Μεσκίνηδες στο Ρέθυμνο
Και το Ρέθυμνο τον 19ο αιώνα ήταν τόπος απομάκρυνσης των λεπρών – μεσκίνηδων.
Η Μεσκινιά (προσδιορίζεται στη βόρεια πλευρά του λόφου του Τιμίου Σταυρού)
είχε σπηλιές που οι λεπροί τις μετέτρεψαν σε κατοικίες και με την πάροδο του χρόνου έχτισαν μικρά χαμόσπιτα:
«Δράμα ολόκληρο η μάλλον Αισχύλος τραγωδία, η μεσκινιά στο καιρό της. Άνθρωποι με πεσμένες μύτες, με σαπισμένα αυτιά με ιώβιες πληγές στα πόδια στα χέρια, με μαδημένα φρύδια και μαλλιά αφήνοντες στα γύρω τη βαριά δυσωδία της λέπρας, ζούσαν εκεί μέσα σε ανήλια καθυγρά και ακάθαρτα σπιτάκια, χωρίς καμιά φροντίδα. Άλλοι μπορούσαν να σύρουν το πληγιασμένο πτώμα τους… ζητώντας λίγο ψωμί ή καμιά δεκάρα, άλλοι ακίνητοι σε μια καρέκλα στη πόρτα του σπιτιού των, με τα χέρια πεσμένα από τη λεπρική γάγραινα με τα πόδια ολόπρηστα από τη λεπρική ελεφαντίαση, έβλεπαν να σαπίζουν κάθε μέρα με την μέρα, παρουσιάζοντες στον ήλιο, το δράμα που κλείνει κάθε νιόσκαπτος τάφος»1.
Ο Ρεθυμνιώτης συγγραφέας Αντρέας Νενεδάκης (1918-2006) στο μυθιστόρημά του: “Οι Βουκέφαλοι – 1922” αναφέρεται στο Ρέθυμνο των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, στην εποχή δηλαδή που αρχίζει με την Αυτονομία της Κρήτης και τελειώνει με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την έλευση των προσφύγων στην πόλη.
Στο περιθώριο της ιστορίας του Ρεθύμνου υπάρχουν και οι λεπροί, οι μεσκίνηδες, που παραμένουν έξω από την πόλη. Εμφανίζονται στις σελίδες του μυθιστορήματος -έστω και στο πλαίσιο ενός θεμιτού λογοτεχνικού αναχρονισμού- ως μια υπαρκτή κοινωνική ομάδα που παρακολουθεί βουβά την ιστορία ν’ αλλάζει στο διάβα της τη μοίρα αυτής της πόλης.
Μια πρώτη αναφορά γίνεται καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί τα βήματα μέσα στην πόλη της Κονσολίνας, μιας ξεπεσμένης γριάς κοκότας που περιφέρεται όλη τη μέρα, ζητιανεύει και βρίζει όσους συναντά στο δρόμο της μέχρι να χαθεί ο ήλιος εκεί στη Μεσαμπελίτισσα, οπότε μεθυσμένη και βραχνιασμένη μπαίνει «σ’ ένα ερείπιο μισόσκεπο πάνω από τα τελευταία μνήματα, στη μεσκινιά, απέναντι στο Φόρο και κοιμάται ως τα ξημερώματα, για να ξυπνήσει μόλις χαράξει και ν’ αρχίσει πάλι το καθημερινό δρομολόγιο, να πει και να στριγκλίσει τις ίδιες βρισιές, τις ίδιες κατάρες»2.
Η Μεσκινιά, λοιπόν, ήταν στον λόφο που ’ναι πάνω από το νεκροταφείο, απέναντι από το Φόρο, που: «τα παλιά χρόνια ο τόπος αυτός ήταν η Φούρκα3 των Βενετσιάνων. Εκεί κρεμούσαν τους καταδικασμένους και τους θανατοποινίτες»4.
«Άνθρωπος δεν πλησίαζε σ’ αυτά τα σπίτια από τον φόβο της αρρώστιας και γιατί οι λεπροί τριγυρνούσαν στα δρομάκια, έβγαιναν στα παράθυρα των μικρών σπιτιών και ζητούσαν ελεημοσύνη. Ομως επειδή είναι το νεκροταφείο κάτω από τον λόφο προς τη θάλασσα, αναγκαστικά όλοι περνούσαν δίπλα τους και τους χαιρετούσαν καμιά φορά γιατί εκείνοι ήταν αποκλεισμένοι και δεν μπορούσαν να μπουν στην πολιτεία»5.
Σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου, στη μικροκοινωνία των απόκληρων η πραγματικότητα είναι σκληρή, έλεος δεν υπάρχει, ο καθένας πορεύεται μονάχος στη ζωή και τον θάνατο. Γι’ αυτό, όταν βρήκε η Ερωφίλη την Κονσολίνα να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο στο παλιό ερείπιο δίπλα στα μνήματα μια βδομάδα είχε περάσει. Μια βδομάδα «δεν είχε ακουστεί η κραυγή της στη Μεγάλη Πόρτα… Ο Φόρος ήταν έρημος και σκοτεινός και στο Λωβοχώρι οι Μεσκίνηδες είχαν μεσάνυχτα. Και πριν διαβεί την πόρτα είχε διαισθανθεί τι θα ’βλεπε. Τη βρήκε ξέσκεπη με τα ξερά της πόδια γυμνά να κείτεται ανάσκελα με ορθάνοιχτα τα μάτια κοιτάζοντας από την τρύπια οροφή τον ουρανό. Έτρεξε στον παπά του νεκροταφείου, του είπε για τη νεκρή και κείνος μίλησε του Χαρίδημου. Εκείνος τη συμμάζεψε γρήγορα, τη σήκωσε και την απίθωσε στον πρώτο τάφο. Ποιος θα ρωτούσε για την Κονσολίνα; Και ο παπάς μουρμούρισε μιαν ευχή έτσι για να μην πάει αδιάβαστη» 6.
Οι λεπροί κυκλοφορούσαν ζητιανεύοντας στην πόλη του Ρεθύμνου και άρπαζαν κάθε ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν για να ξεγελάσουν την πείνα τους, όπως έκαναν στην κηδεία του Αλατσά, όπου: «ένα σύνταγμα διακονιάρηδες και μεσκίνηδες περίμεναν στη Μεσαμπελίτισσα τον “τύρον και τον άρτον” για να συγχωρέσουν» 7.
Καμία διέξοδος για να ξεφύγουν απ’ την κατάστασή τους δεν φαινόταν στον ορίζοντα: κουβαλούσαν σα στίγμα την αρρώστια τους, αντιμετώπιζαν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό κι ήταν η καρδιά τους -σαν νεκροί- θαμμένη, όπως θα έγραφε και ο ποιητής…
Άλλωστε οργανωμένη ιατροφαρμακευτική αντιμετώπιση της ασθένειάς τους δεν υπήρχε και οι θεραπευτικές πρακτικές που χρησιμοποιούνταν ήταν προεπιστημονικές, κυρίως στόχευαν στην εκμετάλλευση της άγνοιας και της απελπισίας των λεπρών. Ο ψευτογιατρός π.χ. κατεβαίνει στη θάλασσα «την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος να βρει ιππόκαμπους, το αρχαίο φάρμακο της λύσσας και της λώβας, πηγαίνει στο σπίτι του και το κατασκεύασμα που κάνει το βάζει σε πήλινα δοχεία και το μοιράζει στους λεπρούς»8.
Νερό οι λεπροί έπαιρναν από τη Βρύση που σήμερα είναι κολλημένη στη ΒΔ γωνιά του Δημοτικού κήπου, τη μεσκινόβρυση, που βρισκόταν στη δυτική πλευρά της πόλης: «εκεί που κάθονταν μέρα νύχτα Τούρκοι και χριστιανοί και ξεκουράζονταν όσοι έμπαιναν στην πολιτεία, μαζί με τους ζητιάνους και τους χασομέρηδες»9. Εκεί κατέληξε και το Λιακόνι, ο γυφτότουρκος, ο βοηθός του Σκυλάραπα που τριγύριζε με τους γονείς του όλο το νησί αγοράζοντας και πουλώντας μπακιρικά, «ώσπου μια μέρα τον βρήκαν στη Μεσκινόβρυση να κλαίει πάνω στα φουσκωμένα κορμιά τους από μια αρρώστεια που την είπαν χολέρα οι μεσκίνηδες και δεν τους πλησίαζε άνθρωπος. Κι ένας γιατρός της πολιτείας είπε πως είχαν δυσεντερία και η χωροφυλακή επιστράτεψε με το ζόρι το Χόρταγα για να τους θάψει στα μεζάρια» 10.
–
*Άρθρο αναγνώστη μέσω Email : του Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε. Επικοινωνία : negreponte2004@yahoo.gr (κατόπιν επιθυμία του αρθρογράφου να αναφερθεί οτι δημοσιεύθηκε στις 22-06-2013 στο ένθετο «Διαδρομές» στα χανιώτικα νέα )
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.«Μεσκινιά», χρονογράφημα, Κρητική Επιθεώρηση 1950. Δημοσιογραφική έρευνα – Επιμέλεια – Ρετουσάρισμα: Ιωάννης Μιχ. Δογάνης, Συνταξιούχος Βιβλιοθηκάριος.
2. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, εκδόσεις Λιβάνη. Αθήνα 1991, σελ. 27.
3.φούρκα, η <ελληνιστική λέξη φοῦρκα: (θηλυκό) ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Τ, είδος αγχόνης, κρεμάλα.
4. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 255.
5. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 206.
6. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 29.
7. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 315.
8. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 38.
9. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 100.
10. Αντρέας Νενεδάκης, Οι Βουκέφαλοι – 1922, ο.π., σελ. 78.