Το πρωινό της 16ης Ιανουαρίου του 2006 ο Γ. Δημητράκης συλλαμβάνεται, βαριά τραυματισμένος από τις σφαίρες των μπάτσων, στο κέντρο της Αθήνας μετά από ληστεία στην εθνική τράπεζα της οδού Σόλωνος. Σύμφωνα με τον οργασμό δημοσιευμάτων και ρεπορτάζ των ΜΜΕ που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, συνελήφθη ένα μέλος της περιβόητης “συμμορίας” των ληστών με τα μαύρα. Μια συμμορία δημιούργημα μπάτσων και δημοσιογράφων. Ένα φανταστικό σενάριο που στόχο είχε να εμπλέξει τον συγκεκριμένο και τους 3 καταζητούμενους συντρόφους με το κοινό ποινικο έγκλημα (όπως το αποκαλουν) και με οργανώσεις ένοπλης πάλης. Ένα ποινικό αδίκημα για την αστική τους δικαιοσύνη, που λόγω της πολιτικής δράσης τους, υπάγεται στις διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου. Ο δρόμος άνοιξε, έτσι ώστε να κατηγορηθούν για σωρεία ληστειών σε τράπεζες, με σκοπό τη χρηματοδότηση ένοπλων οργανώσεων. Στη συνέχεια, η ελληνική δικαιοσύνη και συγκεκριμένα ο περιβόητος εισαγγελέας Διώτης (γνωστός για τις ναζιστικές μεθόδους ανάκρισης που χρησιμοποίησε στην υπόθεση του Σάββα Ξηρού) προσπάθησε να ανακρίνει τον συλληφθέντα, κλινήρη και διασωληνωμένο, στην εντατική του νοσοκομείου. Κάπου εκεί ξεκινάει το ταξίδι του συντρόφου στα σοφρωνιστικά κολαστήρια της δημοκρατίας. Τον Ιούνη του ’07, τελικά, καταδικάζεται σε 35 χρόνια κάθειρξη για τη συγκεκριμένη ληστεία, καθώς και για απόπειρα ανθρωποκτονίας, με μοναδικό κριτήριο μια σφαίρα που έλειπε απο τον γεμιστήρα, η οποία δεν βρέθηκε πουθενά στη περιοχή γύρω από τη ληστεία. Αντίθετα, οι μπάτσοι πυροβολώντας μέσα στον κόσμο και περιφρονώντας κάθε ανθρώπινη ζωή λες και ήταν στην “άγρια δύση”, τραυματίζουν και ένα λαχειοπώλη. Το όλο σκηνικό συμπληρώνεται με την επικήρυξη των 3 “συνεργών” του από τον υπουργό “προστασίας του πολίτη” με το ποσό των 600.000 €. Μια επικήρυξη που έχει διττή σημασία. Αφενός, ξεκινάει ένα κυνήγι κεφαλών, με στόχο να ωθήσει τον καθένα να μπεί στο ρόλο των διωκτικών αρχών (κοινώς χαφιές), πληρωνοντάς τον αδρά για μια σύλληψη. Αφετέρου, διαχωρίζει άτομα λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, ποινικοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την αναρχική δράση.
Η δουλειά είναι χαρά μόνο για τα αφεντικά.
Ο θεσμός της μισθωτής εργασίας χρησιμοποιείται για να παράγει κέρδος, το οποίο καρπώνονται οι εκμεταλλευτές, και όχι για να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, όπως έξυπνα ευαγγελίζονται οι ειδικοί (διάφοροι κοινωνιολόγοι, στοχαστές και κρατικοί αξιωματούχοι). Στις μέρες μας πλεόν, η επίθεση κράτους και κεφαλαίου είναι πιο αδυσώπητη από ποτέ, δημιουργώντας στρατιές εξαθλιωμένων που μοιάζουν με δουλοπάροικους από άλλες εποχές. Μπορεί να μην υπάρχουν αλυσωδεμένοι σκλάβοι, όμως υπάρχουν αρκετοί που δουλεύουν μια ζωή σε εξαντλητικούς ρυθμούς. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε μηχανές παραγωγής κέρδους, κι έτσι αντιμετωπίζονται σαν αναλώσιμα είδη, δουλεύοντας κάτω από άθλιες συνθήκες για ψίχουλα, ρισκάροντας πολλές φορές ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι νεκροί από “εργατικά ατυχήματα” απο το 2000 εώς το 2008 ανέρχονατι στα 1221 άτομα! Δολοφονίες λόγω έλλειψης μέτρων ασφαλείας. Και όλα αυτά, για να καταφέρουν να αποπληρώσουν τα δάνεια και τις υποχρεώσεις τους. Υποχρεώσεις που έχουν άμεση σχέση με την επιβίωση του καθενός, και ο μόνος τρόπος για να καλυφθούν είναι μέσω συνθηκών, τις οποίες ορίζουν οι αφεντάδες. Σε όλο αυτό το εκμεταλλευτικό σύστημα, οι άνθρωποι αναγκάζονται να υποθηκεύσουν τον ιδρώτα τους σε στυγνούς εκμεταλλευτές που κρύβονται μέσα στους ναούς των τραπεζών.
Η τράπεζα σας κλέβει νόμιμα και γουστάρετε!
Το τραπεζικό σύστημα έκανε την εμφανισή του με τη συσσώρευση του πλούτου σε κάποιες κοινωνικές ομάδες (έμποροι, εργοστασιάρχες), δίνοντάς τους την ευκαιρία να αποταμιεύουν και να μεγαλώνουν τα κέρδη τους, απλά δανείζοντας χρήματα με την προϋπόθεση να τους επιστραφούν περισσότερα μέσω τόκων. Δηλαδή, ο ρόλος της τράπεζας είναι διαχειριστικός, αφού δεν παράγει κάποιο άμεσο αγαθό για την κοινωνία, αλλά “διανέμει” τον πλούτο πρός όφελος των ιδίων. Οι τράπεζες σήμερα έχουν αναπτυχθεί τόσο, που μπορούν και δανείζουν όχι μόνο σε ιδιώτες αλλά και σε ολόκληρα κράτη. Με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της ελλάδας, όπου οι τράπεζες δάνειζαν στο ελληνικό κράτος, έτσι ώστε να καλύπτεται το έλλειμα και να φαίνεται προς τα έξω ότι όλα λειτουργούν ρολόι. Το σύστημα αυτό κατάφερε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να έχει την αποδοχή από την κοινωνία, αφού φαντάζει για κάποιους ως ο μοναδικός τρόπος για να εκπληρώσουν τις “ανάγκες” τους. Ανάγκες πλασματικές στην ουσία, οι οποίες κατασκευάζονται καθημερινά απο τις διαφημίσεις, μέσω των ΜΜΕ. Έτσι, εφευρέθηκαν διάφορα είδη δανειών (βλ. διακοποδάνειο, εορτοδάνειο, φοιτητοδάνειο κτλ), για να μπορούν να καλυφθούν τα “θέλω” του καθενός, με σκοπό το ξεζούμισμα όσο το δυνατόν περισσότερων. Η πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου είναι σαν να έχει πάρει ένα δρομολόγιο χωρίς επιστροφή, με προορισμό την ίδια του την καταστροφή. Το ρόλο του οδηγού έχει το κράτος και το κεφάλαιο, ενώ η κινητήρια δύναμη (τροχοι & καύσιμα) είναι το ίδιο το κοινωνικό σύνολο. Στο δρομολόγιο αυτό, κάποιοι επιλέγουν συνειδητά να “αποβιβαστούν” και να μην γίνουν κομμάτι της δολοφονικής αυτής συναίνεσης.
Θα λήστευες μια τράπεζα αν ήσουν αόρατος;
Η ληστεία μιας τράπεζας, σε κομμάτια της κοινωνίας, φαντάζει ως μια πράξη που δεν σέβεται αυτούς οι οποίοι εργάζονται για να διασφαλίσουν τα προς το ζειν. Αντίθετα όμως, τα δισεκατομμύρια που βρίσκονται στα χρηματοκιβώτια των τραπεζών, δεν ανήκουν σε αυτούς που επέλεξαν να τα αποταμιεύσουν, αλλά είναι ασφαλισμένα και ανήκουν στις τράπεζες. Αυτοί οι οποίοι καταληστεύουν την κοινωνία, δεν βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, αλλά είναι κάθε λογής αφεντικό, ανάλογα με την εξουσία που διαχειρίζεται, και όσοι στρογγυλοκάθονται στα έδρανα της βουλής και στα υπερπολυτελή γραφεία των τραπεζών, απολαμβάνοντας την ασυλία που τους δίνει απλόχερα το κράτος με τους θεσμούς του. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να αποτελέσει εξαίρεση το κράτος με τους δυσβάσταχτους φόρους του; Όσοι επιλέγουν να απαλλοτριώσουν μια τράπεζα, αρνούμενοι να υποταχθούν στις συνθήκες που επιβάλει η μισθωτή εργασία, επανακτούν ένα κομμάτι από τον κλεμμένο πλούτο των τραπεζών. Μια πράξη που θα τους δώσει την ευκαιρία να καθορίσουν αυτοί τη ζωή τους, και όχι να την χαρίσουν απλόχερα στις ορέξεις κάποιου αφεντικού. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και ο Γιάννης Δημητράκης…
“Όπως ξέρετε και όπως έχει γίνει ήδη γνωστό είμαι αναρχικός. Ως εκ τούτου έχω μια συγκεκριμένη πολιτική θεώρηση και τοποθετώ κι εγώ το ρόλο της τράπεζας ως ιδιαίτερα ένοχο μέσα στη δική μας κοινωνία. Θεωρώ ότι παίζει μεγάλο ρόλο στα οικονομικά δρώμενα. Έχει αναδειχθεί ως σύγχρονος φεουδάρχης, έχει υποδουλώσει την μεγάλη πλειοψηφία των εργατών, οι οποίοι λόγω οικονομικής αδυναμίας αναγκάζονται και προσφεύγουν στις τράπεζες για να βγάλουν τα προς το ζην. […]
Φυσικά με την πράξη μου δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα να καταργήσω την ύπαρξη των τραπεζών. Θα ήμουν ηλίθιος ή αιθεροβάμων, αν νόμιζα ότι θα καταργήσω τις τράπεζες με το να ληστέψω εγώ μία. Αυτό είναι αυτονόητο. […]
Τέθηκε ζήτημα ανιδιοτέλειας και ιδιοτέλειας σε σχέση με τα χρήματα και το τι τα κάνεις. Πιστεύω να έγινε κατανοητό, και αυτό σκόπευα κι εγώ να κάνω, ότι δε είναι ζήτημα πλουτισμού. Είναι σίγουρα άρνηση της εργασίας, όπως διεξάγεται τώρα. Δηλαδή αρνούμαι πραγματικά να φορέσω τέτοια ισόοβια δεσμα. Αρνούμαι να αφήσω τα χρόνια απο τα 20 ως τα 60-65, αρνούμαι να τα αφήσω κάτω από ένα κεφαλαιούχο, κάτω από έναν που θα ορίσει εμένα ως εκμεταλλευόμενο. Φυσικά και δεν υποτιμώ όλη την κοινωνία, η οποία αποδέχεται αυτή την κατάσταση. Εγώ, σαν αναρχικός, αυτοπροσδιορίζομαι μέσα στην κοινωνία και σαν ρόλος: ούτε εκμεταλλευόμενος, ούτε εκμεταλλευτής. […] Θεώρησα ότι η πράξη μου ήταν μια επιθετική ενέργεια σε αυτό το ληστρικό σύστημα. Το θεώρησα ως μία επίθεση. Βέβαια, επίθεση πολύ άνιση απ’ ότι αποδείχθηκε. Τα έβαλα με έναν μηχανισμό που με συνέτριψε στρατιωτικά, γιατί, ψυχικά τουλάχιστον και νοητικά, δεν πρόκειται να με συντρίψει τίποτα. Όσον αφορά το “ιδιοτελής και μη ιδιοτελής πράξη”, μιας και θίχτηκε πολύ. Εγώ θεωρώ, κρίνω και βαπτίζω έτσι την ενέργειά μου, σαν επαναστατική πράξη. […]
Λέτε εδώ ότι ο ληστής τράπεζας τρομοκρατεί. […] Σίγουρα τους φόβισα τους ανθρώπους, αυτό είναι και το μόνο για το οποίο θα μπορούσα να τους ζητήσω και ένα συγνώμη, όμως είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορείς να εμποδίσεις. Σίγουρα θα ‘θελα να φοβίσω πολύ περισσότερο τους πολιτικούς άρχοντες ή προύχοντες ή την ολιγαρχία αυτής της χώρας κι όχι την κυρία χ ή ψ που εργάζεται στο ταμείο, τον πελάτη, τον πολίτη… Όμως, θα ήθελα να μου δώσουν μια απάντηση σ’ αυτό: μια επίσκεψη ληστών θα τους τρομοκρατούσε τόσο πολύ; ή αν τους ανακοίνωναν ότι απολύονται μετά από 15 χρόνια, όπου δεν θα έχουν καμία σύνταξη, θα πάρουν μια μικρή αποζημίωση και θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων; […]
Κι εν πάση περιπτώσει έιμαι εγώ ο εχθρός της κοινωνίας, εγώ πρέπει να συλληφθώ, να φάω τις σφαίρες, εγώ να είμαι στις φυλακές, εγώ θα πρέπει να επανενταχθώ λές και είμαι ξένο κομμάτι της κοινωνίας.Είμαι ένα μαχόμενο κομμάτι κι έτσι θα παραμείνω.Αυτά σε ότι αφορά τα κίνητρα της ληστείας.
[…] Για μένα η τράπεζα είναι ένα νεφελώδες κατασκεύασμα, απρόσωπο τελείως. Δεν τους ξέρουμε τους κυρίους, δεν τους έχουμε δει ποτέ. Και αν τους δούμε θα έχουν οκτώ σαγόνια και ένα πτερύγιo!”
Λευτεριά στους Βούτση-Βογιατζή, Στρατηγόπουλο, Bonano
Αλληλεγγύη στους 3 επικηρυγμένους συντρόφους
Δράσεις αλληλεγγύης
- Τρίτη 27/4 Μικροφωνική 11:00 πλατεία αγοράς
- Συγκέντρωση 19:00 και προβολή 21:00 πλατεία Σπλάντζιας