κοπέλι. Τον σκοτωμένο δεν τον έλεγαν Γιώργη αλλά Μιχάλη!

    Μ’ αυτόν τον απίστευτο τρόπο έμαθε, μακριά από τον Ψηλορείτη, την πιο θλιβερή είδηση που μπορούσε να ακούσει. Έτσι εξηγούσε τους πυροβολισμούς που είχε ακούσει όταν ήταν κρατούμενος και τον ανέκριναν οι Γερμανοί.

    Πήρε πάλι το δρόμο για τα Ανώγεια. Πήγε από το δρόμο της Δαμάστας, σταμάτησε στο Γενί Γκαβέ, στο χωριό όπου ήταν εγκατεστημένος ο Γερμανός φρούραρχος, ο Σήφης – έτσι τον έλεγαν. Του μίλησε παλικαρίσια. Του είπε για ένα παλικάρι που χάθηκε, τον Μιχάλη τον Βρέντζο. Και για τις πληροφορίες που έλεγαν πως ο Μιχάλης ήταν ήδη νεκρός στη Νίδα. Παρέλειψε μόνο να του πει ότι ο Μιχάλης ήταν αδελφός του· προτίμησε να εμφανιστεί σαν απλός συγγενής, σαν ξάδελφος. Άρχισε να αραδιάζει επιχειρήματα· ο νεκρός δεν έπρεπε να μείνει άταφος, δεν το άντεχε κανείς Κρητικός να ξέρει πως ένα κουφάρι κείτεται στο χώμα άκλαυτο. Πείστηκε ο Γερμανός. Και τη μεθεπόμενη μέρα ξεκινούσε ένα απόσπασμα από το Γενί Γκαβέ. Οκτώ Γερμανοί στρατιώτες, ο Σήφης ο φρούραρχος, ο Γιώργης και μερικοί άλλοι στενοί συγγενείς από τα Ανώγεια. Μαζί τους και ο Λιοντρογιάννης, ο Ταμπακογιάννης, ο Μακρομιχάλης, ο Κουλογιάννης ο Δήμαρχος, ο Μπατζογιάννης, ο παπα-Γιώργης και ο Μανόλης ο Κωνιός που εκτελούσε χρέη διερμηνέα.

    Ανέβηκαν στη Νίδα· δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν τον Μιχάλη πάνω από το οροπέδιο, κοντά στη Σπηλιάρα – το Ιδαίον Άντρο. Εξέτασαν το άψυχο σώμα. Οι υποψίες του Γιώργη ήταν βάσιμες, δυστυχώς. Τον είχαν σκοτώσει με δυο σφαίρες, όσοι και οι πυροβολισμοί που είχε ακούσει. Τα ρούχα του ήταν ξεσκισμένα, ο μπέτης του φαινόταν ξεγυμνωμένος· στο στήθος, πάνω στη ρόγα, ήταν καρφωμένος ένας κάλυκας. Μερικοί δεν άντεξαν στο θέαμα και ξέσπασαν σε λυγμούς. Ακόμη και ο Σήφης, ο Γερμανός φρούραρχος, συγκλονίστηκε. Δεν πίστευε στα μάτια του.

    Μεταφέρω λέξη προς λέξη την αφήγηση του Γιώργη του Βρέντζου:

    – Ο Γερμανός φρούραρχος σάστισε και μας είπε: «Δεκατέσσερα χρόνια είμαι στη Γκεστάμπο. Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της. Ξέρω καλά τι πρέπει να κάνομε και σας λέω ότι τούτον εδώ τον άνθρωπο δεν τον εσκότωσε Γερμανός. Αν τον σκότωσε Γερμανός, εγώ σκίζω όλα τα βιβλία μου». Αυτά πάνω – κάτω μας είπε όταν είδε τον κάλυκα καρφωμένο πάνω στη ρώγα του αδερφού μου και ήθελε να απολογηθεί, να πει πως οι Γερμανοί δεν βασανίζουν νεκρούς. Ανοίξαμε ένα λάκκο δίπλα στην εκκλησία της Ανάληψης, είδα και τον ίδιο τον φρούραρχο να σκάφτει. Τον θάψαμε· εγώ δεν άντεχα να μην τον αγγίξω, πρόλαβα και τον ακούμπησα στο χέρι. Το δέρμα του εμαδούσε…»
    Πρώτο μέλημα του Γιώργη ήταν τώρα να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν δυσκολεύτηκε. Βρήκε το βοσκάκι από τις Καμάρες· τα ήξερε όλα. Και τα έκανε χαρτί και καλαμάρι. Κουμάντο στο γερμανικό απόσπασμα έκανε ένας Έλληνας, ο Μαγιάσης. Πιάσανε τον Μιχάλη, τον ανακρίνανε…

    – Λέει του ο Μαγιάσης: «Εσύ Βρέντζο ετάισες πέρυσι τους αντάρτες». Απαντά του ο Μιχάλης πως δεν εκάτεχε ποιοι ήτανε, λέει του, εμείς στον τόπο μας το έχομε συνήθεια, παρατήρημα, να φιλεύγομε και να φιλοξενούμε κάθε περαστικό και δεν ρωτούμε ούτε ποιος είναι, ούτε πού πάει. Ο Μαγιάσης επέμενε, λέει του πως εκάτεχε ότι ήτανε αντάρτες. Και ο Μιχάλης επέμενε, δεν ήξερα, του λέει. Ήξερες, λέει ο ένας, δεν ήξερα λέει ο άλλος, ήξερες επιμένει ο Μαγιάσης. Τελικά του λέει: Όταν σου λέω, πήγαινε στην πίσσα, θα πηγαίνεις στην πάνω μπάντα, στην κορφή κι όταν σου λέω, πήγαινε στον παράδεισο, θα έρχεσαι κοντά μου. Στην πάνω μπάντα έστεκε ένας Γερμανός με ταχυβόλο. Έτσι έγινε. Ο Μαγιάσης έβαλε τον αδερφό μου να πηγαίνει πάνω – κάτω, πάνω – κάτω. Άνοιξε δρομάκι να πηγαινόρχεται. Πάνω – κάτω, πάνω – κάτω συνέχεια. Στα στερνά αγανάκτησε και διαμαρτυρήθηκε. Τραβά τότε το πιστόλι ο Μαγιάσης και τον πυροβολεί στ’ αυτί. Τον ρίχνει κάτω, του δίνει και τη χαριστική βολή. Το κοπέλι από τις Καμάρες, το κουμπαράκι μας τα θώρειε όλα αυτά. Για να μη μαρτυρήσει βγάνει ο Μαγιάσης το όπλο να το σκοτώσει. Ξεσηκώθηκαν τότε οι Γερμανοί, αντέδρασαν, δεν τον άφησαν να το κάνει και το κοπέλι εγλίτωσε…
    Πέρασαν οι μέρες, έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθε η μέρα της απελευθέρωσης. Στο μυαλό του Γιώργη δεν υπήρχε άλλη σκέψη από την εκδίκηση. Δεν άντεχε να μην πάρει πίσω το αίμα· ήθελε με κάθε τρόπο και κάθε θυσία να σκοτώσει τον προδότη.

    – Όχι, δεν ήθελα να κάμω βεντέτα, δεν είχα εγώ οικογενειακά, ήθελα να τον σκοτώσω γιατί δεν είχε δικαίωμα να ζει, όχι μόνο γιατί είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Ξέρεις πόσους λάκκους είχε ανοίξει ο Μαγιάσης; Πόσα κοπέλια είχε αφήσει ορφανά, πόσες γυναίκες χήρες; Τρακόσους εξήντα δυο μετρημένους είχε σκοτώσει στην Κρήτη, τρακόσους εξήντα δυο…
    Έμαθε ότι ο «λεγάμενος» (έτσι τον αποκάλεσε) είχε συλληφθεί στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση και ότι τον είχαν στείλει στην Κρήτη για να δικαστεί. Άρχισε να τον ψάχνει. Κατεβαίνει στο Ηράκλειο, βρίσκει τον τρόπο να προμηθευτεί ρούχα ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τα φορά και βγαίνει στους δρόμους. Με αυτή τη στολή μπορούσε να πάει παντού. Σε τμήματα της χωροφυλακής, σε κρατητήρια, παντού· όλο και κάπου θα έβρισκε τον κρατούμενο δοσίλογο… Χρόνια μετά θυμόταν πως ήταν δύσκολο· δεν μπορούσε να μιμηθεί ούτε το ζάλο, ούτε το ύφος του χωροφύλακα.

    – Ντύθηκα χωροφύλακας αλλά δεν εκάτεχα να προπατώ με αυτή τη στολή, μου φαινόταν πως με ξάνοιγαν όλοι στο δρόμο. Κατάφερα να μπω στη φυλακή χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Εγύρισα όλα τα κελιά, είδα άλλους γκεσταμπίτες, είδα κρατούμενους, πουθενά ο Μαγιάσης. Τον είχανε στην απομόνωση.
    Απογοητευμένος πετά τα ρούχα του χωροφύλακα και αρχίζει να σχεδιάζει άλλους τρόπους. Το μυαλό του δεν ησύχαζε ούτε στιγμή. Κάπως έτσι έφτασε η μέρα της δίκης. Τριάντα Απριλίου του 1947 (ο Γιώργης μου έλεγε πως ήταν το 1946, αλλά η μετέπειτα έρευνα κατέδειξε ότι η δίκη έγινε ένα χρόνο μετά). Τα μέτρα ασφαλείας αυστηρότατα. Η χωροφυλακή ήξερε ότι κινδύνευαν οι δοσίλογοι και έλεγχε εξονυχιστικά τον κάθε Κρητικό που περνούσε την πόρτα της δικαστικής αίθουσας. Έψαχναν μέσα στα στιβάνια, στις μασχάλες, στις ζώνες, παντού. Ο Γιώργης ήταν μάρτυρας κατηγορίας. Δικηγόρος πολιτικής αγωγής ήταν ο συγχωριανός και θείος του, ο Βασίλης ο Βρέντζος. Πρωί – πρωί τον καλεί στο γραφείο του και του παίρνει με το ζόρι το όπλο και ένα στιλέτο που κρατούσε· τα άφησε πάνω στο δικηγορικό γραφείο και έφυγαν μαζί για το δικαστήριο. Μεταφέρω και πάλι τα λόγια του:

    – Τον εξεγέλασα. Επήγα στην αγορά, βρίσκω ένα καλό μαχαίρι, βάνω το μαχαιρά να το ακονίσει να κόβει σαν ξυράφι, το παίρνω και φεύγω. Φτάνω στο δικαστήριο, αλλά πώς να περάσω; Περίμενα καρτερικά να κάμουν διάλειμμα και να αδειάσει η αίθουσα. Την ώρα αυτή σταμάτησαν οι έλεγχοι. Σιμώνω στην πόρτα, την ανοίγω λίγο – λίγο, κανείς δεν ήταν μέσα, προλαβαίνω και καρφώνω το μαχαίρι στο μαδέρι, στην πίσω μεριά, στο κούφωμα της πόρτας, αλλά κάτω χαμηλά για να μη φαίνεται. Σε λίγο ξανάρχισε η δίκη, πήγα κι εγώ, με έλεγξαν, έψαξαν ακόμη και στα τακούνια τω στιβανιώ μου. Δεν ηύραν τίποτα, πέρασα στο διάδρομο, όχι μέσα στην αίθουσα, περιμένοντας την ευκαιρία να αρπάξω το μαχαίρι. Ο πρόεδρος φώναζε έναν – ένα τους μάρτυρες: Χριστομιχάλης Ξυλούρης, Στεφανογιώργης Δραμουντάνης, Παπαγιάννης Σκουλάς κι άλλοι, κι άλλοι. Ήταν να φωνάξει το όνομα του Γιώργη του Δραμουντάνη, αλλά κάνει λάθος και φωνάζει «Γεώργιος Βρέντζος», μπαίνω μέσα, σιμώνω και τότε καταλαβαίνει ο Πρόεδρος ότι έκανε λάθος. Μου λέει να φύγω και να φέρουν τον Δραμουντάνη. Απάνω στη σύγχυση σκύβω πιάνω το μαχαίρι και ξαναβγαίνω στο διάδρομο χωρίς να με δει κανείς. Σε λίγη ώρα έρχεται η σειρά μου, με φωνάζουν, μπαίνω στην αίθουσα και θωρώ τον κακούργο να κάθεται και να τον προστατεύουν οι χωροφύλακες.

    Λίγα δευτερόλεπτα μετά άρχιζε η κατάθεση… Τον ρωτά ο Πρόεδρος, «τι γνωρίζετε διά την εκδικαζομένην υπόθεσιν, κύριε μάρτυς;» Απάντηση καμιά. Σαν να μην άκουγε, να μην επικοινωνούσε· αλλού ήταν εκείνου ο νους του. Ξαναρωτά ο Πρόεδρος: «Κύριε μάρτυς, καταλάβατε τι σας ρώτησα;» Ο Γιώργης κουνά το κεφάλι, «ναι, ναι, εκατάλαβα», λέει. «Τι γνωρίζετε, λοιπόν;» Πάλι σιωπή. Και αναστάτωση. Όλοι τον κοιτάζουν καθώς στέκεται σχεδόν αποσβολωμένος μπροστά στους δικαστές. Αρχίζει να ψελλίζει κάτι μισόλογα, μασημένα. «Μα δεν έχετε εδώ το μυαλό σας, κύριε μάρτυς;» ξαναλέει απορημένος ο Πρόεδρος. Και φυσικά δεν το είχε. Τότε ακριβώς κάνει ένα βήμα πίσω. Όλοι τον κοιτάζουν. Σαν αστραπή τραβά το μαχαίρι και το καρφώνει με δύναμη στην κοιλιά του Μαγιάση. Χώνεται η λεπίδα στο σώμα του.

    Ο Βρέντζος νιώθει το κεφάλι του να βουίζει· ένας χωροφύλακας τον είχε χτυπήσει με τον υποκόπανο του όπλου· άλλος ένας τον χτυπά στο χέρι, το δεξί· μαραίνεται. Αλλά το πείσμα δεν τον αφήνει. Πιάνει τη λαβή με το άλλο χέρι, το αριστερό· δεύτερη μαχαιριά… αίματα, φωνές, ο Μαγιάσης λυγίζει, οι δικαστές αποχωρούν, κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει τι έγινε τότε στο δικαστήριο. Οι χωροφύλακες είναι έτοιμοι να δράσουν, ίσως να τον χτυπούσαν πιο βαριά, ίσως και να τον σκότωναν ακόμη· τόσο δύσκολες ήταν αυτές οι μέρες. Την ώρα εκείνη ακούγεται η φωνή ενός άλλου χωροφύλακα, Κλάδο τον έλεγαν, «μην τον πειράξετε γιατί έχουν ζώσει οι Ανωγειανοί το δικαστήριο». Ψέματα το έλεγε. Αλλά αυτό το ψέμα έκανε τα πνεύματα να ηρεμήσουν. «Θέλω τον Εισαγγελέα», ακούγεται η φωνή του Βρέντζου. Το μαχαίρι το κρατούσε ακόμη στο χέρι του. Σαν ήρθε ο Εισαγγελέας, πλησίασε με θάρρος. Παρέδωσε το ματωμένο μαχαίρι και δήλωσε πως δεν θέλει να κάνει κακό σε κανέναν άλλο.

    – Του είπα να με δικάσει, να με συλλάβει, να κάνει ό,τι λέει ο νόμος. Εγώ ήμουν ήρεμος πια, είχα ξαλαφρώσει, είχα κάνει αυτό που έπρεπε. Γυρίζω πίσω και θωρώ ανθρώπους να κλαίνε από χαρά και συγκίνηση, άλλοι με χειροκροτούσαν, άλλοι φώναζαν μπράβο. Με έκλεισαν στη φυλακή και με πήγαν στα Χανιά για να δικαστώ.
    Ο Βρέντζος θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία· από την αρχή ως το τέλος. Στις «Κρητικές Εικόνες» του 1982 έγραφα πως όλες αυτές οι λεπτομέρειες «δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν στον περιορισμένο χώρο του περιοδικού». Το ίδιο λέω και σήμερα.

    Στα Χανιά, στο δικαστήριο, ο Βρέντζος παρακολουθούσε τη δίκη του σχεδόν αδιάφορος. Ο Εισαγγελέας είχε προτείνει την ενοχή και την θανατική καταδίκη του. Αλλά και πάλι ένα απρόβλεπτο γεγονός ήρθε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Ο Καπετάν Γύπαρης έφτασε στο δικαστήριο, έβγαλε ένα χαρτί, το παρέδωσε. Ήταν μια απόφαση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής. Ο Βρέντζος θυμόταν πως η απόφαση καλούσε τους Κρητικούς να σκοτώσουν τον Μαγιάση και τους άλλους γκεσταμπίτες. Επομένως, δεν επρόκειτο για ένα φονικό· το θεώρησαν ως καθήκον απέναντι στην πατρίδα. Ο Βρέντζος αθωώθηκε. Γύρισε στο χωριό του σαν ήρωας. Κι από τότε κάθε χρόνο ανηφόριζε στη Νίδα τη μέρα της Ανάληψης για να κάνει το μνημόσυνο του αδελφού του.

    Λίγα χρόνια μετά τη συνέντευξη ο Γιώργης ο Βρέντζος πέθανε. Πήγε να συναντήσει τον αδελφό του και τους άλλους μάρτυρες του αγώνα.

    Φέτος το καλοκαίρι που βρέθηκα στη Νίδα συνάντησα τον Γιάννη τον Καλομοίρη, στο περίπτερο του Στελή του Σταυρακάκη, μαζί με μια παρέα Ανωγειανών. Δεν τον γνώρισα. Αλλά και δεν χρειάστηκε πολύ για να θυμηθώ τον άνθρωπο που με είχε βοηθήσει το φθινόπωρο του 1982, νέο δημοσιογράφο τότε, να ζήσω μια μοναδική στιγμή· την πρώτη και τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο πρωταγωνιστής μιας από τις πιο παράξενες μετακατοχικές ιστορίες, ο ήρωας των ανωγειανών και των καστρινών θρύλων.

    Ο Μαγιάσης… «ΕΛΑΣίτης»
    Δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ πότε και πώς είχε συλληφθεί ο Μαγιάσης και κάτω από ποιες συνθήκες οδηγήθηκε στο δικαστήριο δοσιλόγων. Το έμαθα τυχαία φέτος από ένα φίλο που ασχολείται συστηματικά με την ιστορία αυτής της περιόδου. Και το δημοσιεύω εδώ γιατί ίσως να φωτίζει μια ακόμη πλευρά της ιστορίας.

    Μετά την απελευθέρωση ο περιβόητος Μαγιάσης παρίστανε… τον αντιστασιακό. Φόρεσε στολή αντάρτη, έβαλε στο καπέλο του το σήμα του ΕΛΑΣ και άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα, εκεί που κανείς δεν γνώριζε για τη δράση του στην Κρήτη. Έτσι… λεβέντη και περιβεβλημένο με το κλέος του ήρωα τον συνάντησε ένας Κρητικός, ονόματι Μαμαλάκης, στην Ομόνοια. Ο Μαμαλάκης συνεργαζόταν με ένα ναυτιλιακό πρακτορείο, μάλλον ήταν οικογενειακή επιχείρηση και ασχολούνταν με μεταφορές από και προς την Κρήτη με ιδιόκτητα καΐκια. Το κλίμα στην Αθήνα ήταν παράξενο. Κόσμος πολύς στους δρόμους, οι Έλληνες έβγαιναν από μια μεγάλη περιπέτεια η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον ήταν έκδηλη. Όπως ήταν έκδηλη και η σύγχυση.

    Ο Μαγιάσης μπήκε στο πρακτορείο και άρχισε να διαπραγματεύεται τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ελαιολάδου από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Κανείς δεν ξέρει με ποιόν τρόπο είχε αποκτήσει τόσο λάδι. Ή, μάλλον, όλοι υποψιαζόμαστε. Αν και η πείνα θέριζε τις ανθρώπινες ζωές οι συνεργάτες των κατακτητών είχαν τον τρόπο τους.

    Έτριβε τα μάτια του ο Μαμαλάκης. Δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος που είχε μπροστά του ήταν ο μακελάρης της Κρήτης, και μάλιστα ντυμένος με στολή αντάρτη. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του δοσίλογου. Αντί να διαπραγματευτεί τη μεταφορά ο ναυτιλιακός πράκτορας, φρόντισε να ενημερώσει τον ΕΛΑΣ ή κάποιον άλλο. Έτσι συνελήφθη ο Μαγιάσης…

    πηγη : http://www.anogi.gr/archives/9751

Τα σχόλια έχουν απενεργοποιηθεί.