Ο ελληνικός ρατσισμός στις δύο τελευταίες δεκαετίες υπήρξε για το κυρίαρχο πολιτικό συγκρότημα, συστατικό στοιχείο της οργάνωσης της εργασίας, με κύριο άξονα την αναδιάταξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και την μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος της αστικής τάξης. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις διαχειρίστηκαν το φαινόμενο της μετανάστευσης έχοντας χαράξει στρατηγικές κατευθύνσεις πρώτα για την περίοδο της ανάπτυξης (χονδρικά, η δεκαετία του ’90 έως το 2006), κι έπειτα για την περίοδο της ύφεσης. Αποτέλεσμα αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού σήμερα είναι η διάσπαση της εργατικής τάξης σε ένα πολυεθνικό κομμάτι που διαβιεί και εργάζεται μέσα σε καθεστώς παρανομίας, αντιμετωπίζοντας την ανοιχτή εχθρότητα του πολιτικού συστήματος και των δυνάμεων του εγχώριου εθνικισμού, και σε ένα εντόπιο κομμάτι κατακερματισμένο και στραμμένο στη λογική των ατομικών λύσεων.
Από το 2009 και μετά η αστική τάξη προτείνει στα βλέμματα των εργατών το φόβητρο του δημόσιου χρέους. Η άγνοια των εργατών για το τι είναι στην ουσία αυτή η έννοια-φόβητρο διχάζει την εργατική τάξη περαιτέρω και σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο∙ π.χ., σε διεθνές επίπεδο η γερμανική εργατική τάξη στρέφεται εναντίον της ελληνικής και τούμπαλιν, και σε εθνικό επίπεδο η εγχώρια εργατική τάξη στρέφεται ενάντια στους μετανάστες εργάτες. Όλοι όμως οι εργάτες παραλύουν μπροστά σε ένα μέγεθος-μπαμπούλα, που τους φαίνεται αδιανόητο να αντιπαλέψουν, απέναντι σε μία έννοια-φόβητρο που αδυνατούν να κατανοήσουν. Ειδικά για τους μετανάστες στην Ελλάδα, η κατάσταση που διαμορφώνεται αβαντάρει την πολιτική της επέκτασης των απαγορεύσεων εις βάρος τους, και της αναγωγής της διαχείρισης της μετανάστευσης σε ζήτημα δημόσιας τάξης.
Εδώ, λοιπόν, μπαίνουν κάποια αμείλικτα ερωτήματα για τον ελληνικό αντιρατσισμό, που έκανε εμφανή την παρουσία του από τις αρχές του ‘90. Γιατί δεν μπόρεσε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες, ως κίνημα, να αναδείξει στη συλλογική συνείδηση των παραγωγικών στρωμάτων της χώρας το μεταναστευτικό ζήτημα στις πραγματικές ταξικές του διαστάσεις; Γιατί δεν κατάφερε να καταδείξει ότι οι μετανάστες ήταν και είναι το πλέον ευάλωτο και εκμεταλλεύσιμο κομμάτι της ενιαίας εργατικής τάξης; Γιατί επέτρεψε την αστυνομική-αυταρχική διαχείριση του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού; Γιατί δεν εμπόδισε αποτελεσματικά την παρανομοποίηση-απαξίωση της εργασίας του; Με δυο λόγια, γιατί απέτυχε;
Απλές απαντήσεις είναι δύσκολο να δοθούν, όμως μερικά πράγματα βγάζουν μάτι. Είναι εμφανές ότι μεγάλο ποσοστό της ενέργειας των εγχώριων αντιρατσιστών δαπανάται στην δημιουργία συνθηκών κοινωνικοποίησης για τους μετανάστες (στέκια και κοινωνικοί χώροι)∙ στην οργάνωση συζητήσεων που κινούνται στη λογική της υπεράσπισης ανθρωπίνων-κοινωνικών δικαιωμάτων∙ στην προβολή της ανατολίτικης ή αφρικανικής κουλτούρας, με λογική την εξοικείωση του Έλληνα με το διαφορετικό∙ στην πληροφόρηση για κινήματα και πολιτικές δραστηριοποιήσεις αντιρατσιστών ή γηγενών σε άλλα μέρη του πλανήτη∙ στην πληροφόρηση γύρω από τις αδικίες που υφίστανται οι μετανάστες από τα αφεντικά τους στην Ελλάδα∙ στην πληροφόρηση γύρω από την ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης τις προηγούμενες δεκαετίες∙ στην πληροφόρηση γύρω από την πολυφυλετική σύνθεση του ελληνικού έθνους. Όμως κατιτίς του λείπει…. Τι του λείπει;;;
Αυτό που λείπει, μήπως είναι η προβολή της ταυτότητας των μεταναστών ως εργατών με ταξικά συμφέροντα; Μήπως είναι η σύσταση διεθνικών-πολυεθνικών συλλογικοτήτων που ως στόχο θα έχουν την διαμόρφωση και προώθηση συνεκτικών αιτημάτων; Μήπως είναι η προσπάθεια οργάνωσης των διεκδικήσεων των ξένων εργατών από τη βάση; Δεν είναι η προσπάθεια ανάδειξης των εργατών σε ταξικό υποκείμενο και οργάνωσής τους σε κοινωνικό μέτωπο; Δεν είναι η διασύνδεση των αγώνων τους με τους αγώνες των ντόπιων εργαζομένων; Δεν είναι η συγκροτημένη κινηματική δράση μέσα στην καθημερινότητα; Δεν είναι η συγκροτημένη προσπάθεια για τη διαμόρφωση πολιτικών συνθηκών και γεγονότων που θα έχουν στόχο να αλλάξουν τους συσχετισμούς προς όφελος των εργατών;
Όμως τα παραπάνω προϋποθέτουν κινηματική δράση, δηλαδή παρέμβαση και παρουσία στους χώρους όπου οι μετανάστες δρουν, εργάζονται και κινούνται, απαιτεί από τους αντιρατσιστές να βγουν οι ίδιοι σε αυτούς τους χώρους και να εμπλακούν στον καθημερινό αγώνα των ξένων εργατών με όρους ταξικής διαπάλης∙ το αντιρατσιστικό κίνημα δεν αναπτύσσεται μέσα στην θαλπωρή των αντιρατσιστικών καφενείων και στην δροσιά των πάρκων που φιλοξενούν φεστιβαλικές εκδηλώσεις και συναντήσεις ανύπαρκτων επί της ουσίας κινηματικών χώρων.
Φόρουμ Μεταναστών Κρήτης
Πηγή : http://fmkritis.wordpress.com