Την Τετάρτη 5 του μάη απεργιακές κινητοποιήσεις χιλιάδων διαδηλωτών συνταράσσουν κάθε γωνιά του ελλαδικού χώρου. Στην αθήνα ένα οργισμένο πλήθος 200.000 επισφαλών και “σταθερών” εργαζομένων, συνταξιούχων, φοιτητών, ανέργων, μαθητών, μεταναστών επί δύο και πλέον ώρες, μάχεται μανιασμένο τις δυνάμεις καταστολής που προστατεύουν τα ανάκτορα της εξουσίας, κάτω από το σύνθημα “να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή”. Αψηφώντας τις κομματικές παραινέσεις για αποχώρηση από τη βουλή, για “ευπρεπη” συνθήματα και αυτοσυγκράτηση· αναγνωρίζοντας την κοινωνική αντι-βία ως δίκαιη και αναγκαία απάντηση απέναντι στις επιθέσεις των μπάτσων· βλέποντας ως ταξικό του εχθρό το ντόπιο πολιτικό σύστημα και όχι κάποιο εξωτερικό εχθρό· αρνούμενη τις εθνικιστικές κορώνες, μια ετερόκλητη κοινωνική δυναμική, ξεπερνώντας τους διαχωρισμούς, έδειξε με τις πιο άγριες και επιθετικές διαθέσεις ότι ανακαλύπτει δειλά-δειλά το συλλογικό αγώνα.
οι 3 νεκροί, τα άμεσα αποτελέσματα, οι ευθύνες και η αυτοκριτική
Αν και οι διαδηλώσεις της 5ης μάη αποτέλεσαν μια από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου με τεράστια δυναμική και προοπτικές, ένα θλιβερό γεγονός έρχεται να αντιστρέψει το κλίμα υπέρ του καθεστώτος και να θέσει τεράστιους προβληματισμούς στο εσωτερικό του κινήματος. Η τραγική είδηση των τριών νεκρών εργαζομένων σε ιδιωτική τράπεζα, παγώνει τους διαδηλωτές, που σιγά-σιγά αρχίζουν να αποσύρονται από τα οδοφράγματα. Οι δυνάμεις καταστολής επανακτούν τον έλεγχο και επιβάλουν στην πράξη απαγόρευση κυκλοφορίας σε αρκετές περιοχές του κέντρου και ειδικότερα στα εξάρχεια. Εισβάλλουν στην κατάληψη “χώρος ενιαίας πολύμορφης δράσης” στην οδό Ζαΐμη, στο στέκι μεταναστών καθώς και σε σπίτια ανθρώπων που απλώς διαμαρτύρονται για την έντονη παρουσία της αστυνομίας. Όποιος κυκλοφορεί και δεν “γεμίζει το μάτι” οποιουδήποτε μπάτσου ξυλοκοπείται, προσαγάγεται ή συλλαμβάνεται.
Αν κάποιος έμενε μόνο στις ευθύνες που έχει ο βγενόπουλος για το θάνατο των 3 εργαζομένων στο κάτεργο της τράπεζας, θα έμοιαζε με υπεκφυγή. Ναι, είναι γνωστό ότι τα αφεντικά ποτέ δε νοιάστηκαν για τη ζωή των εργαζομένων, αφού τη θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους. Ότι πολλές φορές χρησιμοποιούν τους υπαλλήλους ως ανθρώπινη ασπίδα, για να προστατέψουν την περιουσία τους από τις συμβολικές επιθέσεις των διαδηλωτών. Ότι οι πιέσεις που δέχονται οι εργαζόμενοι για να μην απεργήσουν είναι αφόρητες. Άλλωστε όλες αυτές τις ευθύνες τις κατήγγειλαν πρώτοι οι ίδιοι οι συνάδελφοι των νεκρών. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να αναλογιστούμε τους λόγους για τους οποίους φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν νεκροί απ’ τη “δική μας πλευρά” από αναθυμιάσεις, έπειτα από πυρπόληση κτιρίου/καπιταλιστικού στόχου.
Ως κομμάτι του κινήματος, δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια ή να υιοθετούμε λογικές “παράπλευρων απωλειών”, κάτι που κατεξοχήν επικαλείται η κυριαρχία, για να δικαιολογήσει τις δολοφονικές πρακτικές της. Χρειάζεται να κατανοήσουμε με ποιο τρόπο η οργή που συσσωρεύεται σε μεγάλα κομμάτια πληθυσμού, οδηγεί κάποια άτομα στο σημείο, με έναν αντίστροφο τρόπο, να ενσωματώνουν απάνθρωπες λογικές και αξίες του εξουσιαστικού συστήματος. Πώς γίνεται η κοινωνική αντι-βία να στρεβλώνεται και να καταλήγει να αδιαφορεί για την ανθρώπινη ζωή και για το αν ή όχι υπάρχουν εργαζόμενοι μέσα σε ένα κτίριο; Πώς γίνεται η αντι-βία από μέσο αγώνα και αυτοάμυνας, να μετατρέπεται σε αυτοσκοπό; Ή πώς γίνεται την ώρα που η αντι-βία ασκείται από μεγάλο πλήθος διαδηλωτών και ξεφεύγει από τα χέρια των “ειδικών”, την ώρα που πραγματώνεται η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη, όταν επί δεκαετίες προτάσσονται η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να εισβάλλει από την πίσω πόρτα ο ατομισμός του χειρίστου είδους και οι λογικές “όλοι εναντίον όλων”;
οι χειρισμοί και οι στόχοι της κυριαρχίας
Η κυριαρχία βρήκε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να περάσει από τη θέση του αμυνόμενου, σε αυτή του επιτιθέμενου. Οι πολιτικοί και οικονομικοί εκπρόσωποι ενός κατεξοχήν και εξ ορισμού δολοφονικού συστήματος, υπεύθυνοι για χιλιάδες θανάτους, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα στη βουλή και στα τηλεπαράθυρα, απαιτώντας την κοινωνική ειρήνη και συνοχή.
Τα media σπάνε την απεργία και ξερνούν ό,τι εμετική κατηγορία μπορεί να φανταστεί κανείς για όσους αγωνίζονται. Οι κομματάρχες βρήκαν την ευκαιρία να συμμαζέψουν όσους ξεφεύγουν από την κυρίαρχη γραμμή. Πιπιλίζοντας τις γνωστές κατηγορίες περί προβοκατόρικων στοιχείων, που δεν είχαν καμία σχέση με την “ειρηνική” διαδήλωση, προσπαθούν να απαξιώσουν μια βίαιη και μαχητική πορεία. Διάφορα φασιστοειδή βρήκαν ευκαιρία να ξεμυτίσουν ξανά, ως παραδοσιακοί εχθροί κάθε κοινωνικού αγώνα, υιοθετώντας εξ ολοκλήρου την κρατική προπαγάνδα. Εκμεταλλευόμενοι πολιτικά τους 3 νεκρούς και ξανασκοτώνοντάς τους, άρχισαν να ξερνούν τα δηλητήρια του εθνικισμού και του μίσους.
Οι στόχοι του εξουσιαστικού συρφετού δεν μπορεί παρά να είναι ξεκάθαροι. Όπως εδώ και πολύ καιρό, έτσι και τώρα, θέλουν να σπιλώσουν και να εγκληματοποιήσουν ένα ολόκληρο πολιτικό χώρο (αναρχικούς /αντιεξουσιαστές). Θέλουν να τον απομονώσουν πολιτικά και να κόψουν τους δεσμούς που αναπτύσσει με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, μέσα από τη συμμετοχή του στους αγώνες. Ακόμη παραπέρα, προσπαθούν να απαξιώσουν και να λοιδορήσουν τους κοινωνικούς αγώνες, ταυτίζοντας τους διαδηλωτές με δολοφόνους και κάθε πορεία με μια μηχανή καταστροφής και χάους. Ωστόσο το σημαντικότερο για την κυριαρχία είναι να σπάσει την ανοχή και τη νομιμοποίηση που απολαμβάνει η κοινωνική αντι-βία. Όλο και περισσότερος κόσμος είχε αρχίσει όχι μόνο να αποδέχεται την αντι-βία ως μέσο αγώνα, αλλά και να τη χρησιμοποιεί απαντώντας με αυτό τον τρόπο στη λεηλασία της ζωής από την εξουσία.
για το ζήτημα της κοινωνικής αντι-βίας
Πρώτη και καλύτερη η εξουσία γνωρίζει πως η βία με την οποία δηλητηριάζει τις κοινωνικές σχέσεις, θα της επιστραφεί με τη μορφή της αντι-βίας από την πλευρά των καταπιεσμένων. Η ιστορία των κινημάτων ποτέ δεν ήταν ένα ρομαντικό παραμύθι ανθρώπων που απλά φώναζαν στους δρόμους (φιλελεύθερη εκδοχή). Όπως και ποτέ δεν ήταν μια θλιβερή ιστορία καταστολής και σφαγής “ανήμπορων και αβοήθητων” αγωνιστών (αριστερή εκδοχή). Η ιστορία των αγώνων είναι ένας αδιάκοπος ανταγωνισμός μεταξύ των κυρίαρχων και των καταπιεσμένων, όπου το στοιχείο της κοινωνικής αντι-βίας αποτελούσε μια δίκαιη μορφή αυτοάμυνας και μέσο για την κοινωνική απελευθέρωση. Από τα φοιτητικά του 2006-7, το δεκέμβρη του 2008 μέχρι τις απεργίες του φλεβάρη-μάρτη του 2010 και της 5ης μάη, φαινόταν ότι η χρήση πολιτικής αντι-βίας άρχισε να διευρύνεται. Όλο και περισσότερα κομμάτια διαδηλωτών οικειοποιούνται τη βία και την αναγνωρίζουν ως αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα για αξιοπρέπεια.
Οι τρόποι και οι μορφές της κοινωνικής αντι-βίας και των μέσων του αγώνα γενικότερα, δεν θα μας υποδειχθούν από κανένα υπηρέτη του χρεοκοπημένου καθεστώτος. Αυτά κρίνονται και επαναπροσδιορίζονται μέσα από τις κινηματικές δομές και συνελεύσεις και όχι στα τηλεπαράθυρα των media, με τη μορφή του απολογισμού και της κατάθεσης πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης.
οι αναρχικοί/αντιεξουσιαστές
Τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την εξέγερση του 2008, ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος κινήθηκε σε μια κατεύθυνση να κοινωνικοποιήσει ακόμα περισσότερο τις αξίες, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του. Πήρε πολιτικές πρωτοβουλίες, επικοινώνησε το λόγο του, ανέλαβε τις πολιτικές του ευθύνες, δεν φοβήθηκε την αλληλεπίδραση με άλλα κομμάτια της κοινωνίας, διατηρώντας ταυτόχρονα την αυτονομία του. Τίμια και ειλικρινά, χωρίς ιδιοτέλεια προσπάθησε να αφουγκραστεί τις κοινωνικές εξελίξεις και να ανταποκριθεί σε αυτές, εμπλουτίζοντας τους αγώνες με ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Αν τώρα φαίνεται να υπάρχουν προβληματικές σε αυτή την αλληλεπίδραση, δεν μπορεί αυτό να μας οδηγήσει σε οπισθοχώρηση και εσωστρέφεια. Δεν μας αρμόζει να αποτραβηχτούμε και να ορίσουμε εκ νέου την ταυτότητα του αναρχικού. Να πούμε το ποιος είναι και ποιος δεν είναι αναρχικός, το ποιος χωράει και ποιος δεν χωράει στα όρια του κινήματος. Η αυτοκριτική μας να βρει τα πολιτικά και κοινωνιολογικά αίτια που οδήγησαν σε αυτό το τραγικό γεγονός και όχι αποκλειστικά η επίρριψη ατομικών ευθυνών.
Τώρα όσο ποτέ άλλοτε είναι ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τις δομές μας, χωρίς να χτίσουμε τοίχους γύρω μας. Να προτάξουμε προς τα έξω τους τρόπους με τους οποίους θα εμπλουτίσουμε το περιεχόμενο του κοινωνικού αγώνα με τις αξίες της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας. Κι αυτό όχι με ένα φραστικό τρόπο, αλλά έμπρακτα με τη δημιουργία ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων απέναντι στις συστημικές λογικές. Να ξεκαθαρίσουμε την αναγκαιότητα της αντι-βίας ως μέσο για την κοινωνική απελευθέρωση και όχι ως αυτοσκοπό. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική που θα έχει σα στόχο να αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς και πολιτικές σχέσεις με άλλα κοινωνικά κομμάτια, για την οργάνωση και το χτίσιμο ευρύτερων αντι-θεσμικών, ριζοσπαστικών δομών. Την ώρα που η λεηλασία της ζωής παίρνει αδιανόητες διαστάσεις, την ώρα που μεγάλα κοινωνικά στρώματα επιλέγουν το συλλογικό αγώνα, που μοιάζει να μπαίνει σε μακροχρόνια φάση και διαφαίνονται στοιχεία ταξικής συνείδησης, δεν μπορούμε παρά να είμαστε μέσα και δίπλα τους.
Εκεί που αναπνέουμε, έξω στο δρόμο.
oλα συνεχίζονται . . .
συνέλευση αναρχικών/αντιεξουσιαστών – “σαλταδόροι”