Γιατί γράφουμε αυτό το κείμενο
Το τελευταίο διάστημα στην πόλη μας έχει ανοίξει ένα σημαντικό θέμα: ο βιασμός μιας κοπέλας από αφεντικό σε γνωστό εναλλακτικό μπαρ του κέντρου. Το περιστατικό έγινε γνωστό μετά από παρέμβαση που πραγματοποιήθηκε την 1 Μαρτίου στο μαγαζί. Όλο αυτό το διάστημα ακούμε από δεξιά κι αριστερά φωνές που αποπροσανατολίζουν την κουβέντα με αποτέλεσμα να μην μιλάμε για τον βιασμό αλλά για την υποτιθέμενη «βία» της παρέμβασης στο μαγαζί. Θέλουμε λοιπόν να τοποθετηθούμε επίσημα απέναντι στα ψέματα και τις υπερβολές και να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους στηρίξαμε τη παρέμβαση.
Καθημερινοί φυσιολογικοί βιαστές
Ένα από τα καλύτερα όπλα του κυρίαρχου κρατικού λόγου, δηλαδή του εθνικιστικού, ορθόδοξου, πατριαρχικού συστήματος αξιών που πλαισιώνει ιδεολογικά τον ελληνικό καπιταλισμό, είναι η θεαματικοποίηση των εγκληματικών συμπεριφορών που παράγει. Η εγχάραξη δηλαδή στους τηλεθεατές-πολίτες, της ιδέας ότι υπάρχει πάντα μια σκοτεινή ζωή πίσω από κάθε δολοφόνο ή βιαστή. Μια ζωή ξένη προς τους απλούς ψηφοφόρους-επιχειρηματίες-νοικοκύρηδες, που βγάζει τον βιαστή εκτός του «φυσιολογικού» κοινωνικού συνόλου. Με τον τρόπο αυτό ο κρατικός λόγος αποκρύπτει το γεγονός ότι είναι η ίδια η σάπια ταξική καθημερινότητα, η αλλοτριωμένη ζωή στο περιβάλλον του έθνους-κράτους που γεννάει απλούς, φυσιολογικούς, καθημερινούς εγκληματίες: φασίστες συγγενείς, ναρκέμπορους μπάτσους, μαφιόζους συγχωριανούς, «κουλ» βιαστές, έφηβους γυναικοκτόνους, νοικοκύρηδες παιδόφιλους και πάει λέγοντας.
Μέσα στο κινηματογραφικό εργαστήριο κατασκευής ειδήσεων, οι βιαστές είναι «δράκοι» που τη στήνουν νύχτα σε σκοτεινά σοκάκια ενώ οι δολοφόνοι γυναικών παρουσιάζονται ως οξύθυμοι νέοι με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, γνωστοί στην τοπική κοινωνία για τις «μη φυσιολογικές» αντιδράσεις τους (βλ. δολοφονία Τοπαλούδη στη Ρόδο). Στην πραγματικότητα η συμπεριφορά τους είναι απόλυτα φυσιολογική για μια κοινωνία διάχυτης πορνο-κουλτούρας. Οι βιαστές της Ρόδου έγιναν γνωστοί τηλεοπτικά επειδή έγιναν και δολοφόνοι. Η πραγματική ζωή κρύβει χιλιάδες καθημερινούς βιασμούς που δεν βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους προς το κοινό γιατί είτε δεν είναι «είδηση» είτε δεν είναι «βιασμοί». Οι καθημερινοί φυσιολογικοί βιαστές στη χώρας μας είναι χιλιάδες, απλά δεν γίνονται γνωστοί γιατί δεν θα τύχει όλοι απ’ αυτούς να δολοφονήσουν μια γυναίκα. Αν το κάνουν, τότε θα γίνουν «μη φυσιολογικοί» από τα ΜΜΕ.
Δεν χρειάζεται να είσαι «σχιζοφρενής» ή «σεσημασμένος» για να βιάσεις μια γυναίκα. Αρκεί να έχεις διαπαιδαγωγηθεί σε ένα σεξιστικό, κανιβαλιστικό, συμπλεγματικό περιβάλλον. Δεν είναι οι νευρώσεις ή οι «ορμές» που οπλίζουν τα χέρια των καθημερινών βιαστών. Είναι τα έμφυλα πρότυπα που καλλιεργεί το έθνος-κράτος μέσω του σχολείου, των ΜΜΕ, του στρατού, της πατριαρχικής οικογένειας. Ο ανδρισμός εμφανίζεται ως πανανθρώπινο αγαθό με βασικά χαρακτηριστικά την αρρενωπότητα, την πίστη στην ιεραρχία, τη βία ως λεβεντιά και την ενασχόληση με όπλα, αμάξια, μπάλα και γυμναστήρια ως τα φυσιολογικά (σχεδόν βιολογικά προκαθορισμένα) ενδιαφέροντα του άντρα. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι όλοι αυτοί οι καθημερινοί εγκληματίες είναι σχεδόν στο σύνολό τους άντρες.
Οι βιαστές γεννιούνται φυσιολογικά από τις ειδήσεις των 8, τα ριάλιτι, τη μισθωτή εργασία, τον σεξισμό που περνάει από τον πατέρα στον γιο, την πορνοκουλτούρα της ελληνικής νυχτερινής ζωής. Είναι ο διάχυτος ατομικισμός-ανταγωνισμός της ταξικής καθημερινότητας που δημιουργεί μια κοινωνία συμπλεγματική και κατασκευάζει εγκληματικά κοινωνικά πρότυπα για άντρες και γυναίκες. Τα «παλληκάρια» και οι «νεράιδες» ή αλλιώς οι «γαμιάδες» και οι «πουτάνες» δεν είναι στη «φύση του ανθρώπου». Είναι κομμάτι της κρατικής πατριαρχικής κοινωνίας που χρειάζεται άντρες στην υπηρεσία των (εθνικών) συμφερόντων του κράτους και των πλουσίων του, και γυναίκες να προσφέρουν τα παιδιά τους στο έθνος και τη μισθωτή εκμετάλλευση.
Βιασμός, συναίνεση και αστική δικαιοσύνη
Ο βιασμός στο συγκεκριμένο μαγαζί έγινε και πάλι με χρήση αλκοόλ. Η κοπέλα θυμάται το αφεντικό να την κερνάει μέχρι που η μνήμη της σταματάει. Το άλλο πρωί ξυπνάει με κομμένα-με-ψαλίδι-ρούχα στο σπίτι του. Ήταν τέτοια η κατάστασή της εκείνο το βράδυ που το αφεντικό δεν μπορούσε ούτε να της τραβήξει τη μπλούζα. Χωρίς να έχει οποιοδήποτε όφελος από την καταγγελία του περιστατικού, η κοπέλα το καταγγέλλει στη συνέλευση της Φεμινιστικής Πρωτοβουλίας. Τι όφελος έχει άλλωστε μια κοπέλα που καταγγέλλει τον βιασμό της σε μια πολιτική συλλογικότητα; Δεν ζητάει καν αποζημίωση. Δεν ζητάει τίποτα πέρα από την τιμωρία του βιαστή της μέσω της στοχοποίησής του. Ταυτόχρονα εκτίθεται, φοβάται τα αντίποινα, αφηγείται μια εφιαλτική ιστορία σε άγνωστες κοπέλες. Οι μαρτυρίες για τον συγκεκριμένο όμως είναι πολλές. Καμιά και κανένας δεν πέφτει απ΄ τα σύννεφα. Κάποια έπρεπε επιτέλους να μιλήσει και να σταματήσει τη δράση του.
Ο βιασμός δεν προϋποθέτει πάντα πρότερη χρήση βίας για την ακινητοποίηση της γυναίκας. Η βία δεν είναι το μόνο εργαλείο να κάνεις τα πράγματα «πιο εύκολα». Μπορεί να γίνει εξίσου με αλκοόλ. Κι επειδή το αλκοόλ είναι νόμιμο ενώ η σωματική βλάβη όχι, βιαστής μπορεί να γίνει ο καθένας αρκεί να εκμεταλλευτεί τις μειωμένες ή μηδαμινές αντιστάσεις μιας κοπέλας. Ο βιασμός μεθυσμένων γυναικών είναι ένα φαινόμενο καθημερινό, που απλά αποσιωπάται ως τέτοιο και παρουσιάζεται ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της κατανάλωσης αλκοόλ με κοινό επιμερισμό ευθυνών τόσο στον άντρα που «ντάξει άντρας είναι» όσο και στη γυναίκα που «όταν πιει δεν θες να ξέρεις τι λέει».
Ο βιασμός είναι ένα φάσμα σεξουαλικών πράξεων (βία) χωρίς συναίνεση. Η συναίνεση είναι η συνειδητή δήλωση συγκατάθεσης σε σεξουαλική συνεύρεση. Όταν δεν υπάρχει συνείδηση της πραγματικότητας, δεν υπάρχει και δυνατότητα συναίνεσης. Είναι απλό. Όταν μια κοπέλα είναι λιώμα από το ποτό είναι ανίκανη να συναινέσει σε κάτι. Αυτό λοιπόν που οφείλει να κάνει ο τύπος που έχει απέναντί της -όσο «καλά» και να τα λέγανε πριν, όσο και να φαινόταν «ότι ψήνεται»- είναι να την αφήσει να πάει για ύπνο. Όχι να την πάει σπίτι του, να της κόψει τα ρούχα (γιατί προφανώς η ίδια δεν είναι σε θέση να τα βγάλει) και να ασελγήσει πάνω της, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση του βιασμού στο Ηρακλείου.
Το ότι κάποια σου χαμογελάει δεν σημαίνει ότι θέλει να έρθει σπίτι σου ή το ότι έρχεται σπίτι σου (ιδιαίτερα αν είναι υποβασταζόμενη) δεν σημαίνει ότι θέλει να συνευρεθεί μαζί σου. Πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της και η συγκατάθεση δίνεται μόνο από ανθρώπους που έχουν συνείδηση των λόγων και των πράξεών τους.
Το να περιμένεις ο άλλος να σε φροντίσει όταν έχεις πιει και όχι να ασελγήσει πάνω στο παραδομένο σώμα σου είναι δικαίωμα, όχι πολυτέλεια. Το να θέλεις να βγαίνεις μόνη σου ή να μένεις μόνη σου στη μπάρα αφού φύγει η παρέα σου είναι δικαίωμα, όχι πολυτέλεια. Το να ξέρεις ότι τις νύχτες που γίνεσαι λιώμα δίπλα σε έναν τύπο, θα ξυπνήσεις ντυμένη κάτω από ένα ζεστό πάπλωμα χωρίς να αναρωτιέσαι τι έγινε το προηγούμενο βράδυ είναι δικαίωμα, όχι πολυτέλεια. Το να θέλεις μια κοινωνία όπου οι άντρες θα θεωρούν δεδομένο ότι πρέπει να εξαντλούν τα περιθώρια λήψης συγκατάθεσης από μέρους σου είναι δικαίωμα, όχι παραμύθια για νεράιδες. Το να ζητάς έναν κόσμο χωρίς «φυσιολογικούς» βιαστές αλλά με ανθρώπους που συναισθάνονται τις στιγμές αδυναμίας σου σε σχέση με τα προνόμιά τους είναι θέληση για μια δίκαιη-αλληλέγγυα κοινωνία. Το να διεκδικείς όλα τα παραπάνω είναι αγώνας ενάντια στην πατριαρχία, όχι γυναικεία υστερία.
Ωραία όλα αυτά. Γιατί δεν το καταγγέλλει στις αρχές;
Πρώτον, σε όλες σχεδόν τις δίκες για βιασμό τα δικαστήρια αθωώνουν τον βιαστή γιατί δεν υπάρχουν αρκετές «αποδείξεις». «Δεν έχει σημάδια πάλης στο σώμα της», «η ιατροδικαστική έρευνα δεν έδειξε σημάδια βίαιης διείσδυσης» αποφαίνεται το προεδρείο. Ή γιατί υπάρχουν «αντενδείξεις»: το προφίλ του βιαστή ή της οικογένειάς του και ο πρότερος καλός βίος λειτουργούν ως αθωωτικά στοιχεία, όπως άλλωστε και η εξωτερική εμφάνιση της καταγγέλλουσας.
Δεύτερον, μια γυναίκα φοβάται την αντίδραση του βιαστή όταν τον σέρνει στα δικαστήρια. Να θυμίσουμε σε όσους ξεχνάνε την υπόθεση του βιασμού που εκδικάστηκε στο Ηράκλειο πριν κάποιο καιρό. Το Μικτό Ορκωτό Ηρακλείου αθώωσε τους βιαστές λόγω έλλειψης αποδείξεων, ενώ λίγο καιρό μετά την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης το σπίτι της καταγγέλλουσας κάηκε ολοσχερώς από εμπρησμό…
Τρίτον, η εγκληματική αδιαφορία των μπάτσων σε καταγγελίες βιασμών και η συχνή παρότρυνση προς τα θύματα να «ξεχάσουν» το περιστατικό έχει τεκμηριωθεί από πολλές μαρτυρίες και οι γυναίκες το γνωρίζουν. Ας θυμηθούμε την πρόσφατη υπόθεση της Τοπαλούδη στη Ρόδο, που έναν χρόνο πριν τη δολοφονία της είχε καταγγείλει άλλο περιστατικό βιασμού της στην αστυνομία χωρίς κανένα αντίκρισμα. Οι τότε βιαστές της θα ανακαλυφθούν μετά τη δολοφονία.
Τέταρτον, η διαδικασία προσφυγής στην αστική δικαιοσύνη αναγκάζει μια γυναίκα να περιγράφει ξανά και ξανά το περιστατικό του βιασμού σε δικαστές, μπάτσους και δικηγόρους. Όσες περισσότερες λεπτομέρειες δώσει σε άγνωστους γραβατωμένους τύπους, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχει να την πάρουν στα σοβαρά. Στην ουσία ξαναζεί τον βιασμό όλο το διάστημα της δίκης. Χαρακτηριστικές είναι οι συνήθεις ερωτήσεις του συνηγόρου του βιαστή όπως «τι φορούσε», «μήπως μιλούσε ή κοίταζε προκλητικά τον βιαστή της εκείνο το βράδυ», «γιατί βγήκε μόνη της», «πως γίνεται να τη βίασε κάποιος τον οποίον ακολούθησε μέχρι το σπίτι του». Το αποτέλεσμα; Με την προσφυγή της στη δικαιοσύνη η γυναίκα δεν βιώνει τη διαδικασία τιμωρίας του δράστη, αλλά τη δική της ανάκριση. Οι ρόλοι θύματος-θύτη αντιστρέφονται. Και σ’ αυτό την καλύτερη δουλειά την κάνουν οι απολογητές του βιαστή. Ο κοινωνικός περίγυρος είναι εκείνος που πρώτος τη μετατρέπει σε θύτη.
Εν ολίγοις, μια γυναίκα γνωρίζει ότι με την προσφυγή της στις αρχές δεν θα δικαιωθεί. Αντίθετα θα εισέλθει σε μία μακρά διαδικασία ανάκρισης που την κάνει να ζει τον εφιάλτη της ξανά και ξανά. Οι ίδιοι οι Έλληνες ποινικολόγοι παραδέχονται σήμερα ότι το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν διαθέτει την αναγκαία ετοιμότητα διαχείρισης ενός βιασμού. Ωστόσο, όλα αυτά δεν τα λέμε για να αποτρέψουμε ντε και καλά μια γυναίκα να κινηθεί δικαστικά για τον βιασμό της. Τα λέμε για να εξηγήσουμε ότι οι γυναίκες, κατά κανόνα, δεν επιλέγουν να καταγγείλουν τον βιασμό τους στις αρχές και η στάση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Η παρέμβαση στο μαγαζί
Το βράδυ της Παρασκευής μια ομάδα 70 περίπου ανθρώπων εμφανίστηκε στο μαγαζί, φώναξε συνθήματα και μοίρασε ένα κείμενο που ενημέρωνε για το περιστατικό. Το μεγαλύτερο τμήμα της συγκέντρωσης παρέμεινε στο στενάκι και στον προαύλιο χώρο ενώ μετρημένα άτομα μπήκαν στο εσωτερικό για να κλείσουν τη μουσική και να διαβάσουν το κείμενο σε όσους βρίσκονταν μέσα. Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης δεν έγινε η παραμικρή χρήση βίας και δεν απειλήθηκε κανένας. Δεν υπήρξαν άλλωστε αντεγκλήσεις. Αντίθετα γίνονταν μικροσυζητήσεις με θαμώνες και εργαζόμενους ενώ το σύνολο σχεδόν των θαμώνων αποχώρησε από το μαγαζί. Τέλος, όλα αυτά έγιναν χωρίς κουκούλες και καλυμμένα πρόσωπα. Αυτά χρησιμοποιούνται ως προστασία από τα καλόπαιδα του κράτους. Δεν καταδικάζουμε φυσικά τα μέσα αυτοπροστασίας του κινήματος, αλλά όποιος μιλάει για καλυμμένα πρόσωπα στη συγκεκριμένη παρέμβαση είναι απλά ψεύτης.
Η κίνηση αυτή ήταν μια δημόσια παρέμβαση ενάντια στον βιασμό και την κουλτούρα του και είχε ευνόητους στόχους: να δείξει αλληλεγγύη στην κοπέλα που δέχτηκε τη βία και να μιλήσει για την πατριαρχική κουλτούρα που κυριαρχεί στα σπλάχνα της ταξικής κοινωνίας· να στοχοποιήσει έναν άντρα που ασκεί συστηματικά σεξουαλική βία απέναντι σε γυναίκες, να σταματήσει την κακοποιητική συμπεριφορά του και να θορυβήσει τους ομοίους του. Επιπλέον, ο ελάχιστος στόχος τέτοιων κινητοποιήσεων είναι να «βάλουν τον κόσμο να μιλήσει» για το ζήτημα της έμφυλης βίας και τους βιαστές της διπλανής πόρτας. Θεωρούμε επομένως την παρέμβαση όχι μόνο δίκαιη αλλά και αποτελεσματική πρώτα και κύρια γιατί πέτυχε αυτόν τον ελάχιστο στόχο. Προκάλεσε συζητήσεις και έσπασε τη σιωπή, παραβιάζοντας το άσυλο που περιέβαλε για χρόνια τον συγκεκριμένο βιαστή πίσω από τη βιτρίνα του «εναλλακτικού».
Είναι φυσικό οι πρώτες αντιδράσεις σε ένα τέτοιο περιστατικό να είναι αμήχανες. Γι’ αυτό υπάρχουν τα κείμενα, η πολιτική ζύμωση και κυρίως οι συζητήσεις με γυναίκες που έχουν δεχτεί έμφυλη βία. Αρκεί κάποιος να θέλει να ακούσει, να καταλάβει, να μάθει. Αρκεί κάποιος να μην υιοθετεί τα στερεότυπα και τη φρασεολογία των φασιστών που παρουσιάζουν τις φεμινίστριες ως «υστερικές λεσβίες» και τις βιασμένες γυναίκες ως «τσόλια» που προκαλούν. Αρκεί κάποιος να μην εμπιστεύεται τυφλά την αστική δικαιοσύνη που σε κάθε περιστατικό βιασμού αθωώνει τους βιαστές.
Ο βιασμός δεν αφήνει πίσω του πτώματα και στραπατσαρισμένα αμάξια όπως τα τροχαία και οι δολοφονίες. Η κουλτούρα του βιασμού δεν μυρίζει όπως τα σκατά. Πρέπει να έχεις τα θεωρητικά εργαλεία να την αναγνωρίσεις και κυρίως πρέπει να ακούσεις με κατανόηση τα ίδια τα θύματα της βίας της. Φυσικά, το βάρος για το ξεσκέπασμα των πρακτικών βιασμού το έχουν οι οργανωμένες δυνάμεις. Αυτό το βάρος προσπάθησε να σηκώσει η παρέμβαση της 1ης Μάρτη. Ανέλαβε την ευθύνη να αναδείξει το γεγονός πολιτικά και να σπάσει τους μύθους της «συναίνεσης» με αλκοόλ.
Οι αναμνήσεις αναμνήσεις και ο βιασμός βιασμός
Τις μέρες που ακολούθησαν την παρέμβαση δημοσιεύθηκαν δύο κείμενα με ιδιαίτερο συμβολισμό: ένα από πρώην εργαζόμενους και ένα από την εργοδοσία. Και τα δύο κείμενα παίρνουν θέση ενάντια στην παρέμβαση, εξαντλώντας την επιχειρηματολογία τους σ’ ένα ατελείωτο εγκώμιο για το μαγαζί. Ξεχνάνε μόνο ένα πράγμα: τον βιασμό.
Αρχικά, το μαγαζί περιγράφεται σχεδόν ως συνεργατικό εγχείρημα όπου η μισθωτή σχέση εργασίας έχει κάνει φτερά. «Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν αφεντικά παρά μόνο συνεργάτες», διαβάζουμε στο κείμενο των πρώην εργαζομένων. Φαίνεται ότι αφεντικά και εργαζόμενοι σε αυτό το μαγαζί βγάζουν τα ίδια και έχουν τον ίδιο λόγο στη διαχείριση. Μ’ ένα μαγικό τρόπο αν εργάζεσαι στο συγκεκριμένο μαγαζί, έχεις τα ίδια προνόμια με τους εργοδότες: βγάζεις χρήματα ακόμα κι όταν δεν δουλεύεις και σχεδιάσεις το μέλλον σου με ασφάλεια.
Πέρα από αυτοδιαχειριζόμενο, το μαγαζί παρουσιάζεται ως ένα υπερασφαλές περιβάλλον όπου εργαζόμενοι και αφεντικά φροντίζουν από κοινού την προστασία των γυναικών από τις «ορέξεις τρίτων». Σάμπως μπορεί ένα νυχτερινό μαγαζί έστω και «εναλλακτικό», να καθιερωθεί ως απαγορευμένη ζώνη απέναντι σε σεξιστές και βιαστές. Σάμπως η κακοποίηση κάνει πάντα θόρυβο ή καταγγέλλεται αμέσως στον μπάρμαν. Σάμπως όλες είναι ή οφείλουν να είναι γνωστές με τον μπάρμαν και τα αφεντικά.
Δεν μας αρέσουν οι υπερβολές. Γι’ αυτό και μιλάμε καθαρά. Το να παρουσιάζεις το συγκεκριμένο μαγαζί ως ένα εργασιακό κάτεργο με απεγνωσμένους εργαζόμενους και αφεντικά-τρομοκράτες είναι υπερβολή. Γι’ αυτό και δεν λέμε κάτι τέτοιο. Το να περιγράφεις όμως το μαγαζί ως έναν χώρο όπου οι ρόλοι εργαζόμενου-αφεντικού έχουν καταργηθεί είναι ψέμα. Όπως ψέμα είναι επίσης να το παρουσιάζεις ως έναν χώρο όπου οι γυναίκες είναι ελεύθερες να πιουν και να διασκεδάσουν χωρίς να φοβούνται χυδαία «πεσίματα» και παρεμβατικά αγγίγματα. Στην τελική, είναι υποκριτικά γελοίο να γράφεις για το πόσο ασφαλές για τις γυναίκες είναι ένα μπαρ στο οποίο είναι γνωστό και στις πέτρες, ότι ένα από τα αφεντικά του έχει την πιο γλοιώδη συμπεριφορά από οποιονδήποτε άλλον εκεί μέσα.
Η αξία των συναισθημάτων και των βιωμάτων που είχαν άνθρωποι που «έζησαν» το μαγαζί όλα αυτά τα χρόνια δεν υποτιμάται και δεν καταργείται. Ο καθένας και η καθεμία μπορεί να κρατήσει τα όσα έζησε χωρίς ενοχές. Πρέπει όμως να καταλάβουν κάποιοι ότι μαζί με τα δικά τους βιώματα ξεφαντώματος και οικογενειακής ατμόσφαιρας, στο μαγαζί αυτό υπήρξαν και άλλα βιώματα χυδαία, βρώμικα και βίαια. Για πολλά απ’ αυτά τα βιώματα ευθύνεται ένα αφεντικό που ασελγούσε συστηματικά πάνω σε γυναίκες. Και για την ανεξέλεγκτη δράση του, ευθύνη έχουν και οι κουλ συνεταίροι του που αντί να τον συμμορφώσουν περιορίστηκαν να τον δικαιολογούν ως έναν «ζωηρό» μεσήλικα που του αρέσουν οι «μικρές». Ε λοιπόν, πρέπει να καταλάβουν ότι κάποια στιγμή η πλάκα τελειώνει. Και τελειώνει όταν κάποιες όχι μόνο στο Ηράκλειο αλλά σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν και λένε ότι τα ποτίσματα με αλκοόλ και το «σεξ» χωρίς συναίνεση, τα στριμώγματα στις σκάλες και τα παραβιαστικά αγγίγματα αποτελούν πράξεις βίας, σεξουαλικής κακοποίησης, βιασμού. Και ναι, αυτές είναι που θα το πουν γιατί αυτές είναι που το βιώνουν. Όπως ακριβώς οι μετανάστες είναι αυτοί που θα μιλήσουν για τη ρατσιστική βία. Όπως ακριβώς η εργατική τάξη είναι αυτή που θα μιλήσει για τη μισθωτή εργασία.
Με την αντιδραστική και υποκριτική στάση τους, οι κατήγοροι της παρέμβασης προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Το γεγονός δηλαδή ότι έτσι κι αλλιώς υποτιμούν το ζήτημα της έμφυλης βίας· το γεγονός ότι οι φεμινίστριες «τους τη σπάνε»· το γεγονός ότι όποτε ακούνε για βιασμό αλλού εξανίστανται, αλλά μόλις συμβαίνει στο «χωριό τους» εφευρίσκουν ένα σωρό προσχήματα για να δικαιολογήσουν την αρνητικότητά τους να ασχοληθούν με το ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι κανένα από τα δύο κείμενα δεν υποστηρίζει την αθωότητά του συγκεκριμένου αφεντικού. Τι να υπερασπιστούν; Η παρεμβατική συμπεριφορά του είναι γνωστή στους πάντες. Τον έχουν δει με τα μάτια τους να «ποτίζει», να χυδαιολογεί, να μεταχειρίζεται γυναίκες σαν ιδιοκτησία του.
Εργαζόμενοι και «εναλλακτικά» αφεντικά
Οι εργαζόμενοι είναι μισθωτοί και όχι συνέταιροι. Δεν μοιράζονται τα κέρδη, δεν αποφασίζουν για τον χαρακτήρα του μαγαζιού και εν γένει δεν φέρουν ευθύνη για τη συμπεριφορά της εργοδοσίας. Η παρέμβαση δεν υποχρέωσε τους εργαζόμενους του μαγαζιού να πάρουν θέση και εμείς ως κομμάτι της παρέμβασης δεν ζητήσαμε τίποτα τέτοιο.
Η άποψη που υποστηρίζει ότι το κείμενο που συνόδευε την παρέμβαση κατηγορεί άδικα τους εργαζόμενους και τους επιρρίπτει τις ίδιες ευθύνες με την εργοδοσία είναι καθαρή παρερμηνεία του κειμένου και ας λήξει εδώ. Τα λάθη και οι παρερμηνείες είναι λογικό να συμβαίνουν στα πρώτα βήματα μιας κοινότητας γυναικών που παράγει δράση και λόγο, και σε μια πόλη που γνωρίζει για πρώτη φορά μια τέτοια παρέμβαση. Αυτά διορθώνονται, ιδιαίτερα μεταξύ συναδέλφων/ισσών, συντρόφων/ισσών, ανθρώπων που μοιράζονται τα ίδια προβλήματα ως μισθωτοί και συνδέονται από την αγάπη για την ελευθερία και το μίσος για τον φασισμό. Αυτό που δεν διορθώνεται, δεν ξεχνιέται και δεν συγχωρείται είναι ο βιασμός και η δράση του συγκεκριμένου αφεντικού.
Από την άλλη, κείμενα που παρουσιάζουν εργαζόμενους και αφεντικά ως οικογένεια δημιουργούν τη στρεβλή εικόνα ότι οι εργαζόμενοι σε εναλλακτικά μαγαζιά έχουν τα ίδια συμφέροντα με τα εναλλακτικά αφεντικά τους, λειτουργώντας στην καλύτερη ως αρνητικό παράδειγμα για άλλες περιπτώσεις εργοδοτικής βίας και αυθαιρεσίας σε εναλλακτικά ή μη μαγαζιά.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν δυο πράγματα για τα εναλλακτικά μαγαζιά. Ο εναλλακτισμός είναι κι αυτός μια μορφή διαχείρισης της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο (εργαζόμενος-εργοδότης). Της σχέσης δηλαδή που αναπτύσσεται μεταξύ κάποιου που πληρώνεται λιγότερα χρήματα από όση η αξία που παράγει με την εργασία του και κάποιου που βάζει στην τσέπη του περισσότερα χρήματα από όσα αρχικά επένδυσε, λόγω της υπεραξίας που παράγει η εργασία των ανθρώπων που δουλεύουν γι’ αυτόν. Ο εναλλακτισμός δεν αποτελεί κάποιο εργαλείο ενάντια στην ταξική εκμετάλλευση. Αποτελεί απλά έναν διαφορετικό δρόμο -πολλές φορές πιο «ποιοτικό», πιο «αριστερό»- να εκμεταλλεύεσαι την εργατική δύναμη. Εν ολίγοις, το να είσαι «χύμα» δεν σε κάνει λιγότερο αφεντικό ως προς τις αποδοχές και την εξουσία σου απέναντι στους εργαζόμενους.
Υπευθυνότητα, οργάνωση, αναστοχασμός
Η ορθή ενημέρωση και η υπευθυνότητα είναι απαραίτητα χαρακτηριστικά της πολιτικής δράσης ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο. Ως συλλογικότητα φροντίζουμε να τα εφαρμόζουμε όλα αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό ζητάμε υπευθυνότητα από όποιον και όποια θέλει να πάρει θέση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Δεν ήρθε η ώρα να πάρουμε τους άντρες με τις πέτρες. Ήρθε όμως η ώρα για κάποιου-ες να αμφισβητήσουν τα μέχρι τώρα δεδομένα τους, να επανεξετάσουν τις γνώσεις τους στο ζήτημα του βιασμού και να συζητήσουν με γυναίκες που έχουν βιώσει «φυσιολογικά» περιστατικά σεξουαλικής βίας. Ήρθε επίσης η ώρα το συγκεκριμένο αφεντικό να πληρώσει για την πολύχρονη κακοποιητική συμπεριφορά του και οι γύρω του να αναλογιστούν τις ευθύνες τους.
Στεκόμαστε δίπλα στη Φεμινιστική Πρωτοβουλία και εκφράζουμε την αμέριστη αλληλεγγύη μας στην κοπέλα που δέχτηκε τον βιασμό. Ο αγώνας για κοινωνική απελευθέρωση δίνεται σε πολλά επίπεδα. Η δράση ενάντια στην πατριαρχία και την κουλτούρα του βιασμού είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του αγώνα.
αναρχική συλλογικότητα
Οκτάνα
μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας