«Σήμερα το ΚΚΕ έκανε 2 εντυπωσιακά πράγματα. Το πρώτο είναι ότι με τη στρατιά του ΠΑΜΕ προστάτευσε το κοινοβούλιο από επεισόδια όπως αυτά που έγιναν χθες. Σήμερα αισθανόμασταν μέσα στο κοινοβούλιο πολύ ασφαλέστεροι απ’ ό,τι χθες που το ΠΑΜΕ δεν ήταν εκεί. Δηλαδή το ΠΑΜΕ ανέλαβε να κάνει τη δουλειά της αστυνομίας. Αυτό μου κάνει βέβαια μεγάλη εντύπωση και δεν περιποιεί τιμή στη χώρα ότι η ελληνική αστυνομία παραχωρεί τις αρμοδιότητές και τις ευθύνες της στο ΠΑΜΕ, όμως επί της ουσίας, σήμερα το ΠΑΜΕ προστάτευσε το κοινοβούλιο.»
(Άδωνις Γεωργιάδης, βουλευτής του ακροδεξιού ΛΑΟΣ, 20/10/2011)
Όταν σε χειροκροτεί ο αντίπαλός σου, τότε είτε εσύ κάνεις λάθος είτε εκείνος. Στο παρόν κείμενο δεν θα εξετάσω ποιος από τους δύο κάνει λάθος – εξάλλου το αλάθητο είναι «προνόμιο» του Πάπα – ούτε θα ήθελα ν’ αναφερθώ στα καθαυτά γεγονότα της 20ης Οκτώβρη 2011, τη δεύτερη μέρα δηλαδή της 48ωρης γενικής απεργίας και την προστασία της σαθρής κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας που ανέλαβε να διαφυλάξει με κράνη και παλούκια ένα από τα αυτοαποκαλούμενα «κομμουνιστικά» κόμματα όπως είναι το ΚΚΕ. Θα προσπαθήσω να αναλύσω το γιατί ένα κατ’ ευφημισμόν «επαναστατικό-κομμουνιστικό» κόμμα, μαζί με τη στήριξη και άλλων κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων και σχηματισμών της αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΟΕ, κλπ), έβαλαν «πλάτη» στην αστική δημοκρατία, στρεφόμενοι ουσιαστικά εναντίον του εξεγερμένου λαού. Ενός λαού που εδώ και ένα χρόνο βρίσκεται συνεχώς στο δρόμο αγωνιζόμενος εναντίον του καταστρεπτικού καπιταλισμού, ενός λαού που από την αρχή του καλοκαιριού κατέκλυζε καθημερινά τις πλατείες ανά τη χώρα αναζητώντας ένα διαφορετικό πεδίο αντίστασης κι ελέγχου της ζωής του έξω από καθοδηγήσεις διαφόρων ηγετών και «ειδικών», μέσα από αμεσοδημοκρατικά προτάγματα, οριζόντιες δομές και ακηδεμόνευτους αγώνες από τα κάτω.
Ας ξεκινήσω από την ιστορική παραδοχή ότι όλες οι κοινωνικές επαναστάσεις, κι ακόμα περισσότερο οι εξεγέρσεις, δεν έχουν γίνει ποτέ από κόμματα, οργανώσεις ή στελέχη κομματικών επιτελείων, αλλά συμβαίνουν ως αποτέλεσμα βαθιά ριζωμένων ιστορικών μνημών που ενεργοποιούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Συμβαίνουν όχι γιατί απλά οι «μάζες» βρίσκουν μόνο την υπάρχουσα κατάσταση ανυπόφορη, αλλά κι επίσης λόγω της διάστασης μεταξύ αυτού που υπάρχει και αυτού που θα μπορούσε να υπάρξει. Η άθλια μιζέρια και η πειθαρχία στις ντιρεκτίβες κάποιας «πρωτοπορίας» (όπως φυσικά και μιας κυβέρνησης) δεν παράγει επαναστάσεις. Αντίθετα, παράγει μια άσκοπη αποθάρρυνση όσον αφορά στη διάθεση για συλλογική, ακηδεμόνευτης αντίσταση ή χειρότερα έναν ιδιωτικό, προσωπικό αγώνα επιβίωσης.
« Η παράδοση όλων των νεκρών βαραίνει σαν εφιάλτης στη συνείδηση των ζωντανών»
(Κάρλ Μάρξ, 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη)
Για μια ακόμη φορά τα ζόμπι περπατάνε ανάμεσα μας, κατά ειρωνικό τρόπο τυλιγμένοι με το όνομα του Μαρξ, του ανθρώπου που προσπάθησε να θάψει τους «νεκρούς» του 19ου αιώνα. Σε μια εποχή που όλοι οι θεσμοί της ιεραρχικής κοινωνίας έχουν μπει σε μία περίοδο βαθειάς σήψης, ακούμε τα κούφια αιτήματα για ένα «αριστερό κόμμα εξουσίας» κι ένα «εργατικό κράτος» που θα διώξει τα μνημόνια, την τρόικα και το ΔΝΤ όχι μέσω της επανάστασης του λαού, αλλά με την ανάθεση της αντίστασης σ’ αυτό μέσω της κάλπης και των εκλογών. Η λέξη «ανυπακοή» εκφυλίζεται στο «ψηφίστε μας». Σ’ αυτή την εποχή που η ιεραρχία καθαυτή αμφισβητείται από όλο και περισσότερο κόσμο, ακούμε τα κούφια αιτήματα της Αριστεράς για «στελέχη», «πρωτοπορίες» κι «αρχηγούς». Σε μια εποχή που ο συγκεντρωτισμός και το κράτος έχουν φτάσει στο εκρηκτικότερο σημείο ιστορικής απονομιμοποίησης, ακούμε τα σαθρά αιτήματα για ένα «συγκεντρωτικό κίνημα» και μια «προλεταριακή κυβέρνηση». Πρόκειται φυσικά για την ίδια και απαράλλακτη ουσία της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, η οποία επανεμφανίζεται τυλιγμένη σε μια κόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο (της οποίας το κοντάρι ανοίγει κεφάλια εξεγερμένων όταν δεν υποτάσσονται σ’ αυτή). Τί μας ζητάνε οι κατ’ επάγγελμα «επαναστάτες» των αυτοαποκαλούμενων «κομμουνιστικών» κομμάτων; Μας ζητάνε να θεωρήσουμε την «εργατική τάξη» αποκλειστικό και μόνο φορέα της επαναστατικής αλλαγής, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός είναι ο εχθρός που καταστρέφει ουσιαστικά όλα τα στρώματα της κοινωνίας των καταπιεσμένων και όπου μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα παράγονται επαναστάτες απ’ όλα τα στρώματα, ιδιαίτερα μέσα από την άεργη νεολαία η οποία δεν βλέπει καθόλου μέλλον και ζει σ’ ένα παρόν όπου, αν δεν είναι μέλος ενός Κόμματος ή δεν έχει μια οικονομική οικογενειακή επιφάνεια, αντιμετωπίζεται με όρους αριθμητικού πλεονάσματος, οδηγούμενη προς τη χωματερή. Φτάνει πια με τα απολιθώματα του παρελθόντος και το Λόγο τους που μυρίζει ναφθαλίνη. Ο Εργάτης (όσοι έχουν απομείνει πια) γίνεται επαναστάτης όχι όταν γίνεται περισσότερο εργάτης, αλλά όταν καταστρέφει την «εργατοσύνη» του. Όταν αποποιηθεί και αποτινάξει από πάνω του το ρόλο που του έχουν προσδώσει μέσα σε μια ταξική κοινωνική κλίμακα που διαχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με τις γνώσεις τους, την οικονομική τους κατάσταση και την ταξική τους θέση. Ο Εργάτης παύει να είναι τέτοιος και ξαναγίνεται Άνθρωπος όταν κατορθώσει να δημιουργήσει μια πραγματική αταξική κοινωνία οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ισότητας, καταστρέφοντας το παλιό που έχει σαπίσει και όχι διαιωνίζοντάς το μέσα από «εναλλακτικές» προτάσεις εξουσίας διανθισμένες με ολίγον «κομμουνισμό».
Ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη
Από τους μεσαιωνικούς πολέμους των χωρικών μέχρι τις νεωτερικές εξεγέρσεις των βιομηχανικών εργατών στα τέλη του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα, οι καταπιεσμένες μάζες δημιούργησαν παντού τις δικές τους λαϊκές μορφές κοινοτικής οργάνωσης (πρόπλασμα ήδη της νέας κοινωνίας που επιθυμούσαν), με στόχο την απόδοση της εξουσίας στο λαϊκό σώμα: αυτοί ήταν το πραγματικό υποκείμενο όλων των επαναστάσεων, ο μοχλός της επιτυχίας τους, παρότι η αστική τάξη (ή μια κομματική «κομμουνιστική» γραφειοκρατία που ήταν πιστό αντίγραφο των ταξικών της αντιπάλων) εν τέλει καρπώθηκε τα αποτελέσματά τους. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δούμε ποιον ακριβώς ρόλο παίζουν τα αυτοαποκαλούμενα «κομμουνιστικά-επαναστατικά» κόμματα. Θα ξεκινήσω από το αδιαμφισβήτητο γεγονός της απαξίωσης του κινήματος των «αγανακτισμένων», κυρίως από το ΚΚΕ, το οποίο διακήρυττε ότι η αυθόρμητη μάζωξη μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού χωρίς καμία καθοδήγηση και η οριζόντια ζύμωσή τους μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες ήταν στην ουσία ένα ακίνδυνο για την κυβέρνηση κίνημα χωρίς αιτήματα και όραμα. Φυσικά, και αιτήματα και οράματα υπήρχαν, κυρίως όμως δημιουργήθηκε η καθολική απαξίωση για το εξουσιαστικό σύστημα (που μέρος του είναι το ΚΚΕ και τα Αριστερά κόμματα που επενδύουν στην κατάκτηση της εξουσίας μέσω των εκλογών). Ακριβώς λόγω αυτού, δεν είναι τυχαίος ο τυχοδιωκτισμός του ΚΚΕ, το οποίο όποιους/ες δεν μπορεί να ελέγξει και να εντάξει στις τάξεις και τη κομματική του πειθαρχία, τους βαφτίζει «απολίτικους», «προβοκάτορες», «ασφαλίτες», «παρακρατικούς» και «κουκουλοφόρους». Όσο για τα υπόλοιπα κόμματα και σχήματα της Αριστεράς, στην αρχή προσπάθησαν να ελέγξουν το κίνημα με παρεμποδιστικές κινήσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Όλοι/ες θυμόμαστε τους λογής «ηγετίσκους» και στελέχη των διάφορων Αριστερών κομματικών μηχανισμών (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΟΕ, ΝΑΡ, ΚΚΕ Μ-Λ, ΣΥΡΙΖΑ, κλπ), οι οποίοι «αποποιούμενοι» την κομματική τους προέλευση και ταυτότητα και φορώντας τη «μάσκα» του αμεσοδημοκράτη, μιλούσαν συνεχώς για την «εργατική τάξη», τον «κόσμο της δουλειάς» και τη σύμπραξη του κινήματος με τα «εργατικά σωματεία», δηλαδή με τις γνωστές υπάρχουσες και πλήρως ελεγχόμενες κομματικά συνδικαλιστικές ενώσεις οι οποίες μέσω των ηγεσιών τους στη πράξη ενδυναμώνουν το σύστημα και χρησιμεύουν στη διαιώνισή του μέσω του ελέγχου των εργαζομένων. Όλα αυτά τα απολιθώματα, προσπαθώντας να ασκήσουν επιρροή, στην ουσία προσπαθούσαν να επιβραδύνουν τη ροή των πραγμάτων παρά να «συντονίζουν» τις επαναστατικές δυναμικές τάσεις. Αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί όλοι αυτοί οι σχηματισμοί είναι στημένοι επάνω σε καθαρά ιεραρχικές γραμμές που αντανακλούν την ίδια την εξουσιαστική κοινωνία στην οποία ισχυρίζονται ότι αντιτάσσονται. Παρά τις θεωρητικές τους προφάσεις δεν είναι τίποτε περισσότερο από αστικούς μηχανισμούς (ένα κράτος σε μικρογραφία) των οποίων η στελέχωση, η λειτουργία και η επιδίωξη δεν είναι άλλη από το να κατακτήσουν την εξουσία και όχι φυσικά να την καταλύσουν.
Ο Μύθος του κόμματος της επανάστασης
Τα αυτοαποκαλούμενα «κομμουνιστικά» κόμματα, έχουν βαθιά ριζωμένη τη νοοτροπία της κρατικής γραφειοκρατίας και της εξουσιαστικής διαχωριστικής κοινωνικής κλίμακας. Τα μέλη τους διδάσκονται την υπακοή στις υποδείξεις και το σεβασμό προς την ηγεσία χωρίς να την αμφισβητούν, υπακούοντας στο «αλάθητό» της. Από την άλλη, η ηγεσία του κόμματος γαλουχείται μέσα από τις αστικές εξουσιαστικές συνήθειες των διαταγών, της χειραγώγησης και της εγωπάθειας ώστε ν’ αποφασίζει τι είναι συμφέρον για το κόμμα και όχι για τον λαό. Αυτή η κατάσταση προσλαμβάνει τελικά αληθινά μεγαλοεξουσιαστικές διαστάσεις όταν το κόμμα αποκτά μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα προπαγάνδας (πχ για το ΚΚΕ Ριζοσπάστης, Οδηγητής – από έντυπα – και ο τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός 902, όπως και ο ραδιοφωνικός «στο Κόκκινο» του ΣΥΡΙΖΑ), ακριβά κεντρικά γραφεία (Περισσός για το ΚΚΕ, Κουμουνδούρου για τον ΣΥΡΙΖΑ), και επιχειρηματικά συγκροτήματα (Τυποεκδοτική για το ΚΚΕ) αναπτύσσοντας ένα μηχανισμό που πληρώνεται για να εργάζεται προς την επιθυμητή για την ηγεσία κατεύθυνση, δηλαδή μια γραφειοκρατία με συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα. Καθώς το κόμμα επεκτείνεται, η απόσταση μεταξύ ηγεσίας και απλών μελών μεγαλώνει. Οι αρχηγοί όχι μόνο γίνονται «προσωπικότητες» (λες και όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε απρόσωποι), αλλά χάνουν κάθε επαφή με ό,τι ζωντανό υπάρχει στη βάση και αυτό γιατί, όσο περισσότερο προσεγγίζει κάποιος το επίπεδο όπου παίρνονται οι αποφάσεις, τόσο περισσότερο συντηρητική γίνεται η διαδικασία λήψης τους, αγνοώντας τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την ανιδιοτελή αφοσίωση στους επαναστατικούς στόχους των από τα κάτω. Επομένως, όταν το «τιμημένο» κόμμα ελέγχει το κράτος και τις εξουσίες του, αντί να το καταργήσει συντηρεί τις ίδιες συνθήκες που καθιστούν «αναγκαίο» αυτό και την κυβέρνηση, διαφυλάσσοντάς τα με σιδερένια πυγμή. Για να το πω λαϊκά: τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου.
Πρόλογος αντί επιλόγου
Η κοινότητα είναι –και ανέκαθεν υπήρξε– η μόνη πραγματική ηθική δύναμη. Η πίστη στην αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια, την εγγυημένη ελευθερία, που είναι η μοναδική εγγύηση για μια ειρηνική κοινωνία, είναι ριζωμένη στον αναρχισμό, τις ελευθεριακές ιδέες, τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και την καθολική ισότητα όλων μας. Το κράτος και οι κομματικοί του υποστηρικτές (Αριστερά και Δεξιά), όχι μόνο αποδοκιμάζει αλλά και καταπνίγει τέτοιες αντιλήψεις. Την επόμενη φορά που θα δείτε στην τηλεόραση τη γνωστή θολή εικόνα από τα δακρυγόνα και τους παρουσιαστές να ουρλιάζουν για «προβοκάτορες-παρακρατικούς-κουκουλοφόρους» (βγάζοντας τον ακριβό μισθό τους, τον πληρωμένο από τους ιδιοκτήτες της ζωής μας), να θυμάστε ότι κάτω από το σύννεφο των χημικών αερίων των αστυνομικών γκλομπ και των κομματικών παλουκιών που κατεβαίνουν με μανία σε κεφάλια, ίσως να βρίσκεται εκείνος ή εκείνη που συναντήσατε, μιλήσατε, μοιραστήκατε τα προβλήματα σας, το παράπονό σας και τους πόθους σας στις πλατείες, στις καταλήψεις δημόσιων κτηρίων, στις απεργιακές (και όχι μόνο) πορείες. Να θυμάστε εσάς τους ίδιους.
Εύαγριος Αληθινός
→Το παραπάνω κείμενο Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Δρόμου Άπατρις – Τεύχος 16
→ Για να κατεβάσετε το τεύχος 16 της Εφημερίδας Δρόμου Άπατρις πατήστε εδώ.