Η ΧΟΥΝΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ‘73

Για άλλη μια χρονιά, η φετινή «επέτειος» λυγίζει κάτω από το βάρος των εξελίξεων και διεργα­σιών που συντελούνται σε κοινωνικοϊστορικό επίπεδο. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ζωντανή στο μέτρο που οι αιτίες που τη γέννησαν είναι υπαρκτές και θα πλανιέται ως φάντασμα πάνω από τα κε­φάλια όσων εξακολουθούν να κλείνουν αυτιά και μάτια μπρος στην καπήλευση της ουσίας του από τους γραβατομένους δημιοκράτες. Όσο τα γεγονότα εκείνης της εποχής απομονώνονται από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που τα γέννησε, τόσο το Πολυτε­χνείο θα συμβολοποιείται και θα αφυδατώνεται.

Η ιστορία του Πολυτεχνείου εφορμά από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και συνδέεται άρρηκτα τόσο με τη ματαίωση του αγώνα ενάντια στο φασισμό όσο και την επανίδρυση του ελληνικού κράτους υπό τη σκέπη μιας εξουσίας προκλητικής. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ψυχροπολεμική δεκαε­τία του ’60 οπλίζει τα κινήματα με την πεποίθηση της ανατροπής, τη στιγμή που σε τοπικό επίπεδο, η επέμβαση ξένων δυνάμεων και οι συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης οδηγούν εργαζόμενους και φοιτητές και πάλι στους δρόμους. Κατά την τριετία ΄63-΄66 η Ελλάδα έχει τις περισσότερες καταγε­γραμμένες κινητοποιή­σεις και απεργίες παγκοσμίως. Μπροστά στο φόβο της «κομμουνιστικής απειλής» – ειδικότερα μετά τα γεγονότα του ’65 – η πραγμάτωση των κοινωνικών αγώνων ανα­κόπτεται με την επιβολή της Χούντας των συνταγματαρχών, τη στιγμή που οι κοινοβουλευτικές δυ­νάμεις – από όλες τις κατευθύνσεις- έριζαν για τη νομή της εξουσίας επικαλούμενες την καταπάτη­ση της νομιμότητας.

Το αποτέλεσμα γνωστό: μια ζωή χωρίς μέλλον – εξορίες, βασανιστήρια, καταστολή. Τα χρόνια που περάσανε χαρακτηρίζονται από σποραδική αντιδικτατορική αντίσταση. Όμως, μπροστά στο σκοταδισμό του νέου φασιστικού κράτους και στο τρίπτυχο πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια, κομ­μάτια της κοινωνίας αυτοοργανώνονται. Ήταν αυθόρμητοι φοιτητές και εργάτες που καταλαμ­βάνουν το Πολυτεχνείο μετα­τρέποντάς το σε κέντρο αγώνα και όχι τα δύο ΚΚΕ μαζί με το ΠΑΚ, που από την πρώτη στιγμή είτε αποκαλούσαν τους καταληψίες πράκτορες της ΚΥΠ είτε έκαναν ότι μπορούσαν για να διαλύσουν την κατάληψη εκ των έσω είτε προσπαθούσαν υπόγεια να συνθηκο­λογήσουν. Μπορεί η εξέγερση που ακο­λούθησε να μην έριξε τη Χούντα αλλά άφησε σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον.

Η αυθόρμητη εξέγερση του ΄73 έχει πέσει θύμα διαστρέβλωσης και εκμετάλλευσης από την κυριαρ­χία και τους ταγούς της. Ο ξεκάθαρα αντικαπιταλιστικός και αντισυστημικός χαρακτήρας της αλλοιώνε­ται σαν αόριστα «φιλελεύθερος» και «δημοκρατικός». Ξεχειλώνεται όσο μπορεί, για να χωρέσει πολιτι­κές καριέρες. Τροφοδοτεί κομματικούς μηχανισμούς, τα όργανα των οποίων είτε βρίσκονταν με την πλευρά των χουντικών είτε μιλούσαν για «προβοκάτορες», εφόσον το ξέσπασμα ξέφευγε από τα όρια της στενής λογικής και του ελέγχου τους. Μεγάλο μέρος της αριστεράς εγκλω­βισμένο και απαξιωμένο κοινωνικά, εξακολουθεί να επενδύει τη συμμετοχή της στους ίδιους κοι­νωνικούς αγώνες πάντα με το ένα μάτι στραμμένο στην κάλπη. Κυρίως όμως, η αλλοίωση αυτή αποτελεί συστατικό συντήρησης του συστήματος. Θέλει να μετατρέψει το Πολυτεχνείο σε ένα στείρο μουσειακό έκθεμα, χωρίς δυναμική που γίνεται ένα ακόμη στοιχείο της «δημοκρατικής κοι­νωνικής συναίνεσης». Όμως, το Πολυτεχνέιο του ’73, παρόλες τις προσπάθειες να γίνει γιορτή της δημοκρατίας, επικοινωνεί με το σήμερα με το νήμα από τα ξηλωμένα πεζοδρόμια της μεταπολίτευ­σης, τα οδοφράγματα, το ξύλο, τις αύρες, το πρώτο σπάσιμο του ασύλου το ΄95, τις δολοφονίες του Κουμή, της Κανελλοπούλου και του Καλτεζά.

Σήμερα, ζούμε το τέλος του μεταπολιτευτικού πολιτικού κύκλου και μαζί το τέλος της εικονικής πραγματικότητας ενός “καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο”. Η καταναλωτική ευημερία έχει φτάσει πλέον στην ημερομηνία λήξης και πίσω από το πέπλο του θεάματος επανεμφανίζεται ο ζο­φερός κόσμος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Στα πλαίσια κλυδωνισμών του διεθνο­ποιημένου καπιταλι­σμού, η φούσκα της ελληνικής οικονομίας σκάει. Μαζί με το τέλος του μεταπο­λιτευτικού κύκλου δια­φαίνεται και το τέλος της συναίνεσης της κοινωνίας. Η βίαιη οικονομική εξα­θλίωση, η αβέβαιη καθημε­ρινότητα και η διάψευση των υποσχέσεων του καθεστώτος σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού δημιουργούν το κατάλληλο εκρηκτικό μίγμα για την αμ­φισβήτηση της κυριαρχίας. Στα πλαίσια αυτά, το καθεστώς σιγά-σιγά απεκδύεται τον κοινοβουλευ­τικό του μανδύα, ολισθαίνει σε μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και φασιστικοποιείται. H κυριαρχία, προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντά της, επιτίθεται ολομέτωπα και πολυεπίπεδα στην κοινωνία. Η επίθεση είναι οικονομική-εργασιακή, νομική, στρατιωτική και ιδεολογική. Είναι δηλαδή ξεκάθαρα ταξική.

Η κυβέρνηση, κάτω από την επικυριαρχία διεθνών χρηματοπιστωτικών κύκλων, του Δ.Ν.Τ και της Ε.Ε, επιτίθεται ενάντια στις εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις και λαμβάνει ληστρικά οικο­νομικά μέτρα ενάντια στους εργαζόμενους. Μειώνει τους μισθούς, περικόπτει τα επιδόματα, αυ­ξάνει τους φόρους, μειώνει τις συντάξεις, αυξάνει το όριο απολύσεων, καταργεί τις συλλογικές συμβάσεις και, ελαστικοποιεί την εργασία. Από την άλλη, το κράτος σώζει τις τράπεζες από την κατάρρευση, απαλ­λάσσει τις εταιρείες μέσω φόρο-αμνηστίας, παρέχει στους μεγαλοεπιχειρηματίες ελαφρύνσεις και προω­θεί την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.

Στα πλαίσια της θωράκισης απέναντι σε διαφαινόμενες αντιδράσεις, η κυριαρχία αναβαθμίζει το νο­μικό της οπλοστάσιο. Το καλοκαίρι, περνά στα μουλωχτά την δεύτερη αναθεώρηση του τρομο­νόμου και τον καθιστά το πιο εφιαλτικό νομικό εργαλείο της δημοκρατίας. Οι διαδηλωτές βαφτίζο­νται τρομο­κράτες και οι συντροφικές τους σχέσεις ποινικοποιούνται ως συνένοχες. Συν αυτώ, οι μάρτυρες μπο­ρούν πλέον να διατηρούν την ανωνυμία τους στα δικαστήρια, ανοίγοντας έτσι ελεύ­θερο το πεδίο της πάγιας τακτικής των μπάτσων σε στημένα κατηγορητήρια και στην ψευδομαρτυ­ρία. Πλέον η δημοκρα­τία νομοθετεί στα πρότυπα της χούντας και δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο εξόντωσης του “εσωτερικού εχθρού”.

Ταυτόχρονα, πληθαίνουν και εξοπλίζονται περισσότερο οι δυνάμεις καταστολής και αυξάνει η αστυ­νόμευση της καθημερινότητας. Οι μόνες θέσεις εργασίας που προκηρύσσονται είναι για δια­φόρων ει­δών μπάτσους. Δημιουργούνται νέες ομάδες άμεσης δράσης και εκπαιδεύονται λόχοι των ειδικών δυ­νάμεων του στρατού για την καταστολή κοινωνικών κινητοποιήσεων. Παράλληλα, ανα­νεώνεται συνε­χώς ο εξοπλισμός της καταστολής με νέα όπλα και οχήματα. Όλα αυτά βέβαια συ­μπληρώνονται με τον “μηδενικό βαθμό ανοχής”, την συνεχή παρουσία της αστυνομίας σε δρόμους και γειτονιές, τα μαζικά πογκρόμ και τους αποκλεισμούς των μπάτσων σαν νέου στρατού κατοχής σε ολόκληρες γειτονιές των μητροπολιτικών κέντρων.

Τέλος, ο πόλεμος της εξουσίας απέναντι στην κοινωνία διεξάγεται και σε ιδεολογικό επίπεδο με σκο­πό την απονομιμοποίηση κάθε φωνής αντίστασης και την παρουσίαση των θέσεων της κυβέρ­νησης ως αναγκαστικού μονόδρομου. Το ταξικό συμφέρον βαφτίζεται εθνικό και τα αδιέξοδα του οικονομικού συστήματος και της διαχείρισης μετατρέπεται σε συλλογική ευθύνη. Εδώ το σημαντι­κότερο ρόλο έχουν τα ΜΜΕξαπάτησης, που συντονίζονται γύρω από τον κυρίαρχο λόγο, θάβουν κάθε άλλη άποψη, απο­κρύπτουν κινητοποιήσεις, σπιλώνουν αγωνιστές και κινήματα και αναλαμ­βάνουν το ρόλο του δημόσιου κατήγορου προλειαίνοντας το έδαφος για διώξεις και εκδικητικές δι­καστικές αποφάσεις.

Όταν, λοιπόν, όλα τα παραπάνω είναι μέτρα και εργαλεία στα χέρια της κυριαρχίας για την εξαθλίω­σή μας, τότε είναι που η συλλογικοποίηση των αγώνων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μην πιάσουμε πάτο. Κι ενώ έχουμε όλους τους λόγους να κατεβαίνουμε καθημερινά στο δρόμο, δεν το κάνουμε. Όταν έχουμε το παράδειγμα της 17 Νοέμβρη και όταν μάλιστα ένα κομμάτι της κοινω­νίας γιορτάζει για αυτή τη νίκη του κινήματος, γιατί διστάζει το ίδιο κίνημα να προχωρήσει σε ουσιαστι­κότερες πράξεις στις μέρες μας; Όταν οι φασίστες στο Ρέθυμνο προσπαθούν να σηκώσουν κεφάλι, γιατί αφήνονται οι φασιστικές προκλήσεις χωρίς απάντηση; Είναι τώρα που οι συνελεύσεις στις γειτονιές, στις σχολές και στους χώρους εργασίας, οι από κοινού συνελεύσεις, η έννοια της αλ­ληλεγγύης μεταξύ των διάφορων χώρων και τα κανάλια δικτύωσης πρέπει επιτέλους να δημιουργη­θούν και να είναι προ­σβάσιμα σε όλους. Γιατί οι πορείες σε στημένα ραντεβού δεν αποτελούν λύση, όπως ούτε μπορούμε να περιμένουμε τις 15 Δεκέμβρη για να απεργήσουμε. Πρέπει, επι­τέλους, να συμβάλλουμε από κοινού κι ο καθένας με τον τρόπο του, στη διάλυση αυτού του σάπιου συστήματος.

ΑΝ ΔΕΝ ΓΚΡΕΜΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΛΑΚΩΣΕΙ

Ρέθυμνο,
Νοέμβρης 2010,
κόντρα ★ μπάντα