Το ξημέρωμα της παρασκευής 4 του Οκτώβρη, κατά τις 4:00π.μ, τρεις άνθρωποι ενώ κοιμόντουσαν στο δρόμο δέχτηκαν επίθεση με ραβδιά από έξι κουκουλοφόρους που επέβαιναν σε ένα αμάξι και τρεις μηχανές. Αυτό συνέβη ακριβώς εδώ, στο Κουμ Καπί, στην άκρη του πάρκινγκ που είναι μπροστά από το μαγαζί Αυλή. Για να αναρρώσουν από τα τραύματά τους, βγαίνοντας από το νοσοκομείο οι άνθρωποι αυτοί βρήκαν προσωρινά καταφύγιο στην κατάληψη Rosa Nera. Προέρχονται από το Μαρόκο και τη Σομαλία, είναι μελαμψοί, δεν έχουν χαρτιά και το έγκλημα είχε καθαρά ρατσιστικά και ταξικά κίνητρα. Ακόμη και αν οι δράστες λίγο καταλάβαιναν τι έκαναν ή αν ήταν βαλτοί.
Μιλώντας με τους ίδιους και με τους περίοικους διαπιστώσαμε ότι οι σχέσεις τους ήταν απόλυτα ομαλές τις λίγες μέρες που κοιμόντουσαν εκεί. Γείτονες που είχαν ήδη δείξει την αλληλεγγύη τους προσφέροντας στρώματα ή μοιραζόμενοι γεύματα με τους ανθρώπους αυτούς, εξέφρασαν ανοιχτά την απέχθειά τους για τους υπεύθυνους του ξυλοδαρμού.
Το Κουμ Καπί ήταν παλαιόθεν η γειτονιά των παριών στα Χανιά. Από τον 17ο αι. που μεταφέρονται στην Κρήτη μαζικά οι πρώτοι σκλάβοι έως και τις αρχές του 20ού όπου με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν και οι τελευταίοι χαλικούτηδες. Είναι γνωστές οι φωτογραφίες με τις αφρικάνικες καλύβες τους και το φτωχό τζαμί τους στημένα όλα πάνω στην άμμο. Αρχικά σκλάβοι και έπειτα απελεύθεροι αλλά υποτιμημένοι λιμενεργάτες, αχθοφόροι, σφαγείς κ.α.. Μέχρι σήμερα στο Κουμ Καπί κατοικούν κυρίως φτωχοί άνθρωποι με διαφορετικές πατρίδες.
Κάποια πράγματα βολεύουν και γι αυτό δεν αλλάζουν εύκολα. Αδιάκοπα, μέχρι σήμερα, η οικονομική ευμάρεια και η κοσμική ζωή των Χανίων χτίζεται πάνω στις πλάτες ανθρώπων αόρατων, χωρίς ταυτότητα, χωρίς όνομα και χωρίς στοιχειώδη αναγνωρισμένα δικαιώματα. Ανθρώπων που η ζωή τους δεν μετράει σαν τη δική μας, που δεν θεωρούνται ακριβώς άνθρωποι όπως εμείς που διαβάζουμε αυτό το κείμενο. Στις λάτζες, στα χωράφια, στις οικοδομές, στα θερμοκήπια εργάζονται κυρίως τέτοιοι θεσμικά αόρατοι άνθρωποι. Τελείως ξεδιάντροπα και χωρίς περιστροφές, ο πρόεδρος των ξενοδόχων του ν. Ηρακλείου εκφράζει ανοιχτά τον μικρόψυχο φόβο των αφεντικών του τουρισμού: “…Αν βάλουν μετανάστες, οι ιδιοκτήτες θα καταστρέψουν τα καταλύματα τους, αν βάλουν σε αυτά κόσμο που δεν θα προσφέρει κάτι αλλά ούτε και θα πάει μπροστά τη χώρα. Δεν ξέρουμε τι άνθρωποι είναι όλοι εκείνοι που θα έρθουν. Θα φέρουν μια τρομερή ανακατωσούρα και στην τοπική κοινωνία αλλά θα είναι και πρόβλημα για το πώς θα εξελιχθεί η σεζόν.” Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι αγνοεί πόσα χρωστάει ο κλάδος του στην υποτιμημένη μεταναστευτική εργασία. Στην πραγματικότητα είναι απλώς φασίστας.
Οι άνθρωποι που έχουν φτάσει ως εδώ διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα από πολεμικά μέτωπα, περπατώντας μερόνυχτα στα βουνά και διακινδυνεύοντας μέσα σε σάπια βαρκάκια, δεν αστειεύονται. Έχουν φύγει από εμπόλεμες πατρίδες ή από αυταρχικά καθεστώτα και μέρη όπου οι κοινωνικές ανισότητες σκοτώνουν. Έχουν αφήσει τα πάντα γυρεύοντας καλύτερη ζωή και σεβασμό.
Η ανθρώπινη μετακίνηση δεν έχει πάψει ούτε στιγμή μέσα στα εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια παρουσίας του είδους στον πλανήτη. Ποτέ κανένα καθεστώς δεν κατάφερε εξαφανίσει αυτή την επιθυμία. Γνωρίζουμε όμως ότι το κράτος είναι μια συμμαχία στη βάση προνομίων και η δουλειά του είναι να διασφαλίζει την αυθαίρετη ταξινόμηση των προνομίων αυτών. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η προσπάθεια ελέγχου της μετανάστευσης προς όφελος των νόμιμων και παράνομων μαφιών. Γι αυτό και ο αγώνας για ίσα δικαιώματα ντόπιων και μεταναστών είναι ουσιαστικά μια προτροπή προς την κοινωνία για το ξεπέρασμα του έθνους – κράτους.
καπατουμάς Καρά Γκιουλέ (κατάληψη Rosa Nera) 10/2019