«Κάποιος πρέπει να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα. Αν δεν το βγάλουμε, τότε θα βγει αυτό και θα μας φάει».
( Από ταινία του Θανάση.)
«Αντίο καλέ μας άνθρωπε», «έφυγε ο δικός μας άνθρωπος», «έφυγε ο καλός μας άγγελος», «όλοι μας θρηνούμε για τον άνθρωπο που μας πρόσφερε άφθονο γέλιο». Αυτά και πολλά άλλα ακούστηκαν και γράφτηκαν τις μέρες που ακολούθησαν τον θάνατο του Θανάση Βέγγου. Τελικά αυτός ο θεότρελος παλαβιάρης που έτρεχε και δεν έφτανε, ο άνθρωπος της σφαλιάρας, αυτό το τίμιο ανθρωπάκι για όλες τις δουλειές, ο Θανάσης, ήταν μια κινηματογραφική φιγούρα για να σπάμε πλάκα μαζί του για την αφέλεια και τα παθήματά του, για να μας προσφέρει «άφθονο γέλιο» για να ξεχνάμε τις σκοτούρες μας; Αυτός ήταν ο Θανάσης, ένας σαλτιμπάγκος της πλάκας; Αυτός ήταν, λοιπόν, ο «καλός μας άνθρωπος» με τον οποίο «όλοι ταυτιστήκαμε»; Πολύ βολικό για να’ ναι αληθινό.
Κατ’ αρχήν, είναι άσχετη η ζωή του Θανάση Βέγγου με την δημιουργία αυτής της φιγούρας; Παρ’ όλο που ισχυρίζονταν ότι ήταν «ο δικός τους άνθρωπος», λίγοι ήξεραν ότι ο πατέρας του κυνηγήθηκε για την αντιστασιακή του δράση ενάντια στη φασιστική κατοχή και πως ο ίδιος πέρασε δυο χρόνια στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Στα αφιερώματα, η αναφορά στα παραπάνω γεγονότα έγινε για να τονιστεί η γνωριμία του με τον σκηνοθέτη Ν. Κούνδουρο. Λες και αυτά δεν επηρέασαν το Βέγγο, την ζωή του, τις αρχές και τις αξίες του και βεβαίως, τη δουλειά του. Ήταν απλά κάτι περασμένα-ξεχασμένα που θυμίζουν «άλλες εποχές» οι οποίες, ως γνωστόν, «έχουν περάσει ανεπιστρεπτί»! Για τον Βέγγο, όμως, δε φαίνεται να ήταν έτσι ακριβώς. Οι ταινίες φτύσιμο στα μούτρα της χούντας «Τί έκανες στον πόλεμο Θανάση» και «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου», οι ταινίες «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» και «Το μεγάλο κανόνι» έχουν ξεκάθαρη σκόπευση. Αυτό ισχύει και για τα έργα του που αποτυπώνουν την κοινωνική κατάσταση και τις διεκδικήσεις της εποχής αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Ε, είναι κομματάκι δύσκολο οι θιασώτες του μετεμφυλιακού (παρα)κράτους, της χούντας και του φασισμού, καθώς και οι σημερινοί τους θαυμαστές κάθε είδους να θεωρούν τον Βέγγο «δικό τους άνθρωπο».
Απ’ την άλλη η ίδια του η προσωπική ζωή ήταν ένα φτύσιμο, αυτή τη φορά στα μούτρα της γκλαμουριάς που σήμερα κάνει πως θρηνεί και τον αποθεώνει. Πουθενά συνεντεύξεις, δημόσιες εμφανίσεις, σκάνδαλα, φλας και ψεύτικα χαμόγελα.
Σ’ ένα τραγουδάκι ο Βέγγος ακούγεται ν’ απαγγέλει συνεχώς τη λέξη «τίμιος». Κλασική μορφή στις ταινίες του, ο Θανάσης ως τίμιος βιοπαλαιστής, με τον οποίο «ταυτίστηκε ένας ολόκληρος λαός». Μόνο που δεν ήταν όλος ο λαός βιοπαλαιστές. Και πολλοί απ’ όσους ήταν μάλλον δε θα ήθελαν να είναι σαν κι αυτόν που τον απολύουν βρίζοντας και κλωτσώντας τα αφεντικά του διότι δε δέχονταν να πάρει μέρος στις βρωμιές τους. Και ακόμα, γιατί δε δέχονταν να δουλέψει με τους δικούς τους ρυθμούς. Σαν κι αυτόν που όσες φορές πάει να γίνει ο ίδιος αφεντικό αποτυγχάνει για τους ίδιους λόγους. Ασυγκρίτως περισσότερο σήμερα όπου ισχύει στο πολλαπλάσιο το τίμιος ίσον βλάξ και ηλίθιος.
«Εδώ στη φάτσα μου είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα» είχε πει ο Βέγγος σε μια σπάνια συνέντευξή του το 1971. Πολλοί πιάστηκαν απ’ αυτά του τα λόγια για να κάνουν την ταύτιση που αναφέραμε πιο πάνω. Καμιά διάθεση ερμηνείας του πολυαγαπημένου μου Θανάση εδώ. Αλλά να, ο «ασήμαντος Έλληνας» του Θανάση δε μπορεί να είναι αυτός που προσπάθησε με νύχια και με δόντια, ξεπουλώντας τα πάντα (ήθος-αρχές-αξίες), να γίνει σημαντικός (έτσι νόμιζε ο φουκαράς). Να γίνει καριερίστας, νεόπλουτο σκατό, γκλαμουράτος και μουράτος. Και δε μπορεί να είναι εκείνος ο δύστυχος και ασήμαντος Έλληνας μετανάστης που, αφού κατάφερε να κάνει με χίλιες δυο στερήσεις κάποια φράγκα στην ξενιτιά, ήταν αργότερα ο πρώτος που έβριζε και κυνηγούσε τους Αλβανούς μετανάστες. Αλήθεια, πόσο μπορούν να εκφραστούν τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές απ’ τη φιγούρα του Θανάση; Αυτόν που αγαπούσε και προσέτρεχε κάτι φουκαράδες αραπούκους και που σαν παππούς δέχτηκε πανηγυρίζοντας το αραπάκι εγγονάκι του.
«Καλοί μου άνθρωποι» αποκαλούσε ο Θανάσης τους πάντες και για τα πάντα. Ήταν, απλά και μόνο, μια καλοκάγαθη ατάκα ενός αφελούς; Μήπως ,ήταν, πολλές φορές, μια αγωνιώδης κραυγή που δεν έβρισκε ανταπόκριση; Μια απελπισμένη έκκληση στα ευγενή αισθήματα των συνανθρώπων του, ενός ανθρώπου που λίγοι καταλάβαιναν;
Και βέβαια, αυτός ο πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης που όλο έτρεχε και έτρεχε, αμελούσε τον εαυτό του και τις δουλειές του για να γίνει θυσία για τους άλλους. Γι’ αυτούς τους «καλούς του ανθρώπους» που, όπως και οι πιο πολλοί θεατές, δε θα’ καναν ποτέ το ίδιο για κείνον. Αυτή η στάση δεν ήταν μια πλακατζίδικη αφέλεια. Εξέφραζε μια κοινωνικότητα που χανόταν. Εξέφραζε την απόλυτη αλληλεγγύη προς τους άλλους στην άμεση καθημερινότητά τους. Γι’ αυτό την πατούσε πάντα, μιας κι έπεφτε πάνω στην συμφεροντολογική πονηριά των άλλων. «Καλοί μου άνθρωποι», και θα μπορούσε να προσθέσει «που είστε;». Η τραγικότητα του Θανάση.
«Καλοί μου άνθρωποι», αυτή η ανεπανάληπτη φιγούρα δε μπορεί να ανήκει σε μια κοινωνία παρακμής, υποταγμένη και απολίτιστη, με εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας. Ένα κοινωνικό σώμα αλλοτριωμένο και αποδιαρθρωμένο απ’ την επικράτηση του άκρατου ατομικισμού είναι ξένο προς την ευγενική μορφή του Θανάση.
Ως εδώ! Αρκετά έγραψα! Πάω να δω το «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι»! Καληνύχτα!
Κολίγος
→Το παραπάνω κείμενο Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Δρόμου Άπατρις – (Τεύχος 14-Kαλοκαίρι 2011)
→ Για να κατεβάσετε το τεύχος 14 της Εφημερίδας Δρόμου Άπατρις πατήστε εδώ.