Τρία φαντάσματα πλανιούνται πάνω από το κίνημα…

Οι «παράπλευρές απώλειες» δεν χωράνε στον αγώνα για την απελευθέρωση της κοινωνίας από το κεφάλαιο και το κράτος
Πάνω από 200.000 πήραν μέρος στις απεργιακές συγκεντρώσεις που έγιναν στην Αθήνα την Τετάρτη 5 Μαΐου, οι δρόμοι του κέντρου κατακλύστηκαν από δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους οι οποίοι με τον όγκο τους ενοποίησαν τις τρείς ξεχωριστές συγκεντρώσεις (Πεδίον του Άρεως, Μουσείο Ομόνοια). Η οργή και η αποφασιστικότητα του κόσμου για την ανατροπή των μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και η Ε.Ε. τρόμαξε πραγματικά το πολιτικό σύστημα και τα δημοσιογραφικά του κοράκια. Στα πρόσωπα όλου αυτού του κόσμου έβλεπες την αισιοδοξία που
γεννάει ο αγώνας, την ελπίδα ότι η συλλογική αντίσταση μπορεί να ανατρέψει τις πολιτικές που μας οδηγούν στην μουντή πραγματικότητα της κοινωνικής χρεωκοπίας που θέλουν να μας επιβάλουν για να μην χάσουν τα κέρδη τους τα ντόπια και ξένα αφεντικά των ζωών μας.
Αυτό το μέγα πλήθος των απεργών δεν διαλυόταν από τα σύννεφα των δακρυγόνων, αντιστεκότανε στις δολοφονικές επιθέσεις των ανδρών των ΜΑΤ, κράταγε τις αλυσίδες των μπλοκ και το ένα μπλοκ στεκότανε αλληλέγγυο στο διπλανό του (τουλάχιστον για στην πορεία που ξεκίνησε από το μουσείο), επέμενε να βρίσκεται στο δρόμο παρόλη την ένταση της καταστολής…
Και όμως  με την κυκλοφορία της  τραγικής είδησης για των θάνατο των τριών εργαζομένων της marfin, αυτή την αποφασιστικότητα την διαδέχτηκε μια αμήχανη σιωπή, ένας κόμπος στο λαιμό και ένα μούδιασμα, σαν να βλέπεις έναν εφιάλτη και προσπαθείς να ξυπνήσεις όπως είπε χαρακτηριστικά κάποιος σύντροφος.
Η εύκολη λύση απέναντι σε όλη αυτή την κατάσταση θα ήταν να επισημάνουμε τις πραγματικές εγκληματικές ευθύνες του Βεγνόπουλου και την φυσική και ηθική του αυτουργία στην δολοφονία των τριών εργαζομένων, όπως άλλωστε έχουν κάνει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της marfin μέσα από διάφορα σάιτ και μπλοκ (ευθύνες που ξεκινάνε με το ότι οι εργαζόμενοι εκβιάστηκαν να παραμείνουν στην εργασία τους ενώ έξω είχαν ξεκινήσει οι συγκρούσεις και φτάνουν μέχρι τις κλειδωμένες πόρτες και τα ανύπαρκτα μέτρα πυρασφάλειας). Θα μπορούσαμε για άλλη
μια φορά να καταδείξουμε την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης, καθώς και το ρόλο των ΜΜΕ στην προσπάθεια τους να ανακόψουνε το κύμα της λαϊκής αντίστασης στις επιλογές των κυρίαρχων και να σπιλώσουν τα πιο ριζοσπαστικά και συγκρουσιακά τμήματα του κινήματος. Όλα αυτά πρέπει να ειπωθούν και έχουν ειπωθεί, όμως δεν αρκούν.
Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει την περίπτωση της προβοκάτσιας, όμως ούτε μια τέτοιου τύπου «σεναριολογιά» είναι η ουσία του ζητήματος. Σε άλλο σημείο πρέπει να επικεντρώσουμε εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, αλλά και με την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο κίνδυνος για ένα τέτοιο τραγικό συμβάν έχει επισημανθεί από διάφορες πλευρές εδώ και πολύ καιρό και μάλιστα στα πλαίσια του ίδιου του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού χώρου, και μάλιστα από ανθρώπους ή και συλλογικότητες που δεν απορρίπτουν  συλλήβδην τις συγκρουσιακές πρακτικές.
Η κινηματική αντί-βια δεν μπορεί να μετατρέπεται σε τυφλή βία, δεν μπορεί να μπαίνει σε λογικές «παράπλευρών απωλειών»,  δεν μπορεί να φετιχοποιεί το μέσο και να από-πολιτικοποιεί το στόχο. Η άμυνα απέναντι στην βία των μονάδων καταστολής είναι νόμιμο δικαίωμα του κάθε αγωνιζόμενου, η πολιτική ανυπακοή απέναντι στα σχέδια και τις επιδιώξεις των αφεντικών και της εξουσίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ταξικών και κοινωνικών αγώνων.
Η απόσταση όμως από αυτά μέχρι την διάχυτη τυφλή βία, η οποία ασυνείδητα ή συνειδητά αντιλαμβάνεται ως εχθρό την ίδια την κοινωνία είναι τεράστια.
Αν αγωνιζόμαστε ενάντια  στην κρατική βία δεν είναι γιατί θέλουμε να γίνουμε συμμέτοχοί στην φρίκη και τον τρόμο που εξαπολύει το κεφάλαιο και το κράτος απέναντι στην κοινωνία, αντίθετα γιατί ως κομμάτια αυτής της κοινωνίας θέλουμε να την δούμε- να μας δούμε απαλλαγμένους από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας. Ένας τέτοιος αγώνας απαιτεί την πλήρη συνείδηση των πράξεων και των πολιτικών ευθυνών που έχει όποιος επιλέγει να σταθεί από την πλευρά του κινήματος.
Άρα δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε με εχθρότητα απέναντι σε όσους είτε  ασυνείδητα, είτε συνειδητά επιλέγουν να παίξουν το παιχνίδι της εξουσίας: «όλοι εναντίων όλων».
Αν ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος και πιο συγκεκριμένα ο αναρχικός/ αντιεξουσιαστικός χώρος δεν απομονώσει, όχι απλά αυτές τις πρακτικές, αλλά κυρίως  αυτές τις μηδενιστικές- Νατσαγεφικές αντιλήψεις και νοοτροπίες θα γκρεμίσει πολύ γρήγορα ό,τι με αγώνα έχτισε όλα αυτά τα χρόνια, χάνοντας όχι μόνο την κοινωνική απεύθυνση και το κοινωνικό έρεισμα που έχει αυτή την στιγμή, αλλά και την ίδια του την επαναστατική ηθική υπόσταση.


Kostas Svol