« ..ο ύψιστος σκοπός μου, σκοπός του αναρχισμού, είναι να εξαλείψει παντελώς τη βία από τις ανθρώπινες σχέσεις »
Μπαρτολομέο Βανζέττι, 1923
Είναι λοιπόν ο θάνατος το πιο μεγάλο μέγεθος. Σκεπάζει τα πάντα, στοιχειώνει τις ψυχές, θολώνει το νου, αφοπλίζει τη συνείδηση, ποδοπατεί τις πεποιθήσεις. Ο θάνατος είναι πιο δυνατός απ’ όλους. Είναι πιο δυνατός κι απ’ τη ζωή. Όποιος μπορεί να χειριστεί το θάνατο, όποιος βρει το μυστικό της χρήσης του είναι παντοδύναμος. Θα τον κραδαίνει και θα τρέπονται όλοι σε φυγή. Θα τον επικαλείται και θα απλώνεται σιωπή και βουβαμάρα. Άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό, δίπλα μας. Πεθαίνουν ανήμποροι, βασανισμένοι, φτωχοί, πεθαίνουν άδικα, αργά, άδοξα. Πεθαίνουν στο σώμα, στο μυαλό, στην ψυχή.
Και τώρα… τώρα χάθηκαν τρεις άνθρωποι κι ο θάνατός τους γίνεται ένα όργιο νεκροσυλίας και κροκοδείλιων δακρύων από κυβερνώντες και ΜΜΕ στην προσπάθεια τους να αμβλύνουν και να καταστείλουν τις κοινωνικές αντιστάσεις. Η καταστολή αυτή ξεπερνά πλέον τα όρια της κρατικής βίας και γίνεται εσωτερική, ατομική και συλλογική ενοχοποίηση και αυτοκαταστολή. Ασφαλώς και αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτό το τραγικό γεγονός και στην πλευρά της καπιταλιστικής φατρίας, που έτσι και αλλιώς ευθύνεται για τόσα εργατικά «ατυχήματα» με αμέτρητους νεκρούς, αλλά και για τις βαριές οικονομικές συνέπειες από την κρίση που στόχο έχουν την απόλυτη εξαθλίωση και την οριστική υποταγή των εργαζομένων – και όχι μόνο – στο Κεφάλαιο. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο είναι δικό τους «επίτευγμα» και η άσκηση βίας είναι δική τους πολιτική.
..αλλά δεν θα μιλήσουμε υποκριτικά για τους έμμεσους και άμεσους ηθικούς αυτουργούς που είναι στην πλευρά της αυτοκρατορίας του χρήματος. Δεν θα βάλουμε στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς τα διαρκή εγκλήματα της οικονομικής εξουσίας και του κάθε Βγενόπουλου (που σαφώς υπάρχουν) για να ψελλίσουμε δικαιολογίες.
Οι νεκροί στη Μαρφίν είναι δικοί μας νεκροί. Νεκροί της κοινωνίας, των καταπιεσμένων – όχι των μεγάλο-κεφαλαιούχων, της «οικογένειας» Μαρφίν ή των πολιτικών – και σαν δικούς μας τους θρηνούμε. Γι’ αυτό χρειάζεται να αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης που κρίνουμε ότι μας αναλογεί. ΝΑΙ, είμαστε κι εμείς υπόλογοι, από τη στιγμή που, μεταξύ πολλών άλλων, προτάσσουμε «φωτιά στις τράπεζες» ως μια συμβολική πράξη αντίστασης. Και επισημαίνουμε ότι είναι συμβολική, αφού ο καπιταλισμός δεν είναι τα κτίρια αλλά κοινωνικές σχέσεις και δομές εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Η Ιστορία έχει αδιάψευστα επιβεβαιώσει ότι πολλές φορές, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Κι ο απολίτικος μηδενισμός, όταν κυριεύει τη ζωή των ανθρώπων, διεισδύει στα συναισθήματά τους, ταράζει τις σκέψεις τους, καταβάλλει την ψυχή τους, μαραίνει τα πάθη τους, καταργώντας ορίζοντες και προοπτικές. Δεν υπάρχει κανένα συγχωροχάρτι για τους θιασώτες της εκδικητικής μανίας που φαλκιδεύουν τον πολιτικό όρο της κοινωνικής αντιβίας κι η αναζήτηση δικαιολογιών οποιουδήποτε τύπου, αν όχι ανήθικη τη στιγμή αυτή, είναι τουλάχιστον ανατριχιαστική.
Κι αφού με περισσή σπουδή τρέχουμε κάθε φόρα να κάνουμε «ανάληψη ευθύνης» για το κάθε χτύπημα σε συστημικούς στόχους, τώρα υποχρεούμαστε να σηκώσουμε το βάρος της συγκεκριμένης πράξης. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτό το βάρος, τίποτα δεν έχει καταλάβει από το λάθος του και ώς εκ τούτου πιθανότατα θα το επαναλάβει.
Γράφουμε για όλ’ αυτά βάζοντας το υποκείμενο «εμείς» και παρακάμπτοντας τους φυσικούς αυτουργούς του εμπρησμού, γιατί (εφόσον και αν προέρχονται από τις τάξεις μας) ήταν ως τα σήμερα ευθύνη όλων μας να είχαμε – ενεργά και κινηματικά – αντιμετωπίσει ήθη, συμπεριφορές, φρασεολογίες και πρακτικές που, σίγουρα δεν μας χαρακτηρίζουν συλλήβδην, αλλά όλοι γνωρίζαμε πως υπήρχαν και κρύβαμε κάτω απ’ το χαλί τους φόβους για τις πιθανές συνέπειές τους (που τώρα έγιναν πραγματικές..), όντας είτε ανήμποροι απέναντι στην αντιμετώπισή τους είτε αδρανείς, με τη (φρούδα όπως αποδείχτηκε) ελπίδα πως δεν θα οδηγούσαν εκεί που οδήγησαν. Η αλήθεια είναι ότι ουκ ολίγες φορές, πολλοί από μας πέσαμε σε αυτή την παγίδα και αυτό που έγινε την Τετάρτη 5 Μάη ήταν θέμα χρόνου. Ήταν θέμα χρόνου επειδή συχνά δεν έχουμε συναίσθηση των μέσων που χρησιμοποιούμε, αλλά και γιατί η διαστρέβλωση του πολιτικού μας λόγου οπλίζει χέρια και πολεμικές συνειδήσεις δίχως να διασφαλίζονται παράλληλα τα απαραίτητα ηθικά εφόδια.
Το δικαίωμα να καταστρέφουμε αυτό που μας καταστρέφει, μας εκθέτει στον κίνδυνο να καταστρέψουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό, όταν στην αναζήτηση του δίκαιου εφευρίσκουμε «μοναδικές αλήθειες», κομμένες και ραμμένες κατά πώς μας συμφέρει. Αντικαθιστώντας τις πολιτικές αρχές μας από τον εγωισμό ενός «στυλ ζωής» διανθισμένου με το φετιχισμό της λυσσασμένης «σύγκρουσης για τη σύγκρουση» ως τη μοναδική αντίσταση των απελπισμένων που νομίζουν ότι είναι οι έσχατοι τιμωροί. Η λογική του «κάνω ότι γουστάρω και λογαριασμό δε δίνω» δεν είναι αρετή. Αν κάνουμε και τώρα για πολλοστή φορά το λάθος να αγνοήσουμε και να προσπεράσουμε αυτές τις προβληματικές του κινήματος, η ιστορία θα μας καταδικάσει. Και η τιμωρία θα είναι η αφάνεια.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες όλων των παραπάνω και να αναλογιστούμε πόσο κοστίζει (σε εμάς σαν πολιτικό χώρο άλλα και σε όλα τα αντιστεκόμενα κοινωνικά κομμάτια) η φετιχοποίηση της βίας και η ανοχή σε τέτοιου είδους λογικές. Να πάψουμε να εκτρέφουμε με την ανοχή αυτή την εγωιστική μεγαλομανία ατόμων που θέλουν να κάνουν την επανάσταση εξ’ ονόματος της κοινωνίας, χωρίς την κοινωνία. Αυτές οι πρακτικές υπάρχουν στο λενινισμό και τον μπλανκισμό, αλλά δεν πρέπει να υπάρχουν ποτέ στα ελευθεριακά κινήματα.
Η ζύμωση και η ταξική συνείδηση δεν επιτυγχάνονται από μεμονωμένες συγκρουσιακές δράσεις και αυθόρμητες εκτονώσεις. Η αφύπνιση δεν είναι ζήτημα πρωτοποριών ούτε πεφωτισμένων «συντρόφων» που κατέχουν τη «μοναδική αλήθεια». Είναι πλέον χρέος μας να «κόψουμε τον βήχα» σε κάθε ανεκδιήγητο τύπο που δεν διστάζει να επιτεθεί ακόμη και σε συντρόφους αναρχικούς. Τέτοιοι άνθρωποι επουδενί δεν είναι μαζί μας. Αυτοί οι οποίοι θεωρούν την ανθρώπινη ζωή ανάξια λόγου εμπρός στους σκοπούς τους και μιλούν τη γλώσσα της φασιστικής κυριαρχίας για «παράπλευρες απώλειες», είναι στο απέναντι στρατόπεδο μαζί με τον κάθε Κορκονέα, Κούγια και Βγενόπουλο.
Ο λόγος είναι η σκιά της πράξης. Είναι χρέος μας αυτή τη στιγμή να βγούμε ξανά μαχητικά στο δρόμο, γι αυτό το λόγο η αυτοκριτική δεν πρέπει να μείνει σε κούφια λόγια, αλλά να κινήσει τις διαδικασίες ώστε να κάνουμε έμπρακτες αλλαγές στην τακτική και στρατηγική μας. Δεν λέμε να γίνουμε πασιφιστές, άλλωστε δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι οι άρχοντες θα μας πουν «έχετε δίκιο» και θα εγκαταλείψουν τις καρέκλες τους ειρηνικά.
Η υιοθέτηση βίαιων μεθόδων παραμένει μια από τις πολλές μορφές αντίστασης και δράσης απέναντι στην πολιτική και οικονομική εξουσία, αλλά και για την ολική καταστροφή ενός σάπιου συστήματος, που χρόνια τώρα πατώντας επί πτωμάτων οδηγεί μεθοδευμένα το λαό προς την εξαθλίωση. Το επίπεδο της αντιβίας όμως, πρέπει να κλιμακώνεται και να φτάνει μέχρι εκεί όπου η κοινωνία, με βάση τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μπορεί να υιοθετήσει, να συμβαδίσει ή τουλάχιστον να επικροτήσει, ακόμα κι αν δε συμμετέχει έμπρακτα σε τέτοιες ενέργειες.
Άλλωστε, τις κοινωνικές συγκρούσεις εξαιρετικά σπάνια τις κερδίζουν οι ανήκεστα φαντασμένοι εγωπαθείς που πιστεύουν πως μόνο αυτοί έχουν τις «συνταγές» προς θεραπεία πάσης κοινωνικής και πολιτικής νόσου. Αντίθετα, τις κερδίζουν εκείνοι που βάσιμα ελπίζουν και τη βασιμότητα της ελπίδας τους αυτής την προμηθεύει η σωστή, η σφαιρική κριτική ανάλυση του αντιπάλου και των μεθόδων του, αλλά κυρίως η πολιτική πρόταση των ελευθεριακών ιδεών που εξυψώνουν την ανθρώπινη ζωή και την υπεύθυνη, αλληλέγγυα στάση έναντι του αυθόρμητου συναισθήματος. Αυτό το επιβεβαιώνει αδιάψευστα η παγκόσμια ιστορία του κινήματος αυτού, μια ιστορία με αδιάκοπους αγώνες για τον Άνθρωπο, τα δικαιώματά του, την ανακούφιση των δεινών και τελικά την απελευθέρωση των αδυνάτων και των καταπιεσμένων.
Γεννηθήκαμε μέσα σε ένα διαρκή πόλεμο τάξεων. Δεν το διαλέξαμε. Σε κάθε αγώνα, όλοι και όλες εμείς που πιστεύουμε στις πανανθρώπινες αξίες των αναρχικών ιδεών, δεν είμαστε οι πρωτοπόροι. Είμαστε ένα ακόμη πολιτικό κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό που προτάσσουμε και για το οποίο παλεύουμε είναι μια κοινωνία ειρήνης, ισότητας και ισονομίας. Μια κοινωνία χωρίς αφεντικά και δούλους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Η αλληλεγγύη, η άμεση δημοκρατία, η συντροφικότητα είναι τα όπλα των λαών για να πολεμήσουμε αφεντικά, τράπεζες και τους μηχανισμούς τους.
Ένα είναι σίγουρο. Θα είμαστε κι αύριο στους δρόμους, δίπλα στους συνανθρώπους μας. Για να αγωνιστούμε όλοι και όλες μαζί και να φτιάξουμε μια κοινωνία που όχι απλά θα λέγεται, αλλά θα είναι πραγματικά ελεύθερη.
Ηράκλειο Κρήτης 11 Μαΐου 2010
Εφημερίδα Δρόμου Άπατρις