Ο Στέργιος Κατσαρός για την εξέγερση του Πολυτεχνείου

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=8R0Zqt-Kps4&feature=player_embedded[/youtube] 

Ego-o-provokatoras-o-tromokratis-198x300Δυο λόγια για τον σύντροφο: Ο Στέργιος Κατσαρός συμμετείχε σε όλους τους αγώνες του εργατικού κινήματος τις τελευταίες έξι σχεδόν δεκαετίες. Από τις συγκρούσεις των οικοδόμων το 1961 με την αστυνομία και τα Ιουλιανά μέχρι την παράνομη δράση στη δικτατορία, τα ταξίδια στην Λ. Αμερική και το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Έχει χαρακτηριστεί σαν εμβληματική μορφή για την ιστορία του εργατικού κινήματος.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το βιβλίο του «Εγώ, ο προβοκάτορας ο τρομοκράτης» που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Μαύρη Λίστα που δυστυχώς δεν υπάρχουν πλέον. Μπορεί κανείς να διαβάσει την εμπειρία του στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=AMme6L_EyMs

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου μέσα απ’ το βιβλίο του Στέργιου Κατσαρού

Από την Τρίτη και μέχρι την Πέμπτη κάθε μέρα ο διαδικτυακός ρ/σ μας στις 10 μ.μ θα έχει εκπομπές αφιερωμένες στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πρώτος καλεσμένος μας είναι ο Στέργιος Κατσαρός. Από το βιβλίο του «Εγώ ο προβοκάτορας», παραθέτουμε πώς περιγράφει τα βιώματα του σ’ αυτή την φοιτητική λαϊκή εξέγερση: ________

 Όσοι μιλούν για τα γεγονότα που έγιναν στo ο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του ’73 τα χαρακτηρίζουν σαν εξέγερση. Αν εξέγερση είναι η μαζική άρνηση υποταγής στην εξουσία, και αν αυτή η άρνηση συνοδεύεται από ανάλογες πράξεις (διαδηλώσεις, καταλήψεις π.χ.), τότε πράγματι τα γεγονότα αυτά ήταν μια μαζική εξέγερση. Βέβαια το ξέσπασμα αυτό δεν υπήρξε το αποκορύφωμα κάποιου απεργιακού κινήματος, δεν ακολούθησε κάποια γενική απεργία, όπως θα περίμεναν οι πούροι μαρξιστές. Η εξεγερσιακή διαδικασία ακολουθούσε υπόγειες διαδρομές και μοριακές εξελίξεις, που δε γίνονταν αντιληπτές στους παρατηρητές που είχαν συνηθίσει να μετρούν τις διαθέσεις των μαζών με συνδικαλιστικές, πολιτικές ή κάποιου άλλου είδους κινητοποιήσεις.

Το φοιτητικό κίνημα δεν είναι ποτέ κάποιο αξιόπιστο τεκμήριο. Πολλές φορές βέβαια έχει λειτουργήσει σαν πυροδότης και έτσι λειτούργησε και σ’ αυτή την περίπτωση, αλλά μόνο σαν πυροδότης. Οι μεγάλες πολιτικές νεολαίες, καθώς και η πλειοψηφία των πολιτικά ενεργών αλλά ανένταχτων φοιτητών, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να πάρουν τα γεγονότα τις διαστάσεις που πήραν. Υπήρξαν γεγονότα που συνηγορούν σ’ αυτό. Οι εξορκισμοί της Πανσπουδαστικής, όπως και οι συνελεύσεις της Νομικής και της ΑΣΟΕΚ, είναι οι πιο τρανταχτές αποδείξεις, χωρίς να είναι οι μοναδικές. Ποιοι έσπρωξαν προς την κατεύθυνση αυτή; Από το Πολυτεχνείο, μέσα και έξω, εκείνες τις μέρες πέρασε τουλάχιστον η μισή Αθήνα.

Τα πλήθη αυτά συμπαραστάθηκαν, διαδήλωσαν και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Βέβαια, η συμμετοχή αυτού του κόσμου δεν ήταν ταυτόχρονη, αλλά κατέβαιναν στους δρόμους σε διαφορετικές στιγμές και σε διαφορετικά σημεία. Δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί ούτε κατά προσέγγιση. Γενικά μπορεί κανείς να πει ότι από το τέρμα Αμπελοκήπων μέχρι το Σύνταγμα και από την αρχή της Πειραιώς μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας το πλήθος σε πολλές περιπτώσεις ήταν πολύ πυκνό. Μέσα στο πλήθος αυτό υπήρχαν διαφοροποιήσεις. Στις συγκρούσεις με την αστυνομία άλλοι έφευγαν, άλλοι απλά συμπαραστέκονταν από κάποια απόσταση, άλλοι αποδοκίμαζαν τους αστυνομικούς και άλλοι έπαιρναν ενεργό μέρος.

Όλες όμως αυτές τις μέρες υπήρξε μια μειοψηφία, κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από νέους, που ήταν η βασική δύναμη κρούσης. Η Χούντα μίλαγε για αναρχικά στοιχεία ή όργανα της αριστεράς γενικά. Η αριστερά με τη σειρά της μιλούσε για προβοκάτορες. Στην πραγματικότητα τα δραστήρια αυτά στοιχεία ήταν μέλη των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς καθώς και ανένταχτοι αγωνιστές. Αυτοί ήταν που έσπρωξαν στην κατάληψη, την πραγματοποίησαν και αργότερα την υπερασπίστηκαν. Ο αριθμός τους δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις εφτά με οχτώ χιλιάδες.

Παρόλο που δεν είχαν κάποιο οργανωτικό δεσμό, πραγματοποιούσαν μερικές φορές αξιόλογους τακτικούς ελιγμούς, αντικαθιστώντας έτσι ως ένα βαθμό την οργάνωση των μαζών. Έβαλαν σε αμηχανία την αστυνομία και τελικά την οδήγησαν σε από¬γνωση. Αν και εμείς δεν περιμέναμε τα γεγονότα και μάλλον μας ξάφνιασαν, όταν όμως ξέσπασαν, κάναμε σωστή διάγνωση. Ήταν η εξέγερση που τόσο καιρό περιμέναμε. Ξέσπασε όμως μ’ έναν εντελώς αυθόρμητο τρόπο. Δεν αντιμετώπιζε μόνο τις δυνάμεις της Χούντας, αλλά και την εχθρική στάση των ρεφορμιστικών κομμάτων.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ενοποιήσει και να αντιπαρατάξει τις κοινωνικές δυνάμεις στις ενοποιημένες δυνάμεις της εξουσίας, στο στρατό. Αυτή ακριβώς η στιγμή, όπως τουλάχιστον δείχνει η ιστορία όλων των επαναστάσεων, είναι το κρίσιμο σημείο. Η ετυμηγορία της ιστορίας είναι σαφής: η μαζική εξέγερση είτε μετατρέπεται σε ένοπλη στάση είτε νικιέται. Δεν έχει σημασία αν θα χτυπηθεί από τις δυνάμεις της εξουσίας ή από τα «μέσα», από τους ρεφορμιστές ή και από τους δυο μαζί. Ο Νοέμβρης του ’73 σημάδεψε τη νεότερη ελληνική ιστορία. Αυτό είναι πολύ γενικό. Πιο συγκεκριμένα, σημάδεψε τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Για μένα υπήρξε η πιο μεγάλη δοκιμασία. Δεν είχα εγκαταλείψει τις απόψεις για τις ένοπλες εστίες. Έβλεπα ξεκάθαρα ότι η αστυνομία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τον κόσμο.

Παράλληλα, οι ρεφορμιστές (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού) δεν ήταν σε θέση να παίξουν το ρόλο του πυροσβέστη. Το συμπέρασμα ήταν απλό. Η Χούντα αποκλείεται να αυτοκτονήσει. Από την αρχή ήταν φανερό ότι ο στρατός θα έδινε τη λύση στο δράμα αυτό, όπου πρωταγωνιστές ήταν οι ίδιες οι μάζες και κυρίως οι έφηβοι. Από τη στιγμή που δεν είχε προηγηθεί καμιά προεργασία μέσα στo στρατό, αποκλειόταν το πρότυπο της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 το ρόλο των ένοπλων εστιών έπαιξαν οι λέσχες των γιακωβίνων. ‘Ομως σήμερα οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς καθώς και οι ομαδοποιήσεις των ανένταχτων περίμεναν να… ωριμάσουν οι συνθήκες! Οι μόνες περιπτώσεις με τις οποίες μπορεί να υπήρχαν αναλογίες ήταν η εξέγερση της Μόσχας το 1905 και η Κούβα του 1961. Στην πρώτη περίπτωση, τριακόσιοι περίπου «ντρουζίνικοι» (ένοπλες ομάδες) είχαν καθηλώσει για μια βδομάδα ένα σύνταγμα στρατού με ανταρτοπόλεμο μέσα σας πόλεις. Στη δεύτερη περίπτωση, καμιά διακοσαριά guerril- leros, μαζί με την εξεγερμένη Αβάνα, έβαλαν τέλος στη δικτατορία του Μπατίστα. Υλικά για την αντιμετώπιση, ακόμη και των τανκς, σε πρώτη φάση υπήρχαν.

Το πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα χέρια για να χρησιμοποιήσουν τα υλικά αυτά. Ήταν η πρώτη φορά που δικές μας πράξεις θα είχαν συνέπειες πάνω στις ζωές πολλών ανθρώπων. Ποιο θα ήταν το αντίκρισμα που θα μπορούσε να ισοσταθμίσει το αίμα που θα χυνόταν; Το δίλημμα αυτό με βασάνιζε μέχρι που τα τανκς εισβάλανε στο Πολυτεχνείο. Δεν έκανα καμία κίνηση κι ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Από τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη πολλές ομάδες φοιτητών δούλευαν για να πραγματοποιηθούν κάποιες κινητοποιήσεις. Βρισκόμουν σ’ επαφή με κάποιες τέτοιες ομάδες. Δε συμμεριζόμουν όμως την αισιοδοξία τους.

 Πίστευα ότι τα γεγονότα στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου έδρασαν σαν εκτόνωση για τον κόσμο. Επιπλέον, οι φοιτητές ήταν απασχολημένοι με την εξεταστική περίοδο του Οκτώβρη. Όσο για τους οικοδόμους, παρ’ όλη την ανεργία, υπήρχε μια κάποια προσωρινή απασχόληση που σημειώνεται κάθε φθινόπωρο. Κατά τη γνώμη μου η πιο κατάλληλη στιγμή για κινητοποιήσεις ήταν ο Φλεβάρης. Όταν στις 12 του Νοέμβρη μού είπαν ότι σύντομα θα πραγματοποιούνταν κάποιες συγκεντρώσεις στη Νομική και στο Πολυτεχνείο, δεν έδωσα και. μεγάλη σημασία. Στις 14 μου τηλεφώνησαν στη δουλειά ότι είχε αποφασιστεί να καταληφθεί το Πολυτεχνείο και, αν αυτό δεν ήταν δυνατό, θα γινόταν κατάληψη της Νομικής. Προφασίστηκα στη δουλειά ότι κάτι συμβαίνει στο σπίτι και έφυγα. Αργά το μεσημέρι η κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί.

Γινόταν κομφούζιο. Η ΚΝΕ φανερά και ο «Ρήγας» με κάποια μεσοβέζικη στάση πάλευαν ακόμη να μη γίνει κατάληψη. Η προσέλευση του κόσμου, όχι μόνο φοιτητών, ήταν τέτοια που δεν τους επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν βία, κι έτσι άνοιξαν τον οχετό της συκοφαντίας και της λάσπης. «Προβοκάτορες», «ύποπτοι», «χαφιέδες» ήταν οι πιο συνηθισμένοι χαρακτηρισμοί. Παρ’ όλα αυτά, αργά το απόγευμα η κατάληψη είχε πραγματοποιηθεί. Χωρίς να πάρουν ανάσα, οι καταληψίες στρώθηκαν στη δουλειά. Οι γενικές συνελεύσεις των σχολών εξέλεξαν μια συντονιστική επιτροπή αγώνα, τη LEA, όπως έγινε αργότερα γνωστή. Παράλληλα, μερικοί εργάτες άρχισαν τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας εργατικής συνέλευσης. Αν και η αποβολή μου είχε αρθεί με την αμνηστία και τυπικά είχα την ιδιότητα του φοιτητή, δεν πήρα μέρος στις συνελεύσεις της σχολής. Οι γκρίνιες, οι μικροπολιτικοί καβγάδες και οι ανταγωνισμοί μου έφερναν αποστροφή.

Ούτε και στην εργατική συνέλευση πήρα μέρος. Μόλις ηρέμησαν τα πράγματα και υποχώρησαν οι ρεφορμιστές, αισθάνθηκα την ανάγκη να σκεφτώ ήρεμα. Αν πράγματι βρισκόμαστε στις παραμονές μεγάλων κινητοποιήσεων, φωνακλάδες για τις συνελεύσεις ή την εργατική συνέλευση υπάρχουν αρκετοί. Με τα οδοφράγματα όμως τι θα γίνει; Ήδη είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος έξω από το Πολυτεχνείο. Όλες οι μάχες κρίνονται στο δρόμο, όχι σε κλειστές αίθουσες. Η παρουσία της αστυνομίας ήταν ενισχυμένη, αλλά μέχρι εκείνη την ώρα κρατούσε μάλλον διακριτική στάση. Οι περαστικοί έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον. Πλησίαζαν, ρωτούσαν τι συμβαίνει και συνέχιζαν την πορεία τους. Στην Πατησίων κοντά στο Πολυτεχνείο, στη Στουρνάρα, στην πλατεία Εξαρχείων και στα γύρω στενά υπήρχαν πολλές ομάδες νεαρών που συζητούσαν ζωηρά.

Υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Άλλοτε οι ομάδες έσμιγαν, άλλοτε χωρίζονταν, για να ξανασμίξουν αργότερα σε ένα μικρό πλήθος που προσπαθούσε να κλείσει κάποιο δρόμο φωνάζοντας συνθήματα. Επιστρατεύτηκαν μαρκαδόροι, αργότερα εμφανίστηκαν σπρέι. Οι περαστικοί άρχισαν να επιβραδύνουν τα βήματά τους, άλλοι καθυστερούσαν ακόμη περισσότερο. Υπήρχαν και μερικοί που ενώνονταν με τις ομάδες των νεαρών. Τα τρόλεϊ επιβράδυναν την πορεία τους, έτσι που να δώσουν τη δυνατότητα σε νεαρούς να κολλήσουν κάποια χειρόγραφη αφίσα, που την κουβαλούσαν σ’ ολόκληρη τη διαδρομή τους. Σιγά-σιγά το πλήθος μεγάλωνε. Ήταν σαν μια γιορτή, απ’ αυτές που κάνουν οι μεσήλικες της τάδε τάξης, για να ξανασφίξουν τους δεσμούς τους που είχαν χαλαρώσει με το χρόνο και για να θυμηθούν τις παλιές χαρές. Σίγουρα οι νέοι, ιδίως οι έφηβοι, ακόμη και τα παιδιά, ήταν η συντριπτική πλειοψηφία. Ωστόσο έβλεπες ανθρώπους της γενιάς του 114, ακόμη και μεγαλύτερους.

Πολλοί είχαν κοιλίτσες και φαλάκρες. Τους έβλεπες να το απολαμβάνουν πιο πολύ από τους νέους. Τόσα χρόνια είχαν πάθει αγκύλωση μέσα στο «γύψο». Τώρα τους έβλεπες χαρούμενους και κεφάτους να φωνάζουν πιο δυνατά από τους νέους: «Έξι χρόνια αρκετά, δε θα γίνουνε εφτά». Όσο προχωρούσε η ώρα το πλήθος μεγάλωνε. Τώρα τα πεζοδρόμια δε χωρούσαν όλο αυτό το ανθρωπομάνι. Η αστυνομία προσπαθούσε να κρατήσει τους δρόμους ανοιχτούς στην κυκλοφορία, αλλά μάταια. Άρχισε να κλείνει και η Πατησίων κοντά στο Πολυτεχνείο. Τα συνθήματα πύκνωναν. Τα πιο πολλά στρέφονταν ενάντια στη Χούντα. Οι μαοϊκοί προσπαθούσαν να περάσουν κάποια δικά τους συνθήματα. Το σύνθημα «Λαοκρατία» ξυπνούσε κάποιους παλιούς γνώριμους ήχους και το φώναζαν πολλοί, αν και λίγο μουδιασμένα.

Τα συνθήματα των αναρχικών, όπως «Κάτω το κράτος», δεν τα υιοθετούσε κανείς. Ηχούσαν κάπως παράξενα, αφού το κίνημα των αναρχικών δεν είχε καμιά παράδοση στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν κινήθηκε κανείς εναντίον τους, αν και κάποιοι σταλινικοί το προσπάθησαν. Οι προσπάθειές τους πνίγηκαν μέσα στη γενική ανεκτικότητα του κόσμου. Ακόμη και όταν έκαναν την εμφάνισή τους μικρές ομάδες από λεσβίες, με το σύνθημα «Κάτω η παγκόσμια κυριαρχία του φαλλού», ο κόσμος γέλασε αλλά δε σημειώθηκε καμιά εχθρική διάθεση. Υπήρχε ανεκτικότητα, σεβασμός θα μπορούσε να πει κανείς, ο’ οποιονδήποτε συμμετείχε στα γεγονότα. Αυτά βέβαια που συγκινούσαν το πλήθος και τα φώναζαν όλοι γενικά ήταν τα συνθήματα ενάντια στη Χούντα και τους Αμερικανούς. Τα συνθήματα επίσης ενάντια στην εργοδοσία και το κεφάλαιο επαναλαμβάνονταν από πολλούς, παρόλο που η Σ.Ε κατάγγειλε σαν ξένο προς τη συγκέντρωση κάθε σύνθημα που δεν είχε να κάνει με τα φοιτητικά αιτήματα ή γενικές δημοκρατικές ελευθερίες.

 Όσο προχωρούσε η νύχτα ο κόσμος αραίωνε στους δρόμους. Οι πιο πολλοί όμως δεν πήγαιναν στα σπίτια τους. Τα καφενεία, οι ταβέρνες και τα διάφορα στέκια στο κέντρο ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Πολλοί πετάγονταν μέχρι το Πολυτε¬χνείο και ξαναγύριζαν. Αλλά και απ’ αυτούς που είχαν πάει σπίτια τους ήταν πολλοί που επισκέπτονταν’ έστω και για λίγο το Πολυτεχνείο που είχε γίνει η καρδιά της πόλης. Εκείνο το βράδυ συναντήθηκα στο δρόμο με πολλούς γνωστούς. Μερικοί, μόλις με έβλεπαν, μου φώναζαν αστειευόμενοι αν έχω καμιά βόμβα.

Ο Πάνος Τζαβέλας, με τη γνωστή του αθυροστομία, μου φώναξε από αρκετή απόσταση «Ρε παλιόπαιδο, καμιά βόμβα για μας δεν υπάρχει;». Οι πιο πολλοί από δαύτους ήταν από το ΚΚΕ Εσωτερικού και λίγοι από το ΚΚΕ. Στα πειράγματα αυτά δε διέκρινες το σαρκασμό και την ειρωνεία που συναντούσα από τους ίδιους ανθρώπους παλιότερα. Απόδειξη ήταν οι αγκαλιές και τα φιλιά. Όλοι αυτοί βέβαια δεν είχαν υιοθετήσει την τακτική της «βόμβας», αλλά η στάση τους απέναντι μου είχε αλλάξει. Στη φυλακή με αντιμετώπιζαν από ειρωνικά μέχρι εχθρικά. Μπορεί όλος αυτός ο κόσμος της παραδοσιακής αριστεράς να έδειχνε μια κάποια ανοχή απέναντι μου, αλλά υπήρχαν και άλλοι που τους ενδιέφερε πολύ να έχουν σχέσεις μαζί μου.

Η δημοσιότητα που δόθηκε στη δίκη μου, η γκάφα του πυροτεχνουργού και οι υπερβολές της Ασφάλειας που, για δικούς της λόγους, έδωσε πολύ μεγαλύτερο βάρος στην περίπτωσή μου, δημιούργησαν ένα μικρό μύθο γύρω από το όνομά μου. Αυτός τροφοδοτούνταν διαρκώς από γνωστούς μου που δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα εναντίον της δικτατορίας. Αυτό στάθηκε αφορμή να παρουσιάζω κάποιο ενδιαφέρον όχι μόνο για την Ασφάλεια, αλλά και για πάρα πολλούς ζωηρούς νεαρούς. Μετά την αποφυλάκισή μου με πλησίασαν αρκετοί. Οι πιο πολλοί ήταν φαιδρές καταστάσεις. Μερικοί ήταν σοβαροί. Όμως η διακριτική αλλά συνεχής παρακολούθηση από τη μεριά της Ασφάλειας με έκανε επιφυλακτικό. Πάντα παραμόνευε ο κίνδυνος να πέσουμε πάνω σε στημένους προβοκάτορες. Αυτή η επιφυλακτική στάση, βέβαια, είχε νόημα μόνο για τις περιόδους ρουτίνας, τότε που ο κόσμος παρέμενε σπίτι του και κάθε ατομική ενέργεια δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα.

Με την κατάληψη όμως του Πολυτεχνείου και τη συμμετοχή του κόσμου τα πράγματα άλλαζαν. Βέβαια ο κίνδυνος προβοκάτσιας εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά, όταν υπάρχει γενική κινητοποίηση, ο ρόλος αυτών των τρωκτικών μειώνεται. Όταν μια εξέγερση βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν έχουν το χρόνο να προγραμματίσουν κάποια αποτελεσματική προβοκάτσια. Στις περιπτώσεις αυτές κάθε πράξη από τη μεριά των εξεγερμένων είναι από τη φύση της μια πρόκληση. Την Τετάρτη το βράδυ δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί η έκταση που θα έπαιρναν τα γεγονότα. Οταν όμως κάποιος ζει σε μια συνεχή υπερένταση ερευνώντας τον ορίζοντα μην τυγόν και ανακαλύψει ίχνη κάποιας επαναστατικής θύελλας, μπορεί να πάρει ακόμη και μια ψιχάλα σαν προμήνυμα κάποιας καταιγίδας.

Πολύ περισσότερο που τα γεγονότα της Τετάρτης δεν ήταν και μια ψιχάλα. Όλες αυτές οι σκέψεις με οδήγησαν να δεχτώ την πρόσκληση που μου έκαναν κάποιοι νεαροί. Δεν τους γνώριζα και πολύ καλά, αλλά το διακινδύνεψα και πήγα στο ραντεβού. Τους βρήκα σε κάποιο παλιό νεοκλασικό σπίτι, κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, που ήταν μάλλον ακατοίκητο και το ‘χαν καταλάβει και το χρησιμοποιούσαν σαν στέκι τους. Δε μου άρεσε καθόλου το μέρος. Ήταν αδύνατο να μην είναι εντοπισμένο από την Ασφάλεια. Τέτοιες όμως ώρες η συνωμοσία έπαι¬ζε περιορισμένο ρόλο και δεν είχα να χάσω τίποτα. Μέσα στο τεράστιο ψηλοτάβανο σαλόνι με τις γύψινες διακοσμήσεις ήταν ένα τσούρμο νεαροί που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Μαθημένος στους συνωμοτικούς κανόνες, αισθάνθηκα σαν να ήμουν γυμνός μέσα σ’ ένα γυάλινο κλουβί καταμεσής στο δρόμο.

Εκείνο που παρατηρούσε κανείς, από τις πρώτες στιγμές, ήταν ότι γίνονταν παράλληλοι μονόλογοι. Δεν υπήρχε ίχνος κάποιου συνεκτικού διαλόγου. Ξεκομμένες φράσεις που αναφέρονταν στην εξέγερση, από τον Τρότσκι, τον Μπακούνιν και τον Μάο Τσε-τουνγκ, φράσεις που δεν είχαν κάποια λογική συνοχή. Προσπάθησα να τους πω ότι ήταν αναγκαία μια έστω και υποτυπώδης θεωρητική γνώση της εξέγερσης, και αυτό όχι από ακαδημαϊκή άποψη αλλά σε σχέση με τα πρακτικά καθήκοντα. Χάλασαν τον κόσμο. Για πρώτη φορά τούς είδα ενωμένους στην αντίρρηση που έδειχναν σε κάθε συστηματική δουλειά. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν γνώσεις πάνω σε εκρηκτικά, αλλά και τα ίδια αυτά τα υλικά.

 Όταν με συνέλαβαν είχαν πάρει κάπου εξήντα κιλά εκρηκτικά και ένα μικρό πιστόλι. Ο κύριος όμως όγκος βρισκόταν ακόμη φυλαγμένος και καλά διατηρημένος. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αμέσως. Να χρησιμοποιηθεί αμέσως ήταν ένας λόγος – αλλά από ποιους; Όλος αυτός ο κόσμος κάθε άλλο παρά για ένοπλη πρωτοπορία της εξέγερσης έκανε. Περιορίστηκα σε πρακτικές τεχνικές συμβουλές. Ένιωθα ρίγος και μόνο με τη σκέψη ότι αυτοί οι επιπόλαιοι νεαροί θα μπορούσαν να έχουν στην κατοχή τους μερικές εκατοντάδες κιλά δυναμίτη. Λίγο μετά τις δώδεκα το βράδυ μπόρεσα να ξεφύγω απ’ αυτή την επαναστατική Βαβυλωνία και πήρα το δρόμο για το Πολυτεχνείο με έναν ελαφρό πονοκέφαλο.

Με πλησίασαν δυο-τρεις νεαροί από την προηγούμενη παρέα. «Απογοητεύτηκες εκεί μέσα;», με ρώτησαν. «Ε, δεν τα βρίσκει κανείς όπως τα θέλει», τους απάντησα ευγενικά. Μου είπαν πως υπάρχουν πιο σοβαρές καταστάσεις και αν ήθελα θα με έφερναν σε επαφή την άλλη μέρα. Δε θα έχανα και τίποτα, εκτός από το χρόνο μου, και δέχτηκα. ‘Οταν βρέθηκα μόνος μου ταλαντεύτηκα για αρκετή ώρα. Από τη μια μεριά η συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο ασκούσε πάνω μου μια γοητεία. Από την άλλη οι ελπίδες που είχα να συμβάλω ώστε το ξεσήκωμα αυτό να μετατραπεί σε εξέγερση και, ει δυνατόν, σε ένοπλη εξέγερση δε μ’ άφηναν να ησυχάσω. Χρόνια τώρα μελετούσα γενικά την τεχνική της εξέγερσης.

Ήξερα με λεπτομέρειες όλες τις εξεγέρσεις, από τις αγροτικές ζακερί του 14ου αιώνα μέχρι και τις πιο πρόσφατες. Τώρα φαινόταν ότι βαδίζαμε για ένα τέτοιο ξεσήκωμα. Ήταν ευκαιρία  όλη αυτή η θεωρητική γνώση να μπει στην κρίση της πράξης. Ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες έδειχναν να «ωριμάζουν» με γρήγορους ρυθμούς, ο «υποκειμενικός παράγοντας» έλειπε παντελώς. Σκέφτηκα πως ίσως αργότερα θα μπορούσα να δώσω κάποια εξήγηση. Εκείνη την ώρα έκανα εναγώνιες προσπάθειες να πείσω όσους μπορούσα. Από τους παλιούς συντρόφους στεκόταν στα πόδια του ένας μόνο, ο Νίκος. Ήταν ένα περίεργο κράμα. Φανατικός εργατιστής, αλλά πίστευε ότι οι συνδικαλιστικοί αγώνες δεν είναι παρά μια προετοιμασία για τον ένοπλο αγώνα της εργατικής τάξης.

Δεν έτρεφε καμιά εμπιστοσύνη σε οποιονδήποτε δεν ήταν εργάτης. Πίστευε ότι το μοναδικό εχέγγυο για μια σοσιαλιστική δημοκρατία είναι η ένοπλη εργατική τάξη και δε δίσταζε να κατηγορήσει και τον ίδιο τον Μαρξ για… καιροσκοπισμό επειδή είχε μιλήσει για ένοπλο έθνος. Παρόλο που συμμετείχε στους διεκδικητικούς αγώνες, δεν έπαυε να προσπαθεί να δημιουργήσει ένοπλους πυρήνες από εργάτες, σαν σπέρματα για τη μελλοντική εργατική πολιτοφυλακή. Δεν ήξερα ποιες ήταν οι απόψεις του τελευταία. Ίσως να είχε αλλάξει. Αλλά ο ήρεμος και προγραμματισμένος χαρακτήρας του ήταν πάντα ένα καλό αντιστάθμισμα στη δική μου κάπως τυχοδιωκτική και ευκολομετάβλητη φύση. Νωρίς το απόγευμα ήταν στην κατάληψη, αλλά αποκλείεται να κλείστηκε μέσα στο Πολυτεχνείο. Το πεδίο δράσης του δεν ήταν οι κλειστοί χώροι με λόγια, αλλά οι επισκέψεις σε εργοστάσια και οι επαφές με νεαρούς και εργάτες. Τέτοια ώρα ίσως τον έβρισκα σπίτι του.

Σε αντίθεση με μένα, που εκείνη την εποχή γύριζα από σπίτι σε σπίτι σαν το σπουργίτι, αυτός είχε μόνιμο σπίτι και μάλιστα δικό του. Ένα μικρό διαμέρισμα σε κάποια εργατική συνοικία στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Τον πήρα στο τηλέφωνο, ήταν εκεί καν ήθελε να με δει. Η συζήτηση που είχα μαζί του έχει αρκετό ενδιαφέρον και αξίζει να καταγραφεί. Του είπα για τη συνάντηση που είχα πριν από λίγη ώρα στα Εξάρχεια. Μόλις τ’ άκουσε, άναψε. «Αυτά τα παλιόπαιδα», είπε, «νομίζουν ότι εμείς οι παλιοί είμαστε κότες, αλλά οι ίδιοι δεν έχουν καμιά σχέση με την επαναστατική αριστερά. Είναι ξέμπαρκοι που παριστάνουν τους επαναστάτες. Σκοπός τους είναι να γίνουν αρχηγοί της εργατικής τάξης. Με την ίδια ευκολία αύριο θα γίνουν στελέχη όχι μόνο των αστικών κομμάτων, αλλά και φασίστες». Μόλις ξεθύμωσε, με ρώτησε αν τους είχα δώσει τίποτα υλικά.

Δεν ήθελα να φανερώσω όλα μου τα χαρτιά και του απάντησα ότι δεν είχα τίποτα στα χέρια μου, αλλά δεν ήταν δύσκολο να βρω. Δε με πολυπίστεψε ότι δεν είχα τίποτε, αλλά μου ξανάπε με έμφαση να μη ξεγελαστώ και δώσω τίποτα. «Είναι ανίκανοι», είπε και το επανέλαβε δυο- τρεις φορές. Τον βεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να ασχοληθώ μαζί τους και γι’ αυτό το λόγο πήγα να τον βρω, να δούμε αν μπορεί να γίνει τίποτα προς τη δική του κατεύθυνση. «Μη χτυπάς τη γροθιά σου στο μαχαίρι», μου απάντησε και συνέχισε με εκείνη τη γνωστή του ευγλωττία και τα λογικά του επιχειρήματα που σε συνέπαιρναν, αν και μου γινόταν απωθητικός. «Αν παρατηρήσουμε τη σημερινή πραγματικότητα, έτσι όπως είναι γυμνή και όχι όπως θα θέλαμε να είναι, τότε θα δούμε ότι πάμε για μια σύγκρουση, ο κόσμος δεν ανέχεται άλλο αυτή την εξουσία που από τη μεριά της δεν έχει περιθώρια ελιγμών κάνοντας υποχωρήσεις.

 Αυτοί που έχουν ξεσηκωθεί είναι το φοιτηταριό και διάφορα αστικά και μικροαστικά στοιχεία. Η εργατική τάξη είναι ακόμη αμέτοχη ο’ αυτές τις διαδικασίες. Αλλά και αν ακόμη παραβλέψουμε το γεγονός αυτό και το δούμε σαν μια αυθόρμητη εξέγερση αυτού του κόσμου, δεν έχει καμιά ιδεολογική, πολιτική και κυρίως στρατιωτική προετοιμασία. Συνήθως η  ήττα είναι η πιο πιθανή έκβαση που_θα μπορούσε να  έχει αυτή σύγκρουση. Η μορφή της σύγκρουσης μας είναι δοσμένη, δεν είναι τίποτα καινούριο. Σε κάθε δύσκολη στιγμή η Χούντα κατεβάζει τα τανκς στους δρόμους.

‘Ετσι θα κάνει και τώρα.. Θα κατεβούν τα άρματα μάχης στους δρόμους της Αθήνας, θα τρομοκρατήσουν τον πολύ κόσμο, το πολύ-πολύ θα καθαρίσουν και μερικούς ζόρικους και θα πετάξουν τα παιδάκια από το Πολυτεχνείο». «Ίσως να γίνει αυτό που λες», τον διέκοψα σοκαρισμένος με τον κυνισμό του, «εκτός κι αν κάποιοι κόψουν το δρόμο στα τανκς». «Δεν ξέρω αν αυτό είναι δυνατό, αλλά ας παραδεχτώ ότι με κάμποσα εκρηκτικά και κάποια φλεγόμενα οδοφράγματα σταματήσουν για λίγο τα άρματα, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα αυτών των κάποιων; ‘Οταν περάσει η πρώτη σύγχυση και ο πανικός στους αξιωματικούς, θα συνεχίσουν την πορεία τους. Το κυριότερο είναι πώς θα αντιδράσουν οι καραβανάδες στο διάστημα που θα βρίσκονται σε σύγχυση. Για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, χωρίς κανένα επεισόδιο, ίσως χρειαστεί να υπάρξουν και λίγα θύματα. Αν δεχτούν επίθεση σκέφτεσαι πόσα κορμιά θα πέσουν; Ποιο θα είναι το αντίκρισμα για το αίμα που θα χυθεί; Και υπεύθυνοι θα είναι αυτοί οι κάποιοι που σίγουρα δεν είναι ανώνυμοι».

Του παρατήρησα ότι είχε γίνει πολύ ηθικολόγος. Φαινομενικά ήμουν ατάραχος, αλλά τα τελευταία του λόγια με έκαναν να ανατριχιάσω. Επέμενα, ωστόσο, ότι αν μπορούσε να ανακοπεί προσωρινά η πορεία του στρατού, ίσως έδινε τη δυνατότητα στον κόσμο να ανασυνταχτεί. «Μην παρασύρεσαι», μου είπε, «από τη στάση του κόσμου απέναντι στην αστυνομία. Με τη γενίκευση της στράτευσης η αστική τάξη έχει καταφέρει να κάνει το στρατό ταμπού. Ο φαντάρος δεν είναι ο έμμισθος πραιτοριανός της εξουσίας, αλλά ο στρατευμένος εργάτης και αγρότης, είναι ένα μέρος του ίδιου του λαού, είναι παιδιά του και αδέρφια του, δεν μπορεί να σηκώσει χέρι εναντίον του». «Τότε αποκλείεις τη δυνατότητα νίκης για την επανάσταση», παρατήρησα. «Όχι», μου απάντησε. «Αρχίζεις να ξεχνάς την ιστορία.

Στις πραγματικά επαναστατικές περιόδους η επανάσταση αγγίζει και τον ίδιο το στρατό. Επέρχεται σύγχυση, ένα τμήμα παίρνει το μέρος των επαναστατημένων, ένα άλλο αδρανεί και ένα πολύ μικρό κομμάτι παίρνει το μέρος της αντεπανάστασης». Αυτή του η προσκόλληση στη θεωρία και τη λογική άρχισε να με νευριάζει, αλλά τα λόγια του για το αίμα που θα μπορούσε να χυθεί, χωρίς κανένα αντίκρισμα, με τάραξαν πραγματικά. Η νύχτα προχωρούσε. Ό,τι είχαμε να πούμε το είχαμε πει. Δε συμφωνούσαμε. Ένιωθα το κεφάλι μου άδειο. Δεν είχα τη δύναμη να σκεφτώ. Φαίνεται πως είδε την κατάστασή μου και μου πρότεινε να κοιμηθώ σπίτι του. Δέχτηκα, μιας και ήταν ήδη πολύ αργά για να φύγω.

 Ο λίγος ύπνος με ξεκούρασε και την επομένη το πρωί σηκώθηκα αρκετά ευδιάθετος. Μου πρότεινε να πάμε να μοιράσουμε προκηρύξεις που είχαν γράψει και άλλες που του έφεραν από την εργατική συνέλευση. Αρνήθηκα και τράβηξα για το κέντρο. Παρόλο που η ώρα ήταν προχωρημένη, στην πλατεία Κοτζιά υπήρχε αρκετή κίνηση. Ήταν πολλοί που δεν πήγαν στη δουλειά τη μέρα εκείνη. Στο χώρο των μπετατζήδων κυρίως, αλλά και σε άλλους κλάδους, υπήρχαν διακόσια με τριακόσια άτομα, παλιοί λαμπράκηδες και εδαίτες, αλλά τώρα ανένταχτοι, που ήταν παρόντες σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις των οικοδόμων. Οι αγωνιστές αυτοί είχαν απογοητευτεί από το ρεφορμισμό της ηγεσίας της αριστεράς, δε συμμετείχαν σε καμιά οργάνωση, αλλά ήταν εξαιρετικά πολιτικοποιημένοι. Συνήθως, όταν υπήρχαν κινητοποιήσεις, συγκεντρώνονταν στην πιάτσα των μπετατζήδων και όχι στις δικές τους. Ήταν σαν να είχαν μυριστεί τα γεγονότα και δεν τους έκανε καρδιά να πάνε για δουλειά. Τα μέλη της εσακ και του ΑΕΜ ήταν παρόντα.

Η βάση αυτών των παρατάξεων ένιωθε ιούς κραδασμούς του κόσμου και πολλές φορές έπαιρνε μέρος στα γεγονότα παρά την εκφρασμένη αντίθεση της ηγεσίας. Όλα τα ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη της παραδοσιακής αριστεράς ήταν πανέτοιμα να υπερασπιστούν τη γραμμή των κομμάτων χους. Επίσημα δεν υπήρχε καμιά γραμμή. Η πρώτη τους εκτίμηση για τριακόσιους εξτρεμιστές προβοκάτορες είχε διαψευστεί παταγωδώς από τα γεγονότα. Ανεπίσημα όμως πίεζαν για μια συνδιαλλαγή. Προωθούσαν σαν λύση μια διαπραγμάτευση των καθηγητών με την κυβέρνηση. Ήδη κυκλοφορούσε η φήμη ότι οι συνελεύσεις της Νομικής και της ΑΣΟΕΕ θα αποφάσιζαν τη λύση της κατάληψης.

Όλες αυτές οι φήμες άρχισαν να εξοργίζουν όχι μόνο τους αριστερούς αντιπολιτευόμενους, αλλά και τα ίδια τα μέλη της παραδοσιακής αριστεράς. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια μικρή διαδήλωση που έκανε πορεία προς το Πολυτεχνείο. Επικεφαλής της πορείας μπήκαν στελέχη της ΕΣΑΚ. Φαίνεται ότι το KKΕ. ταλαντευόταν διαρκώς. Η παρουσία της αστυνομίας δεν ήταν αρκετά έντονη, και η πορεία μπήκε στο Πολυτεχνείο. Η θέα αυτών των λίγων οικοδόμων σκόρπισε ενθουσιασμό. Οικοδόμοι υπήρχαν βέβαια μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο (κυρίως έξω, στους γύρω δρόμους ήταν πολύ περισσότεροι). Όμως η θέα αυτής της μικρής πορείας, όπως ήταν παρατεταγμένη και με τη φυσική της ηγεσία μπροστά, είχε διαφορετικό βάρος στα μάτια του απλού θεατή. Μέσα στο Πολυτεχνείο οι συνελεύσεις των σχολών βρίσκονταν κάτω από την επίδραση δύο διαφορετικών τάσεων.

Οι ρεφορμιστές, που έκφραζαν και τους φοιτητές των μεγάλων ετών και ιδιαίτερα αυτούς που ήταν στο πτυχίο, πίεζαν για μια συνδιαλλαγή. Αυτός ήταν και ο στόχος της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, που εξαντλούσε και τα τελευταία περιθώρια ανοχής των «κανταφικών» του Ιωαννίδη. Οι ξεσηκωμένες όμως μάζες που είχαν αρχίσει να γεύονται την ελευθερία δεν ήταν διατεθειμένες να κάνουν πίσω. Ο φόβος, η ρουτίνα, η πλήξη που τόσα χρόνια τύλιγαν σαν σκόνη το πλήθος είχαν εξαφανιστεί. Τη θέση τους πήραν ο αυθορμητισμός, το ενδιαφέρον για τα κοινά και η μαζική δημιουργική πρωτοβουλία.

 Σε κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς αντιδρούν στην καπηλεία της εξέγερσης από τη μεριά των κομμάτων, που όχι μόνο δε συμμετείχαν (σαν κόμματα) αλλά ήταν εναντίον της, με το σύνθημα «Το Πολυτεχνείο δεν ήταν γιορτή, αλλά εξέγερση και πάλη λαϊκή». Το σύνθημα αυτό είναι λαθεμένο. Αν λαϊκή γιορτή σημαίνει ότι οι μάζες δεν είναι θεατές, αλλά δρώντα πρόσωπα που διαμορφώνουν οι ίδιες τα δρώμενα, τότε μπορούμε να πούμε ότι κάθε εξέγερση είναι γιορτή, με την πιο πιστή και πρωτογενή σημασία της λέξης. Μέχρι τότε η καταπίεση, οι ταπεινώσεις, οι εξευτελισμοί και η αναγκαστική εξατομίκευση έβρισκαν σαν μοναδική διέξοδο την γκρίνια, τους μικροκαβγάδες ή το ποδόσφαιρο. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι αυτής της κατάστασης, καλυμμένοι με την ισχύ και το κύρος της εξουσίας, βρίσκονταν έξω από το στόχαστρο της λαϊκής αγανάκτησης, που τώρα έβρισκε τον πραγματικό της στόχο: «Κάτω ο Παπαδόπουλος». Αυτός που είχε βασανιστεί και ταπεινωθεί στα άντρα της Ασφάλειας (και δεν ήταν ένας και δύο, αλλά κάπου 70.000) σήκωνε τη γροθιά του απέναντι στους βασανιστές του κραυγάζοντας «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός».

Ο «καλός Βασίλης», που κάθισε φρόνιμα έξι χρόνια με ανταμοιβή ένα αυτοκινητάκι ή κάποιο διαμέρισμα-φυλακή, προσπαθούσε να πνίξει τις τύψεις συνείδησης για την υποταγή του δείχνοντας την πιο μεγάλη αδιαλλαξία στις μάχες με την αστυνομία. Αυτός που περνούσε μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την περιέργειά του παρασυρόταν από το μεγαλειώδες θέαμα της απελευθέρωσης των μαζών και συμμετείχε στις διαδηλώσεις. Ο εργάτης, που τόσα χρόνια ένιωθε στο πετσί του την αλλοτρίωση, την καταπίεση και τη βάρβαρη εκμετάλλευση, ξυπνούσε από το λήθαργο και ένωνε τη φωνή του με τον «εξτρεμιστή προβοκάτορα»: «Κάτω το κεφάλαιο». Το πλήθος έσπαζε το «γύψο» και μεγάλωνε διαρκώς σαν χιονοστιβάδα. Αυτή η χιονοστιβάδα ήταν που έκανε τις άτολμες φωνές των ρεφορμιστών πιο ασθενικές. Οι συνελεύσεις των σχολών, κάτω από την πίεση αυτή, έπαιρναν όλο και πιο πολλά πολιτικά συνθήματα.

Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστεί η ΣΕΑ, που είχε και τον έλεγχο του ραδιοφωνικού σταθμού, να περάσει κάποιες προκηρύξεις της εργατικής συνέλευσης. Οι επαγγελματίες γεφυροποιοί δεν το έβαλαν κάτω. Προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν το πλήθος με άλλους τρόπους. ‘Οταν δεν μπορούσαν να σπάσουν ένα κίνημα με τη φυσική βία (με τις «αλυσίδες») χρησιμοποιούσαν την προβοκατορολογία. Από τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου, τον ραδιοφωνικό σταθμό του και όλα τα έντυπα μέσα που επηρέαζαν άμεσα και έμμεσα γίνονταν συνεχείς αναφορές σε προβοκάτορες. Με προφορικό, υπόγειο τρόπο έριχναν λάσπη σε επώνυμους αγωνιστές.

 Αναμφίβολα, προβοκάτορες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξαν, αλλά, όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενες σελίδες, δεν ήταν αυτοί που οδήγησαν στη σύγκρουση και την εισβολή των τεθωρακισμένων. Από τη στιγμή που το μαζικό κίνημα ξεπέρασε το στάδιο συμπαράστασης στους φοιτητές και ήταν αυτό που ανάγκασε τους τελευταίους να πολιτικοποιήσουν το δικά τους κίνημα, τα περιθώρια συναλλαγής με την κυβέρνηση εξαντλήθηκαν. Τα μόνα όπλα που διέθετε η τελευταία ήταν οι πολιτικοί και η αστυνομία. Είχε και μια δεύτερη επιλογή: να αφήσει το κίνημα να εκφυλιστεί. Αυτή η προοπτική ήταν πιθανή. Ωστόσο μεσολαβούσε σαββατοκύριακο και η συρροή του κόσμου μπορούσε να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις. Μα κι αν ακόμα κατόρθωνε να αδειάσει το Πολυτεχνείο την επόμενη εβδομάδα, δημιουργούνταν ένα κακό προηγούμενο. Εννοείται ότι ο στρατιωτικός νόμος είχε κηρυχτεί ακριβώς για να σταματήσει την «οχλαγωγία». Αν δεν μπορούσε να το πετύχει αυτό, τότε δε διέφερε σε τίποτα από τους «φαύλους πολιτικάντηδες» που είχε εκδιώξει.

 Ίσως ο Καραμανλής διέθετε περισσότερο κύρος να χειριστεί τις οχλαγωγίες. Κι αυτός καραδοκούσε μ’ ένα τσούρμο αστούς δημοκράτες και ρεφορμιστές να ξαναπάρει την εξουσία. Επιπλέον, η περίπτωση του αντιτορπιλικού «Βέλος» έδειχνε ότι εξακολουθούσε να ‘χει στηρίγματα στο στρατό. Με λίγα λόγια, αν εξακολουθούσαν να συμβαίνουν γεγονότα («οχλαγωγίες»), όπως στο μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου ή αυτά τώρα, η παρουσία των χουντικών στην εξουσία ήταν περιττή, θα ‘πρεπε να ξαναγυρίσουν στο στρατώνα. Ξέχωρα που αρκετοί θα πλήρωναν λίγο-πολύ ακριβά το πραξικόπημα του ’67. Τα γεγονότα αυτά ήταν μια πολύ καλή αφορμή για να βάλουν ένα τέρμα στη στροφή Παπαδόπουλου προς έναν ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό. Το χτύπημα ενάντια στις μάζες που δεν ήταν διατεθειμένες να κάνουν πίσω ήταν αναπόφευκτο.

Η κατάσταση θύμιζε δύο λίμνες στις αντικριστές κορυφές μιας χαράδρας. Δυο λίμνες που ήταν γεμάτες ως τα χείλη. Η σταγόνα που χρειαζόταν για να ξεχειλίσουν και να σχηματίσουν δυο αντίρροπους χείμαρρους που θα συγκρούονταν σε κάποιο σημείο δεν έχει σημασία αν την έριχνε ένας προβοκάτορας, ένας «εξτρεμιστής», ή αν δημιουργούταν από ένα τυχαίο γεγονός. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σαν συνειδητή ή ασυνείδητη προβοκάτσια την εισβολή σε κάποιο αστυνομικό τμήμα ή το φόνο κάποιου αστυνομικού. Τέτοια όμως πράγματα δε συνέβησαν, αν και θα μπορούσε να σκοτωθεί κάποιος αστυνομικός, και μάλιστα όχι από χτύπημα. Θα μπορούσε μέσα σ’ εκείνο το χαλασμό να γλιστρήσει και να πάθει συγκοπή. Ποιος ιατροδικαστής τότε θα τολμούσε να γνωματεύσει ότι αιτία του θανάτου του ήταν αυτή και όχι κάποια σφαίρα πολυβόλου; Για να είμαστε ειλικρινείς τέτοιες σκέψεις έγιναν, όχι από κλειστές συνωμοτικές ομάδες, αλλά στον ευρύτερο χώρο της επαναστατικής αριστεράς.

Όλες αυτές οι ενέργειες ως την Πέμπτη το μεσημέρι ήταν πιθανές και σε σχέση με την έκβαση καν γεγονότων. Υπήρξα μάρτυρας πολλών τέτοιων συζητήσεων. Εκείνες τις ώρες της Πέμπτης, μάλιστα, έγιναν κάποιες απόπειρες κατάληψης δημόσιων κτιρίων για να σπάσει η απομόνωση του Πολυτεχνείου και, γιατί όχι, να σταματήσει το «αμφιθέατρο» να μονοπωλεί τον αγώνα με τις γνωστές του μανούβρες. Αυτές οι απόπειρες, ας σημειωθεί, έγιναν κυρίως μετά τους πρώτους πυροβολισμούς από τη μεριά των αστυνομικών την Παρασκευή. Μερικές τέτοιες ενέργειες έγιναν και το βράδυ της Πέμπτης, αλλά ήταν ελάχιστες και δε συμμετείχαν πολλοί. Η ώρα όμως περνούσε γρήγορα. Ήδη νωρίς το απόγευμα οι δρόμοι είχαν ξαναγεμίσει. Ήταν καιρός να σταματήσουν οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί και να αρχίσει η πραγματική δράση στους δρόμους. Γύρω στις εννιά το βράδυ μια μεγάλη αστυνομική δύναμη εμφανίστηκε στην οδό Πατησίων από τη μεριά του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.

Κάποιοι είπαν ότι είχε γίνει απόπειρα από κάποιους νεαρούς να πλησιάσουν το κτίριο. Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν είχε γίνει τέτοιο πράγμα εκείνη την ώρα, αλλά υστέρα από λίγες ώρες έγινε γνωστό ότι και από άλλα σημεία η αστυνομία προσπαθούσε να βγει στην Πατησίων για να την κρατήσει ανοιχτή σιη συγκοινωνία. Με την εμφάνιση αυτής της δύναμης, το πλήθος στη συμβολή αυτών των δύο δρόμων αραίωσε. Μέσα σε κείνο τον κενό χώρο βρεθήκαμε καμιά πενηνταριά άτομα. Γνωριζόμαστε ελάχιστα μεταξύ μας, αλλά δεν ήμαστε εντελώς άγνωστοι. Με μερικούς είχαμε βρεθεί ξανά μαζί στο δρόμο. Παλιοί Λαμπράκηδες που τώρα ήταν ρηγάδες και μαοϊκοί. Οι πιο πολλοί κρατούσαμε ξύλα. Απέναντι μας, σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου, η αστυνομική δύναμη.

Λίγα μέτρα μπροστά από την κύρια παράταξη δυο-τρεις αξιωματικοί. Πίσω μας το πλήθος. Πίστευα πως μετά τη θητεία μου στις συνωμοτικές οργανώσεις, τη σύλληψή μου και την ανάκριση, δε θα ένιωθα ποτέ τα γόνατά μου να τρέμουν μπροστά σε αστυνομικούς. Τι μπορούσαν να μου κάνουν περισσότερο απ’ ότι μου είχαν κάνει, όταν με είχαν ολομόναχο, ολόγυμνο και δεμένο στα χέρια τους; Κι όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο επικεφαλής της αστυνομίας με τη σφυρίχτρα στο στόμα μάς κοίταζε έναν- έναν. Έριξα μια λοξή ματιά πίσω μου. Το πλήθος συνεχώς αραίωνε. Αστραπιαία έπιασα τα μάτια των άλλων συναγωνιστών μου. Το βλέμμα τους ήταν ελαφρά ερωτηματικό. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν και το δικό μου. Υπολόγισα τα βήματα υποχώρησης που χρειαζόμουν για να είμαι ασφαλής. Ξανακοίταξα τον επικεφαλής της αστυνομίας. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Ήταν ατάραχος, ανέκφραστος. Ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν.

Ξαφνικά ακούστηκε ο οξύς ήχος της σφυρίχτρας. Ταυτόχρονα, οι επικεφαλής αστυνομικοί άρχισαν να προχωρούν και πίσω τους κινήθηκε ο σκοτεινός όγκος της κύριας παράταξης. Κάποιος συναγωνιστής δίπλα μου πέταξε ένα ξύλο που κρατούσε πάνω στον επικεφαλής. Αυτός παραμέρισε λίγο και το ξύλο έπεσε κάτω χωρίς να χτυπήσει κανέναν. Κάποιοι άλλοι δίπλα μου έκαναν μερικά βήματα πίσω, οι πιο πολλοί όμως παρέμειναν σας θέσεις τους. Μας χώριζαν ελάχιστα βήματα. Σηκώσαμε τα ξύλα, αλλά ταυτόχρονα προετοιμάστηκα να υποχωρήσω όσο χρειαζόταν για να είμαι ασφαλής. Τώρα αισθανόμουν καλύτερα. Όλες μου οι αισθήσεις βρίσκονταν σε ετοιμότητα. Ξαφνικά η κατάσταση αντιστράφηκε. Πάνω από εκατό άνθρωποι, κυρίως νεαροί, έφηβοι, ακόμη και παιδιά, γέμισαν τα κενά της δικής μας παράταξης. Ταυτόχρονα έπεσε ένας μικρός καταιγισμός από πέτρες και μικρά ξύλα από άλλους που ήταν σε μικρή απόσταση πίσω μας.

Η ορμή της αστυνομίας ανακόπηκε. Αυτό μας έδωσε θάρρος. Με σηκωμένα τα ξύλα, αντί να κάνουμε πίσω, κάναμε λίγα βήματα μπροστά. Αυτό μου στοίχισε, όχι ακριβά βέβαια. Ένας από τους αξιωματικούς έσκυψε, πήρε ένα κομμάτι ξύλο από αυτά που είχαν ριχτεί εναντίον του και το πέταξε πάνω μου. Προφυλάχτηκα, αλλά με χτύπησε ελαφρά κοντά στο φρύδι. Για λίγο θόλωσαν τα μάτια μου. Το χτύπημα ήταν κάτι σαν γρατσουνιά, αλλά αρκετό για να ματώσει. Το αίμα έμπαινε στο μάτι και με εμπόδιζε να δω καλά. Ξαφνικά χάλασε ο κόσμος. Το πλήθος, που για μια στιγμή παρέμενε βουβός θεατής, άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της σύγκρουσης. Η κραυγή «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός» δονούσε την ατμόσφαιρα. Άκουγα τις φωνές δίπλα στ’ αφτιά μου, ένιωθα τις ανάσες τους. Με σκουντούσαν ελαφρά, καθώς με προσπερνούσαν εκατοντάδες χέρια, άλλα σφιγμένα σε γροθιές και άλλα κρατώντας ξύλα. Το αίμα, που από τη μικρή μου πληγή έφτανε ως τα χείλη μου, είχε μια περίεργη γεύση.

Μπροστά μου το θέαμα ήταν συναρπαστικό. Η αστυνομία υποχωρούσε! Στην αρχή αργά-αργά, αλλά όσο πλησίαζε ο κόσμος η υποχώρηση έγινε άτακτη φυγή. Κάποιοι νεαροί αυτοσχέδιοι γιατροί, μπορεί και φοιτητές της ιατρικής (υπήρχαν πολλά μικρά συνεργεία από τέτοιους, όχι μόνο μέσα στο Πολυτεχνείο, αλλά και στους δρόμους) μου ξέπλυναν την πληγή, που ήταν άλλωστε πολύ επιπόλαιη. Γύρισα προς την Πανεπιστημίου. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων κοβόταν εκείνη τη στιγμή. Ομάδες νεαρών βοηθούσαν τα ήδη εγκλωβισμένα αυτοκίνητα να βγουν από τον τόπο της συγκέντρωσης. Κάποιος οδηγός στο ύψος του Μουσείου δεν είχε την υπομονή να περιμένει. Πάτησε το γκάζι δυνατά μαζί με το συμπλέκτη. Το αυτοκίνητο μούγκρισε. Οι γύρω ξαφνιάστηκαν. Τότε το αυτοκίνητο καβάλησε τη νησίδα και πήρε το αντίθετο ρεύμα. Με τους ελιγμούς αυτούς χτύπησε (μάλλον ελαφρά) κάποιον διαδηλωτή. Οι νεαροί, που πήγαιναν να τον οδηγήσουν έξω, αγρίεψαν κι άρχισαν να τρέχουν κοντά στο αυτοκίνητο που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα. Έτρεξα κι εγώ μαζί τους.

Στην κατάσταση που ήταν, μπορούσε να γίνει ένα περιττό κακό. Τον πρόφτασαν πάνω που έπαιρνε στροφή προς την Κάνιγγος. Πρόσεξα ότι κοντά μου έτρεξαν και κάμποσα στελέχη του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού, ανάμεσά τους ήταν κι ο Γιάννης ο Ξένος. Οι νεαροί είχαν αγριέψει. Μεσολαβήσαμε όλοι μαζί και αρκέστηκαν να του πάρουν τα στοιχεία φιλοδωρώντας τον μερικές γροθιές. Πλησίαζε μεσάνυχτα. Ήταν η ώρα που είχα δώσει ραντεβού με τους νεαρούς που μου είχαν συστήσει σαν σοβαρούς. Όλη τη μέρα με τις συζητήσεις και με τη δράση στο δρόμο δεν είχα σκεφτεί την εκδοχή των βίαιων μέσων. Όλος αυτός ο κόσμος της ημέρας και της ανοιχτής δράσης δεν είχε καμιά σχέση με σκοτεινές συνωμοτικές πραχτικές.

Όσο όμως περνούσε η νύχια και ο κόσμος τραβιόταν και έμενα μόνος, αυτές οι σκέψεις άρχιζαν ξανά να μου τριβελίζουν το μυαλό. Έβλεπα ότι ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί μια αξιόλογη δύναμη κρούσης, έστω και ολιγάριθμη, όμως συναισθηματικά δεν ήθελα να το βάλω κάτω. Αναμετρούσα έναν-έναν όλους όσοι λίγο-πολύ στο παρελθόν είχαν ανάλογη δράση. Πλησίασα όσους μπορούσα σ’ αυτό το χάος. Σαν γκεβαρικός είχα πρόσβαση σ’ όλους τους χώρους. Η γοητεία του μεγάλου αργεντινού επαναστάτη καθιστούσε συμπαθητικούς και τους οπαδούς του. Ακόμη και οι αγωνιστές της Δημοκρατικής Άμυνας με έβλεπαν με συμπάθεια. Για όλους αυτούς η ένοπλη δράση υπήρξε ένα παροδικό σύμπτωμα, κάτι σαν τις παιδικές αρρώστιες που τις περνάς μόνο μια φορά.

Στη δική μου περίπτωση η «αρρώστια» αυτή ήταν ακόμη σε έξαρση. Θα δοκίμαζα αυτούς που θα έβλεπα σε λίγο. Δεν τους ήξερα, ίσως να ήταν πράγματι σοβαρή κατάσταση. Με τις σκέψεις αυτές δεν κατάλαβα πότε έφτασα στον τόπο της συνάντησης. Εκεί ήταν μόνο ένας από τους τρεις νεαρούς που είχαν κανονίσει το αποψινό ραντεβού. Μου είπε ότι θα με περίμεναν σι ην πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι και ότι έπρεπε να πάω μόνος, γιατί αυτός είχε μια επείγουσα δουλειά. «Καλά», του είπα, «πώς θα τους γνωρίσω; Πώς θα βρεθούμε;». Μου απάντησε ότι δεν ξέρει αν τους γνωρίζω εγώ, αλλά αυτοί με γνώριζαν. Άρχισε να μη μου πολυαρέσει αυτή η ιστορία, αλλά ήμουν αποφασισμένος να το ριψοκινδυνέψω. Μπορεί στην ανοιχτή δράση αντιμέτωπος με την αστυνομία να ένιωθα αμηχανία, αγωνία, ακόμη και φόβο, στη συνωμοτική όμως πρακτική ένιωθα σαν το ψάρι μέσα στο νερό.

 Πριν ακόμα φτάσω στην πλατεία, με χτύπησε κάποιος στον ώμο και με χαιρέτησε με το όνομά μου. Δεν τον γνώριζα καν και τον κοίταξα ερωτηματικά. Μου απάντησε ότι είναι ο Κλέαρχος (έτσι μου είχε πει ο νεαρός πριν φύγω). Δεν πρόφτασα να μιλήσω και ένα καφέ Σίμκα παρκάρισε δίπλα μας. «Έλα», μου είπε αυτός που μου είχε συστηθεί σαν Κλέαρχος, «μπες μέσα». Κάθισα στο πίσω κάθισμα και δίπλα μου αυτός. Στη θέση του συνοδηγού μια ψηλή κοπέλα γύρισε και με χαιρέτησε. «Ρε παιδιά», τους είπα, «κάπως έτσι βουτάει και η Ασφάλεια». Γέλασαν με το αστείο μου, που δεν το είπα μόνο για αστείο. Όλα αυτά και ήταν και δεν ήταν φυσιολογικά. Το αυτοκίνητο είχε ήδη ξεκινήσει. Αποφάσισα να μην προσέξω τη διαδρομή, εκτός αν έπαιρνε κατεύθυνση προς τη Μεσογείων, όπου είχε μεταφερθεί η Ασφάλεια,  ή τον Περισσό, όπου ήταν η Χωροφυλακή, ή τον Διόνυσο, όπου ήταν το στρατόπεδο των Πεζοναυτών. Φαίνεται όμως ότι και οι ίδιοι είχαν πάρει κάποια μέτρα για το σκοπό αυτό.

Μετά από μερικές, περιττές προφανώς, διαδρομές, φτάσαμε στον προορισμό μας. Χτύπησαν κάποιο κουδούνι, αλλά άνοιξαν οι ίδιοι. Από το θυροτηλέφωνο ακούστηκε κάποιος ήχος, κάποιος από την παρέα πλησίασε και κάτι είπε. Αντίθετα, στην πόρτα του διαμερίσματος περιμέναμε να μας ανοίξουν. Δεν ανέβηκαν όλοι, αλλά μόνο αυτός που μου είχε συστηθεί σαν Κλέαρχος Μας άνοιξε μια γυναίκα, που μάλλον είχε περάσει την πρώτη νεότητά της. Μας χαιρέτησε και μας είπε να καθίσουμε στο καθιστικό. Το σπίτι κάθε άλλο παρά φτωχικό έδειχνε. Εκείνο επίσης που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν υπήρχαν στους τοίχους εκείνες οι κραυγαλέες αντιγραφές με τα χαρακτικά του Τάσσου, της Κατράκη ή της τόσο συνηθισμένης Γκονέμνικα. Επίσης έλειπαν πορτρέτα με επαναστάτες.

Όλη αυτή η αναγνώριση έγινε με μια πολύ γρήγορη ματιά για να μη δείξω περιέργεια. Κάθισα ο’ έναν καναπέ και κοίταζα τις μύτες των παπουτσιών μου σιγοσφυρίζοντας. Ήταν σίγουρο ότι δεν ήμουν στην Ασφάλεια. Η αναμονή δεν κράτησε παραπάνω από ελάχιστα δευτερόλεπτα. Από κάποια πόρτα ξεφύτρωσε ένας τύπος. Ήρθε κατευθείαν σε μένα και μου πρότεινε το χέρι του. Με χαιρέτησε πολύ θερμά αποκαλώντας με σύντροφο. Με ρώτησε αν είχα χτυπήσει πολύ. Του απάντησα ότι ήταν μόνο μια γρατσουνιά, αλλά είχε ματώσει τον επίδεσμο. «Έλα μέσα», μου είπε και με έπιασε από τον ώμο.

Φώναξε τη γυναίκα που μας άνοιξε να φέρει καφέ. Το δωμάτιο όπου καθίσαμε ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο σπίτι. Μόνο ένα μικρό γραφείο, ένα μικρό κρεβάτι και μερικές καρέκλες. Υπήρχαν βιβλία, όχι και πολλά, σε ράφια και πάνω στο γραφείο μια γραφομηχανή. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί. Υπήρχε μόνο σε γραμμικό ασπρόμαυρο η γνωστή φιγούρα του αγωνιστή του δημοκρατικού στρατού από τον ισπανικό εμφύλιο, που με το όπλο στο χέρι πέφτει χτυπημένος θανάσιμα. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα μου. Στο γραφείο κάθισε η κοπέλα που ήταν συνοδηγός και στο μικρό γραφείο ο «Κλέαρχος».

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής τη συζήτηση την ξεκίνησε αυτός που καθόταν δίπλα μου. «Σύντροφε, εκφράζουμε τη χαρά μας που σ’ έχουμε σήμερα κοντά μας. Εγώ προσωπικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει τίποτα αυτή τη στιγμή. Άλλωστε, εσύ έχεις γράψει ότι μια επανάσταση, για να έχει ελπίδες για νίκη, πρέπει να έχει προετοιμαστεί ιδεολογικά, πολιτικά και στρατιωτικά». «Δεν είναι δικό μου», τον διέκοψα. «Το έχω πάρει από τον Τρότσκι. Στα κείμενα, για πρακτικούς σκοπούς, οι παραπομπές είναι περιττή πολυτέλεια». «Το ίδιο κάνει», συνέχισε. Από ένα ράφι δίπλα του είχε πάρει κάποιο πολυγραφημένο κείμενο, που πρέπει να ήταν δικό μου. «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτε απ’ όλα αυτά. Ωστόσο, οι άλλοι σύντροφοι πίεζαν να έχουμε αυτή τη συνάντηση». «Ας μη βγάζουμε συμπεράσματα πριν ακούσουμε το σύντροφο», επενέβη η κοπέλα.

Ο νεαρός από το γραφείο είχε συγκεντρώσει όλη του την προσοχή επάνω μου. Τους ανέπτυξα τις απόψεις μου. Γενικά αυτή την περίοδο, και όχι μόνο αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, οι εναλλαγές στην πολιτική κατάσταση είναι ακανόνιστες και πολλές φορές απότομες. Είναι αδύνατο να γίνει ένα επαναστατικό κόμμα νέου τύπου σαν το κόμμα του Λένιν. Αυτό μπορεί να το αντικαταστήσουν οι ένοπλες εστίες. Αυτές μπορούν να παίξουν το ρόλο καταλύτη σιη διαλυτική πορεία μιας κατάστασης και ταυτόχρονα τους πυρήνες σύνθεσης ενός επαναστατικού στρατού. Στη συγκεκριμένη στιγμή περίπου εκατό άτομα, αποφασισμένα και στοιχειωδώς εκπαιδευμένα, ίσως μπορούσαν να αναχαιτίσουν μια πιθανή επέμβαση του στρατού. «Όχι πιθανή, βεβαία», με διέκοψε ο ίδιος. «Δηλαδή, για να καταλάβω, ας πούμε ότι σταματούμε τα τανκς για λίγο, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Ύστερα, υπάρχει αυτή η εκατονταρχία».

Την τελευταία λέξη την πρόφερε κάπως ειρωνικά. «Εμείς το πολύ που μπορούμε να διαθέσουμε είναι καμιά εικοσιπενταριά, αλλά σχεδόν ανειδίκευτους, εκτός από έναν-δύο που ξέρουν κάποια πράγματα». «Από τη δική σου πλευρά, σύντροφε;’», ρώτησε με φανερή αδημονία ο νεαρός. «Καμιά δεκαριά», του απάντησα. «Μα καλά, κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί τόσοι. Πού διάολο είναι αυτοί;». Σήκωσα τους ώμους μου χωρίς να απαντήσω. «Ο ένας επανέκαμψε στους κόλπους του Κόμματος, ο άλλος χτίζει το τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, ο παράλλος κάνει επανάσταση στα μπούτια της τάδε και πάει λέγοντας», ξέσπασε ο ίδιος. «Έτσι είναι, σύντροφε», απάντησε αυτός δίπλα μου, «κάποτε κάποιοι κουράζονται και τα παρατάνε. Έτσι είναι, τι να κάνουμε». Αρχισε να ξεκαθαρίζει το πράγμα. Θα μέναμε απλοί θεατές στην επέλαση των αρμάτων.

Αρχισα να νιώθω τύψεις που έχασα τόσο καιρό βολοδέρνοντας εδώ και εκεί. «Έτσι είναι, σύντροφε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα. Θα χρειαστεί να περάσουμε ακόμη έρημο. Εκείνο που μας χρειάζεται είναι μικρές νίκες. Μικρές, έστω πολύ μικρές, αλλά νίκες. Είναι του Χο Τσι Μινχ», είπε γελώντας, «δεν είναι δικό μου». Με τα δυο του χέρια μου ‘πιάσε το δικό μου. «Χάρηκα, σύντροφε, αλλά πρόσεχε. Ένας συνωμότης επαναστάτης, όπως και ένας κατάσκοπος, από τη στιγμή που θα γίνει γνωστή η ταυτότητά του, είναι καμένο χαρτί. Θα πρέπει να αρκεστείς μόνο στις νόμιμες μορφές του κινήματος». Τα λόγια του έδειχναν ότι απευθυνόταν πιο πολύ στους άλλους, παρά σε μένα. Έφυγα με την εντύπωση ότι πολύ γρήγορα θα ξαναγύριζε σπίτι του, ή σε κάποιο κόμμα, πράγμα που είναι το ίδιο. Παρά την ειλικρινή του συμπάθεια, δεν ήταν από τη στόφα του επαναστάτη.

 Έφυγα με τον ίδιο τρόπο, αν και θεωρούσα πλέον ότι τα μέτρα που θα έπαιρναν δεν θα τους χρησίμευαν για πολύ. Ήταν η ώρα προχωρημένη, οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, η πόλη όμως δεν κοιμόταν. Τα περισσότερα σπίτια είχαν κάποιο φως. Από παντού μέσα από τα ραδιόφωνα έφτανε η φωνή του Πολυτεχνείου. Περπατώντας στους δρόμους άκουγες αυτή τη φωνή. Αναρωτήθηκα για πόσο καιρό ακόμη θα ακούγονταν αυτές οι φωνές, που οι πολίτες τις απολάμβαναν όπως η ξεραμένη γη το πρωτοβρόχι. Ούτε αυτοί που άκουγαν αλλά ούτε κι αυτοί που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν σε θέση να δώσουν κάποια απάντηση. Δεν υπήρχε καμιά σοβαρή οργάνωση που να μπορεί να αντιπαραθέσει ένοπλη αντίσταση στην ένοπλη βία των δυνάμεων καταστολής. Είχα εξαντλήσει κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.

 Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει μια τέτοια δράση, εκτός από μένα τον ίδιο και καμιά δεκαριά άλλους, που θα τους έφερνα μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Είχα στη διάθεσή μου τριακόσια πενήντα κιλά δυναμίτη, κάμποσα μέτρα ακαριαίο φυτίλι και αρκετούς πυροκροτητές. Ένα μέρος του δυναμίτη ήταν τοποθετημένο μέσα σε μαντεμένιες σωλήνες που είχαν πάχος γύρω στον ένα πόντο. Επιπλέον ήταν χαραγμένες με τον κόφτη. Τα υλικά ήταν αρκετά, το πρόβλημα όμως ήταν πώς θα μπορούσα να πλησιάσω τα τανκς. Στους γύρω δρόμους σίγουρα θα υπήρχαν οι σπιούνοι της Ασφάλειας, πιο κοντά αστυνομικοί με στολή και στη φάλαγγα θα υπήρχαν πεζοπόρα τμήματα ή τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού.

Σίγουρα η απόπειρα να πλησιάσει κανείς τα άρματα μάχης έμοιαζε με αποστολή αυτοκτονίας. Δε με φόβιζε ωστόσο αυτό. Είχα ζήσει αρκετά έντονα, είχα νιώσει συγκινήσεις, χαρές και λύπες στο διάστημα αυτό της ζωής μου και δε με τρόμαζε ο θάνατος, που την ανάσα του την είχα νιώσει μέχρι τότε σε δυο-τρεις περιπτώσεις. Αλλωστε δεν απεχθανόμουν τίποτα περισσότερο εκείνη την εποχή όσο το να σβήνεις σιγά-σιγά από γερατειά, ντυμένος με μια ρόμπα και φορώντας παντόφλες. Το πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Για να πλησιάσει κανείς θα ‘πρεπε να σκοτώνει αδιάκριτα, πετώντας μικρές βόμβες ενάντια στους ασφαλίτες, τους αστυνομικούς και τους φαντάρους των ειδικών δυνάμεων. Μπορεί να ήταν όργανα της τυραννίας, αλλά δεν επρόκειτο για μία ή δύο εκτελέσεις. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν κοντά μου υπήρχαν κάποιοι υπολογίσιμοι αριθμητικά.

Σε τέτοια περίπτωση, οι ασφαλίτες και η αστυνομία θα μπορούσαν να εξουδετερωθούν χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, θα ήταν επίσης δυνατό να δημιουργηθούν κάποια φλεγόμενα οδοφράγματα με πετρέλαιο κι άλλα εύφλεκτα υλικά. Αυτό θα δημιουργούσε πανικό. Θα ήταν δυνατό μέσα στον πανικό να εξουδετερωθεί κάποιο άρμα. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές θα μπορούσαν να περιοριστούν στο ελάχιστο. Τώρα όμως; Κάτι αδιόρατο μέσα μου παρέλυε τη θέληση και έκανε τα πόδια μου να τρέμουν. «Δε γίνεται τίποτα», μουρμούρισα, «πρέπει να πάω για ύπνο». «Τι δε γίνεται, ρε φίλε;». Πίσω μου στέκονταν δυο αστυνομικοί με στολή και ένας αξιωματικός. «Σ’ έριξε, ε;», είπε ο ίδιος, βλέποντας την απογοήτευση έντονη στο πρόσωπο μου. «Δεν πειράζει, άντε για ύπνο». Κούνησα το κεφάλι μου και έφυγα. Δεν είχα όμως όρεξη για ύπνο. Τράβηξα για το σπίτι μιας φίλης, που ήξερε τις απόψεις μου, χωρίς βέβαια να τις συμμερίζεται. Είχε όμως μεγάλη ανεκτικότητα και ευρύτητα αντίληψης.

Ίσως θα μπορούσε να με βοηθήσει να ξετυλίξω αυτό το μπερδεμένο κουβάρι που είχα μέσα στο κεφάλι μου. Όπως περίμενα δεν κοιμόταν. Από το παράθυρο της φαινόταν ένας αμυδρός φωτισμός. Σίγουρα θα ήταν κάποιο πορτατίφ. Παρά τα προβλήματα υγείας, ήταν νυκτόβια. Δεν ένιωσα να ξαφνιάζεται όταν άκουσε τη φωνή μου στο θυροτηλέφωνο. Την είχα συνηθίσει σε τέτοιου είδους επισκέψεις όταν είχα κάποιο δύσκολο πρόβλημα. «Από δω παρακολουθείς τα γεγονότα;», τη ρώτησα δείχνοντας το ραδιόφωνο, που ήταν συντονισμένο στον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου. ‘ «Αν κανείς δεν μπορεί να τα επηρεάσει, δεν έχει παρά να τα παρακολουθήσει και να τα καταγράψει». «Είναι σίγουρο ότι είναι αδύνατο να τα επηρεάσει κανείς αυτή τη στιγμή;». «Ίσως ένας καμικάζι θα μπορούσε, όχι να τα αλλάξει, αλλά να επιταχύνει τις διαδικασίες.

Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, θα ήταν το ίδιο. Κάποια αστική δημοκρατία. Αυτός ο καμικάζι θα εξασφάλιζε σίγουρα έναν τόπο χλοερό, επιπλέον κάποιο ασήμαντο δρομάκι θα έπαιρνε το όνομά του και ίσως και κάποια προτομή. Όλα αυτά, για να ‘ρθουν ξανά τα τριακόσια παράσιτα στο κοινοβούλιο». Έμεινα άφωνος. «Είσαι χάλια. Θέλεις ένα ζεστό;». «Όχι», απάντησα, «φέρε μου κάτι να πιω». Έπινα πάρα πολύ σπάνια. Απεχθανόμουν το ποτό, γιατί εξασθένιζε τον συνειδητό έλεγχο πάνω στον εαυτό μου, αλλά εκείνη τη βραδιά ήθελα να πιώ τόσο ώστε να ξεχάσω τα πάντα και να σηκωθώ την άλλη μέρα με το μυαλό μου tabula rasa, για να μπορέσω να δεχτώ την καινούρια κατάσταση.

 Φτάσαμε στο Πολυτεχνείο γύρω στο μεσημέρι. Εκεί χωρίσαμε με τη φίλη. Η κίνηση στους γύρω δρόμους ήταν μεγάλη. Μέσα στο προαύλιο το συγκεντρωμένο πλήθος ήταν πυκνό. Η κυρίαρχη εικόνα ήταν οι νέοι. Παντού έφηβοι, ακόμη και παιδιά. Ο ενθουσιασμός τους κι η επιθυμία για δράση ήταν ολοφάνερα στα μάτια τους που έλαμπαν ζωηρά. Αρχισα να γυρίζω στα γνωστά στέκια. Στα πολυάριθμα «πηγαδάκια» οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν: «εκτιμήσεις της κατάστασης», προοπτικές, καθήκοντα. Το ενδεχόμενο να επέμβει ο στρατός με άρματα μάχης έμοιαζε σαν απειλή θύελλας που βρισκόταν πέρα από τον ορίζοντα.

Η γενική πεποίθηση ήταν πως η θύελλα αυτή, που την οσμίζεται κανείς χωρίς να τη βλέπει, μπορεί και να μην ξεσπούσε. Παράτησα τα «πηγαδάκια» αυτά με την αίσθηση ότι στο δράμα αυτό, που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη και του οποίου γνώριζα το τέλος, ο μόνος ρόλος που θα μπορούσα να παίξω ήταν ο ρόλος ενός μέλους του χορού, ενός χορού που αποτελούνταν από χιλιάδες κομπάρσους. Αποφάσισα να παίξω αυτό το ρόλο όσο μπορούσα καλύτερα. Προσδιόρισα το χώρο στον οποίο θα κινιόμουν, ανάλογα με τις πιθανές κινήσεις της αστυνομίας. Εντόπισα τα μέρη από όπου θα μπο¬ρούσα να πάρω πέτρες, έκρυψα μερικά κοκτέιλ μολότοφ σε κάποια μέρη και προσπάθησα να βρω τους άμεσους συνεργάτες μου.

Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο, αλλά στην πορεία ξεχώριζαν οι ομάδες και τα άτομα που είχαμε παρόμοια τακτική. Στις κινήσεις μου αυτές έπεσα πάνω στον Σταύρο Σιδερή, ένα από τα κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ, αλλά και μια περίεργη προσωπικότητα. ‘Οταν τον έβλεπε κανείς, χωρίς να τον ξέρει, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα σ’ αυτή την ισχνή, κοντή και παραμορφωμένη σιλουέτα κρύβονταν τόσο φοβερές ικανότητες. Ήταν από τους βασικούς οργανωτές αλλά και εμψυχωτές της μεγάλης απόδρασης από τις φυλακές των Βούρλων το 1949. Οι ικανότητες του Σιδέρη δεν περιορίζονταν μόνο στο επίπεδο της τακτικής. Είχε μια πλήρη γνώση της ιστορίας του εργατικού κινήματος και, πράγμα σπάνιο για τα στελέχη του ΚΚΕ, βαθιά θεωρητική κατάρτιση.

Παρόλο που αντιμετώπιζε εμάς τους «αριστεριστές» με κάποια συγκατάβαση, προσπάθησε να με αποφύγει. «Τι γίνεται, ρε Σταύρο; Πώς τα βλέπεις; Τι θα κάνει το Κόμμα;». Αυτό το κόμμα με είχε απογοητεύσει πριν από πολύ καιρό και δεν περίμενα πια τίποτε απ’ αυτό, αλλά μέσα σε κείνες τις στιγμές έμοιαζα με τον πνιγμένο που προσπαθούσε να πιαστεί απ’ τα μαλλιά του. Με κοίταξε λίγο ξαφνιασμένος. «Γιατί, εσύ βλέπεις να γίνεται τίποτε άλλο, εκτός από αυτό που γίνεται;». «Είμαι ανόητος», απάντησα, «αφού τότε, που είχαμε όπλα και έναν ολόκληρο στρατό, κάναμε άοπλοι παρέλαση στο Σύνταγμα, τώρα που δεν έχουμε ούτε ένα νεροπίστολο τι μπορούμε να κάνουμε;». «Είσαι πράγματι ανόητος ή μάλλον τρελός. Κάτσε φρόνιμα και ετοίμασε τις κουβέρτες σου». Η τελευταία του φράση είχε το νόημα ότι γρήγορα θα ξαναμπαίναμε φυλακή ή εξορία. Χωρίσαμε χωρίς να χαιρετήσει ο ένας τον άλλο. Ό,τι είχε να δώσει αυτός ο κόσμος το έδωσε, δεν είχε τίποτε άλλο πια να δώσει.

 Οσο περνούσε η μέρα, η κινητικότητα, τόσο από τη μεριά του συγκεντρωμένου πλήθους όσο και από τη μεριά της αστυνομίας, μεγάλωνε. Στις παρυφές της συγκέντρωσης οι αστυνομικές δυνάμεις προσπαθούσαν να σφίξουν τον κλοιό. Σε κάποια απομακρυσμένα σημεία έκαναν συλλήψεις μεμονωμένων ατόμων που, αφού τα ξυλοφόρτωναν, τα άφηναν ελεύθερα. Οι κινήσεις αυτές της αστυνομίας δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν το ηθικό του συγκεντρωμένου πλήθους. Το Πολυτεχνείο είχε περικυκλωθεί από δεκάδες χιλιάδες κόσμο. Κάθε τόσο γίνονταν προσπάθειες να γίνει κάποια διαδήλωση. Οι μικροομάδες, όμως, που ξεκινούσαν τέτοιες πρωτοβουλίες δεν πλαισιώνονταν από κόσμο.

Παρόλο που η συμμετοχή ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τις προηγούμενες ημέρες, επικρατούσε ένας δισταγμός. Πράγματι, τώρα δεν επρόκειτο για συμπαράσταση στους φοιτητές που διεκδικούσαν κάποιες δημοκρατικές ελευθερίες. Το στάδιο αυτό είχε ξεπεραστεί. Τώρα το κίνημα συμπαράστασης είχε εξελιχτεί σε μια παλλαϊκή εξέγερση ενάντια στο ίδιο το καθεστώς της Χούντας. Ήταν κοινή η σκέψη ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσουν στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν αρχίσει η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Παράλληλα όμως δεν υπήρχε καμιά συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατεί χάος και όλοι περίμεναν κάποιον άλλον να πάρει πρωτοβουλίες. Αυτοί που έπαιρναν πρωτοβουλίες ήταν «αριστεριστές» και αναρχικοί, που τη μοναδική τακτική που πρόσφεραν ήταν διαδηλώσεις προς την περιφέρεια για να έρθει ο κόσμος αντιμέτωπος με την αστυνομία.

 Γύρω στις έξι το απόγευμα στην Πατησίων γίνεται μια απ’ αυτές τις προσπάθειες. Εμφανίζονται τα πρώτα πανό, σχηματίζονται οι πρώτες «αλυσίδες» και τα συνθήματα ακούγονται ρυθμικά και δυνατά. Η προσπάθεια αυτή ενισχύεται από τους μαθητές κάποιου σχολείου που κατεβαίνουν οργανωμένα, καθώς και από τους εργάτες κάποιου εργοστασίου. Μαζί τους ενώθηκε ένας συμπαγής όγκος οικοδόμων. Η παρουσία τους έδρασε καταλυτικά Μια συμπαγής μάζα από τρεις με τέσσερις χιλιάδες κόσμο άρχισε να χτυπά αλύπητα τους αστυνομικούς που εξακολουθούσαν να μένουν συντεταγμένοι και προσπαθούσαν να φτάσουν στο Πολυτεχνείο. Τα οδοφράγματα, όμως, οι πέτρες που ρίχνονταν εναντίον τους, καθώς και μερικά κοκτέιλ μολότοφ σταμάτησαν την επέλαση της αστυνομίας, που τελικά υποχώρησε για να ανασυνταχτεί.

Μετά τις πρώτες συγκρούσεις πέρασε ο πανικός που σκορπούσε η αστυνομία. Το πλήθος, από ένστικτο, δεν αντιμετώπιζε πια τις αστυνομικές επιθέσεις συντεταγμένο. Διαλυόταν σε αραιή διάταξη και έκανε τις κινήσεις της αστυνομίας σπασμωδικές. Η τελευταία φορά που ο κόσμος περίμενε συντεταγμένος για να φράξει την επέλαση της αστυνομίας ήταν όταν η ΕΣΑΚ και το ΑΕΜ, που είχαν κάτω από τον έλεγχό τους τη δεύτερη πορεία που ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο, βάλανε τον κόσμο να καθίσει κάτω στο δρόμο. Οι καλοί αυτοί άνθρωποι δεν είχαν ακόμη καταλάβει πού βρίσκονταν. Νόμιζαν πως κάνουν πικετοφορία σε κάποιο δρόμο του Λονδίνου. Τα τεθωρακισμένα της αστυνομίας εμφανίζονται γύρω στις εφιάμισι και προσπαθούν να διαλύσουν τον κόσμο στην Πατησίων.

 Οι δρόμοι κλείνουν με οδοφράγματα, αλλά οι αύρες ελίσσονται και σε συνδυασμό με τις αστυνομικές δυνάμεις που τώρα φορούν κράνη καταφέρνουν να προελάσουν μέχρι το Πεδίο του Άρεως. Τα δακρυγόνα είχαν τρομοκρατήσει τογ κόσμο που αποσύρεται από την Πατησίων στους γύρω δρόμους. Οι αύρες περνούν μπροστά από το Πολυτεχνείο και ρίχνουν δακρυγόνα και μέσα στο προαύλιο. Τα λίγα κοκτέιλ μολότοφ δεν είναι σε θέση να σταματήσουν τις αύρες που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Στο ύψος όμως του Πεδίου του Άρεως τα οδοφράγματα ενισχύονται με σταματημένα λεωφορεία και τρόλεϊ. Μια αύρα που φτάνει μέχρι εκεί διστάζει για λίγο. Πίσω της έχουν ξεφυτρώσει αρκετοί νεαροί, που προσπαθούν να την εγκλωβίσουν με οδοφράγματα.

Ο οδηγός προσπαθεί να κάνει έναν ελιγμό για να γυρίσει πίσω. Γίνεται έτσι εύκολος στόχος στις πέτρες που αρχίζουν να πέφτουν βροχή. Τελικά κατόρθωσε να στρίψει, ενώ δύο άλλες αύρες κατέβαιναν για να ενισχύσουν προφανώς την πρώτη. Τα δακρυγόνα έπεφταν βροχή, η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική. Το μικρό πλήθος που είχε ορμήσει σι ην αύρα άρχισε να υποχωρεί ανάβοντας φωτιές. Ο χώρος στη συμβολή Αλεξάνδρας και Πατησίων είχε αδειάσει. Μέσα σ’ ένα σωρό από ετερόκλητα πράγματα που χρησίμευαν για οδοφράγματα δυο νεαροί κουβαλούσαν κάποιον που είχε χτυπηθεί. Γίνεται ένας κλοιός γύρω του. Τον πήραν σε ένα ασθενοφόρο. Κάποιος που τον είχε μεταφέρει είπε ότι είχε χτυπηθεί από σφαίρα. Διαρκώς έφταναν νέα για πυροβολισμούς. Ήταν φανερό ότι κάποιοι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν τον κόσμο γύρω από το χώρο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης που βρισκόταν στη Στουρνάρα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να γίνουν αρκετές απόπειρες να καταληφθεί, αλλά η φρουρά του ήταν ενισχυμένη.

Ωστόσο και το δεύτερο επιθετικό κύμα της αστυνομίας με το μηχανοκίνητο τμήμα είχε ανακοπεί. Στην πρώτη φάση αυτής της επίθεσης ο κόσμος τρομοκρατήθηκε από τα δακρυγόνα και τους πυροβολισμούς και υποχώρησε από τους κεντρικούς δρόμους. Κι όμως, ομάδες νεαρών έδωσαν πραγματικές μάχες. Τα οδοφράγματα που έφραξαν όλους τους μεγάλους δρόμους σε αρκετή απόσταση από το Πολυτεχνείο δυσκόλευαν τις κινήσεις των τεθωρακισμένων. Οι πέτρες και τα κοκτέιλ μολότοφ είχαν καθηλώσει τα πεζοπόρα τμήματα, που δεν μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τον πανικό που προξενούσε το μηχανοκίνητο. Και όταν πέρασε ο πρώτος πανικός, τα μεμονωμένα τεθωρακισμένα άρχισαν να κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν χωρίς υποστήριξη από άλλες δυνάμεις.

Στις μάχες αυτές το θάρρος και η αυτοθυσία των νέων παιδιών ήταν κάτι που πρώτη φορά αντίκριζα. Κάποιος παλιός αντάρτης, που ήταν αξιωματικός στην περίφημη τρίτη ίλη του θεσσαλικού ιππικού, μου έλεγε αργότερα ότι πρώτη φορά συναντούσε αυτή τη μαζική αυτοθυσία. Αυτό είχε σαν συνέπεια να ξεθαρρέψει ο κόσμος και να σχηματίσει νέες διαδηλώσεις σε κεντρικούς δρόμους. Γύρω στις 10.30 οι επιθέσεις του μηχανοκίνητου άρχισαν να αραιώνουν, ενώ ο κόσμος πύκνωνε ξανά σε διάφορα σημεία. Η εξάντληση της αστυνομίας άρχισε να γίνεται φανερή, ενώ αντίθετα από τους σκοτεινούς δρόμους έφταναν διαρκώς νέες εφεδρείες στους εξεγερμένους. Αυτό έδωσε τον καιρό σ’ αυτούς που σήκωσαν το πρώτο βάρος των αστυνομικών επιθέσεων να πάρουν ανάσα. Τα καφενεία και οι δρόμοι του κέντρου ήταν γεμάτα κόσμο. Οι νέοι ήταν η συντριπτική πλειοψηφία. Τα μάτια ήταν κόκκινα από τα δακρυγόνα και τα πρόσωπα μαυρισμένα από τους καπνούς. Αρκετοί μάλιστα είχαν μικροτραύματα από τα κλομπ των αστυνομικών. Υπήρχαν πανιού αυτοσχέδια συνεργεία που πρόσφεραν πρώτες βοήθειες, καθώς και νερό και αναψυκτικά. Τα μάτια έλαμπαν στα ακονισμένα πρόσωπα. Δεν υπήρχε ίχνος από κούραση και φόβο. Διαρκώς έφταναν νέες πορείες από τις συνοικίες που αγρυπνούσαν ακούγοντας τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου.

Ο σταθμός αυτός, ενώ δεν πρόσφερε και μεγάλα πράγματα στις συγκεντρώσεις, ενεργούσε σαν μαγνήτης σε όσους κάθονταν στα σπίτια τους. Εξακολουθούσε να μη δίνει κάποια προοπτική, απλώς καλούσε τον κόσμο να μείνει γύρω από το Πολυτεχνείο. Αλλά και σε επίπεδο τακτικής δεν πρόσφερε τίποτε, ενώ θα μπορούσε τις πληροφορίες που διαρκώς έπαιρνε για τις συγκρούσεις να τις διοχετεύει ξανά, ώστε αυτοί που έπαιρναν μέρος σ’ αυτές να έχουν μια συνολική εικόνα. Έτσι ο κόσμος γύριζε εδώ κι εκεί στα τυφλά, ενώ οι φήμες οργίαζαν. Πριν από τα μεσάνυχτα άρχισε να ψιθυρίζεται ότι ξεκίνησε η επέμβαση του στρατού. Μερικοί έλεγαν πως τα άρματα του στρατού είχαν ήδη μπει στην Κηφισίας.

Παρόλο που η είδηση έφερε κάποια αναστάτωση, το πλήθος δεν έδειχνε να αραιώνει, ίσως όμως αυτούς που έφευγαν να τους αντικαθιστούσαν άλλοι που έρχονταν. Όσο περνούσε η ώρα και η είδηση για τα τανκς επιβεβαιωνόταν, οι συζητήσεις γίνονταν προτροπές. Αυτοσχέδιοι αγκιτάτορες με χωνιά από εφημερίδες άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα και να καλούν. «Εμπρός, αδέρφια, να φράξουμε το δρόμο στα άρματα». Η Λεωφόρος Αλεξάνδρας, ο δρόμος που θα ακολουθούσαν τα άρματα, είχε κλειστεί με οδοφράγματα σε μεγάλο μήκος. Υπήρχε πολύς κόσμος και συνεχώς πύκνωνε. Βρισκόμουν στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Πεδίο του Άρεως, μπροστά στο καφενείο «Τηνιακόν», όπου βρέθηκα ανάμεσα στα παιδιά που είχα συναντήσει την προηγούμενη βραδιά. Όλο το απόγευμα είχαμε ειδωθεί για λίγο, αλλά χαθήκαμε μέσα σια γεγονότα. «Με την αστυνομία καλά τα πήγαμε, τι γίνεται όμως τώρα;». Τους απάντησα ότι, αν κρατούσαμε μέχρι το πρωί, ίσως να αλλάξουν τα πράγματα. «Ναι, αλλά πώς; Τα άρματα δεν είναι αύρες. Αυτοί οι λακέδες είναι μπάτσοι. Μήπως νομίζεις ότι θα στηριχτούν σε απλούς φαντάρους και δε θα κατεβάσουν τις Ειδικές Μονάδες; Τώρα, αυτή τη στιγμή, χρειαζόμαστε άλλα πράγματα. Δε φτάνει η βενζίνη και οι πέτρες».

 Άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι γύρω-γύρω και η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Άλλωστε ήταν καιρός να σταματήσουν τα λόγια. Από το τέρμα των Αμπελοκήπων πρόβαλαν δυο εκτυφλωτικοί προβολείς. Για μια στιγμή σταμάτησαν οι φωνές και μέσα στη σιγή ακούγονταν μόνο οι σειρήνες των τανκς. «Αδέρφια, να φρά
 
Άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι γύρω-γύρω και η συζήτηση σταμάτησε εκεί. Άλλωστε ήταν καιρός να σταματήσουν τα λόγια. Από το τέρμα των Αμπελοκήπων πρόβαλαν δυο εκτυφλωτικοί προβολείς. Για μια στιγμή σταμάτησαν οι φωνές και μέσα στη σιγή ακούγονταν μόνο οι σειρήνες των τανκς. «Αδέρφια, να φράξουμε το δρόμο στα τανκς». Ένας νεαρός είχε ανεβεί πάνω ο’ ένα σταματημένο αυτοκίνητο και προσπαθούσε να δώσει κουράγιο. Από το πεζοδρόμιο μια μικρή ομάδα βάδισε προς το δρόμο φωνάζοντας «Ο στρατός με το λαό». Ο κόσμος από τα πεζοδρόμια έμεινε σιωπηλός κι οι νεανικές φωνές σιγά-σιγά έσβησαν. Η σιγή κράτησε λίγο. Από την Μπουμπουλίνας μια συμπαγής διαδήλωση άρχισε να φράζει την Αλεξάνδρας. Οι φωνές σκέπασαν το θόρυβο που έκαναν οι σειρήνες και οι ερπύστριες των τανκς. «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός».

Αυτή η εμφάνιση έδωσε ζωή στον κόσμο, που άρχισε να φωνάζει ξανά συνθήματα. Τα τανκς είχαν πλησιάσει αρκετά. Ο κόσμος άρχισε να αραιώνει, οι φωνές γίνονταν όλο και πιο αδύνατες. Έπεφταν πυροβολισμοί. Κανείς δεν ήξερε από πού. Τα τανκς συνέχισαν την πορεία τους σιγά-σιγά γιατί υπήρχαν οδοφράγματα. Η Αλεξάνδρας άρχισε να αδειάζει, αλλά από τα πεζοδρόμια και από το Άλσος έπεφταν βροχή οι πέτρες. Ήταν αδύνατο όμως να ανακοπεί η πορεία των τανκς με τον πετροπόλεμο. Κοντά εκεί στο Πεδίο του Άρεως μάθαμε ότι άλλα τανκς κατεβαίνουν από την Πανεπιστημίου.

Ο κόσμος είχε τραβηχτεί από την Πατησίων αλλά δεν έφευγε. Παντού φώναζαν συνθήματα, αλλά οι ομάδες που έδειχναν διάθεση να πλησιάσουν τα τανκς δεν πλαισιώνονταν από το πλήθος και διαλύονταν από την αστυνομία ή από τις αύρες που συνόδευαν τα άρματα. Όσο ο κλοιός έσφιγγε γύρω απ’ το Πολυτεχνείο, τόσο οι επιθέσεις της αστυνομίας γίνονταν πιο συχνές. Ήταν φανερό ότι προσπαθούσαν να καθαρίσουν τους δρόμους από τους διαδηλωτές, έτσι ώστε να βρίσκονται μακριά από τα στρατιωτικά τμήματα. Ο κόσμος υποχωρούσε συνεχώς προς το Πολυτεχνείο, σε μια τελευταία προσπάθεια να κρατήσει τουλάχιστον λίγα μέτρα γύρω από τη μάντρα. Από τα μεγάφωνα και τον ραδιοφωνικό σταθμό οι εκφωνητές βεβαίωναν τον κόσμο ότι ο στρατός δε θα χτυπούσε γιατί οι φαντάροι ήταν αδέρφια μας, αλλά έκαναν και συνεχείς εκκλήσεις να παραμείνει κοντά στο Πολυτεχνείο.

Όμως εκείνη την ώρα στις οδούς Πατησίων, Στουρνάρα και Τοσίτσα δεν ήταν παραπάνω από δύο χιλιάδες διαδηλωτές. Η αστυνομία, κάνοντας μια επίθεση από τη Στουρνάρα, μπόρεσε να αδειάσει το χώρο γύρω από την Πατησίων. Δεν έμειναν παραπάνω από διακόσιοι στο πεζοδρόμιο. Τα άρματα διαρκώς πλησίαζαν. Από τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου μάς καλούσαν να φύγουμε, καλούσαν επίσης και όσους ήταν στο προαύλιο να μπουν στο κτίριο, και όποιος ήθελε μπορούσε να φύγει. Αυτοί που ήταν έξω άρχισαν να απομακρύνονται, ενώ αυτοί που ήταν μέσα συνέχισαν να κάθονται στα κάγκελα.

Ο ραδιοφωνικός σταθμός συνέχισε να εκπέμπει, αλλά οι φωνές των εκφωνητών είχαν χάσει την προηγούμενη σταθερότητα. Τώρα συνέχεια καλούσαν τον κόσμο να μην προκαλεί «τα αδέρφια μας τους φαντάρους» και να τους υποδέχεται με χειροκροτήματα. Οι φαντάροι, όμως, κάτω από την πίεση των αξιωματικών έριχναν αρκετούς πυροβολισμούς. Κανείς δεν ήξερε αν ρίχνουν στον αέρα ή πάνω στον κόσμο. Οι πληγωμένοι ήταν πολλοί. Δεν ήξερε όμως κανείς πόσοι ήταν οι νεκροί. Δεν μπορούσες εκείνες τις στιγμές να ξέρεις αν κάποιος ήταν νεκρός ή πληγωμένος. Από τη θέση που ήμουνα δεν μπορούσα να δω καλά τι γίνεται μπροστά στην πύλη που έβλεπε στην Πατησίων. Ο δρόμος είχε γεμίσει με αστυνομικούς και στρατιώτες. Ο πολύς κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλός και μόνο μικρές ομάδες και μεμονωμένα άτομα φώναζαν συνθήματα.

Πολύ λίγοι προχωρούσαν κοντά στα τανκς και μερικοί έφτασαν μέχρι το περίπτερο κοντά στην πύλη. Είδα κάποιον να τους σημαδεύει από το τανκς, αλλά δεν πυροβόλησε τους τρεις-τέσσερις νεαρούς. ‘Οταν υποχώρησαν και έφτασαν κοντά μάς είπαν ότι ήθελαν να μπουν μέσα στη μάντρα, αλλά τους είδε κάποιος από το τανκς. Τα μεγάφωνα σταμάτησαν, αλλά από τον ραδιοφωνικό σταθμό οι εκφωνητές έψελναν τον Εθνικό Ύμνο. «Πολύ άσχημο τέλος γ’ αυτή την εξέγερση», ξέσπασε ένας νεαρός με λυγμούς. «Άκου αδερφέ, να πεθαίνεις κάτω από τους ήχους του Εθνικού Ύμνου!».

 Μια ομάδα αναρχικών άρχισε να τραγουδάει τη Διεθνή και να προχωράει προς το Πολυτεχνείο, αλλά μια αύρα διέλυσε τη μικρή αυτή εκδήλωση: Ωστόσο μια κοριτσίστικη σιλουέτα εξακολουθούσε να διαγράφεται μπροστά από τους προβολείς της αύρας. Δυο-τρεις νεαροί αναρχικοί έτρεξαν και την παρέσυραν μακριά με τη βία. Καθώς υποχωρούσαν, κάποιος λύγισε προς τα αριστερά και έπεσε στα γόνατα. Είχε χτυπηθεί στο πόδι. Τον απομάκρυναν γρήγορα με κάποιο αυτοκίνητο. Ένας δυνατός μεταλλικός ήχος μάς έκανε να σιωπάσουμε. Το μισό τανκς που βρισκόταν μπροστά στην πύλη είχε περάσει ήδη μέσα στο προαύλιο και σιγά-σιγά πέρασε ολόκληρο. Από το Πολυτεχνείο έρχονταν θόρυβοι. Δεν ξέραμε τι ακριβώς γίνεται. Σε λίγο άρχισε η ομαδική έξοδος. Από την πλευρά της Στουρνάρα τρέξαμε προς την Πλατεία Εξαρχείων, αλλά μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις δε μας επέτρεψαν να πλησιάσουμε. Ήταν όμως περιττό. Οι περισσότεροι πολιορκημένοι είχαν διασπάσει τις γραμμές των αστυνομικοί που χτυπούσαν με λυσσά όσους δε συλλάμβαναν.

 Οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει, αλλά τα παιδιά που είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο είχαν τρομοκρατηθεί. Ελάχιστοι είχαν το κουράγιο να μείνουν εκεί γύρω και να ενωθούν με αυτούς που ήταν απέξω. Περίπολοι της Ασφάλειας αλώνιζαν τους δρόμους γύρω από τα Εξάρχεια κι έκαναν συλλήψεις. Σκόρπιες ομάδες διαδηλωτών άρχισαν να φωνάζουν η μια στην άλλη να γίνει συγκέντρωση στην Πατησίων κοντά στον ΟTΈ. Στην 3ης Σεπτεμβρίου, ακόμη και στην Αχαρνών, υπήρχε πολύς κόσμος που παρακολουθούσε ανήμπορος τα γεγονότα. Οι φήμες για νεκρούς οργίαζαν. Υπήρχε αγανάκτηση για τις δολοφονικές ενέργειες, αλλά ο κόσμος δεν είχε τρομοκρατηθεί.

 Έμεινε στους δρόμους λίγα μέτρα μακριά από τις δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, ενώ αδέσποτα βλήματα περνούσαν πολύ κοντά. Βρισκόμουν στην Πλατεία Εξαρχείων. Μπροστά τα τανκς και η αστυνομία με στολές και κράνη, πίσω η Ασφάλεια που έκανε συλλήψεις. Έπρεπε κάπου να καταφύγω. Στην περιοχή αυτή το μοναδικό καταφύγιο ήταν το σπίτι της Φρίντας της Λιάππα και της αδερφής του Κώστα του Γιούργου. Στο δεύτερο σπίτι δεν υπήρχε κανείς εκείνη τη στιγμή. Αρχισε να με πιάνει πανικός γιατί ήξερα ότι η Φρίντα λείπει στο Λονδίνο. Ευτυχώς ήταν η μητέρα της στο σπίτι. Με φιλοξένησε πρόθυμα αρκετές μέρες και έτσι είχα τη δυνατότητα να βρω ένα πιο ασφαλές μέρος.

Πηγή : http://www.youtube.com/watch?v=8R0Zqt-Kps4&feature=player_embedded