Πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 24/05 στο Hρακλειο η εκδήλωση «Ανάπτυξη στον καιρό του μνημονίου – από τις Σκουριές ως την Κρήτη» με ομιλητές την Έλλη Δαμάσκου και τον Γιάννη Δεληγιώβα που μας μίλησαν για την εμπειρία τους από τον αγώνα στη Μεγάλη Παναγιά της Χαλκιδικής και το πώς εφαρμόζεται εκεί η νέα μεγάλη ιδέα περί εξόδου από την κρίση μέσω της ανάπτυξης, και τον Τάσο Κεφαλά που μας μίλησε για το συνολικό πλαίσιο αυτού του απατηλού «αναπτυξιακού μοντέλου».
Η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους κατοίκους της Χαλκιδικής ευχαριστεί τους ομιλητές και όλους όσους συνέβαλαν για να ανοίξει η συζήτηση σε αυτά τα θέματα εδώ στο Ηράκλειο. Δίνουμε την υπόσχεση οτι θα συνεχίσουμε να εκφράζουμε έμπρακτα την αλληλεγγύη μας σε κάθε δίκαιο αγώνα για την προστασία των κοινωνιών, του περιβάλλοντος και της αξιοπρέπειας μας. Δεσμευόμαστε ακόμα οτι η συνεννόηση αυτή θα συνεχιστεί, θα διευρυνθεί, και θα εργαστεί για την ακύρωση κάθε φαραωνικού σχεδίου και μοντέλου που μας επιβάλλεται για το «καλό» μας και ερήμην μας.
Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης στους Κατοίκους της Χαλκιδικής (Ηρακλείου Κρήτης)
«δε μασάμε, δεν πουλάμε και δεν ξεπουλιώμαστε»!
“Ανάπτυξη” στον καιρό του Μνημονίου: από τις Σκουριές ως την Κρήτη
Ηράκλειο 24-5-2013
Ζώντας από απόσταση το κίνημα στις Σκουριές της Χαλκιδικής, πολλοί από μας ευαισθητοποιήθηκαν νιώθοντας έντονα ότι ο αγώνας αυτός μας αφορά όλους.
Πρόκειται μόνο για αλληλεγγύη σε μια τοπική κοινωνία που αγωνίζεται;
Πρόκειται μόνο για αγανάκτηση επειδή επιβάλλεται μια δραστηριότητα που η τοπική κοινωνία απορρίπτει και που περιλαμβάνει πρωτοφανείς μεθόδους καταστολής;
Πρόκειται για υποκριτικές περιβαλλοντικές ευαισθησίες και ανεύθυνη στάση τοπικών κοινωνιών –δική τους και δική μας- που θέλουμε την ανάπτυξη αλλά όχι στην αυλή μας;
Στην πραγματικότητα είναι κάτι πιο βαθύ. Είναι η αμφισβήτηση της έννοιας της ανάπτυξης -έτσι όπως εκφέρεται- που μας φέρνει κοντά, η κοινή διαπίστωση ότι αυτού του είδους η ανάπτυξη δεν αφορά στην κοινωνία κι αποφασίζεται ερήμην κι εναντίον της!
Είναι, παράλληλα, η κακοποίηση της έννοιας του περιβάλλοντος και μαζί όλων αυτών που το υπερασπίζονται.
Βολεύει να λέγεται ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι οικολογικές ανησυχίες βολεμένων.
Βολεύει να καθησυχάζουν τον κόσμο ότι υπάρχει μια νομοθεσία -λένε μάλιστα πολύ αυστηρή- για την προστασία του περιβάλλοντος.
Πίσω απ’ όλα αυτά κρύβουν επιμελώς ότι, με πρόσχημα κάποιους περιβαλλοντικούς όρους -που ισχυρίζονται πως μπορεί να αντιμετωπίσουν επιπτώσεις, ακόμη και μη αναστρέψιμες- κάποιοι προαποφασίζουν έργα, που επί της ουσίας επιτρέπεται να γίνονται παντού, για την ακρίβεια όπου οι «επενδυτές» επιλέξουν.
Ακόμα χειρότερα είναι τα κριτήρια, με βάση τα οποία αποφασίζονται τα έργα: οι οικονομοτεχνικές μελέτες, η δημόσια ωφέλεια και το ποιός οφελείται τελικά, έχουν υποκατασταθεί από μελέτες που εξετάζουν μόνο την επιχειρηματική βιωσιμότητα των έργων.
Η πραγματικότητα συσκοτίζεται και από το γεγονός, ότι ένας πρόσφορος τρόπος αντίδρασης –και γι αυτό αξιοποιείται- είναι οι προσφυγές στο ΣτΕ για λόγους περιβαλλοντικούς, αφού «η προστασία του περιβαλλοντος αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση του καθενός».
Ωστόσο κανένα διεκδικητικό κίνημα δεν βλέπει στενά και μόνο την έννοια του περιβάλλοντος, όπως λέγεται ότι τη βλέπουν. Οι προεκτάσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι τεράστιες και καθοριστικές.
Άλλοι με πιο συνειδητό τρόπο κι άλλοι όχι, βλέπουμε στο περιβάλλον τον εαυτό μας, τις δραστηριότητές μας, την ίδια τη ζωή μας και την προοπτική μας να χάνεται.
Και πως να μην το βλέπουμε έτσι, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρότυπο ανάπτυξης που εξελίσσεται με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων και την απορρόφηση των μικρών, τη μονοπώληση όλων των δραστηριοτήτων και την συγκέντρωσή τους σε λίγα χέρια, την κατασπατάληση των φυσικών πόρων με τη λογική του «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε», για να τροφοδοτηθεί ο ανταγωνισμός και το καταναλωτικό μοντέλο.
Πως να μην το βλέπουμε έτσι, όταν το ίδιο μοντέλο τροφοδοτεί ανισότητες, εξαθλιώνει κοινωνίες, κατανέμει ρόλους και βάζει στο στόχαστρο όποιον αντισταθεί στα εκβιαστικά διλήματα.
Πως να μην το βλέπουμε έτσι, όταν την ίδια στιγμή που τροφοδοτείται η απογοήτευση ότι ο πρωτογενής τομέας δεν πάει καλά και ενθαρρύνεται έτσι η τάση εγκατάλειψής του, διαβάζουμε ότι η “αρπαγή” γης εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη με την είσοδο στη γεωργία μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων[1] και ότι η μισή γεωργική γη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήκει ήδη στο 3% των μεγάλων εταιρειών. Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, η ιδιοκτησία της γης είναι τόσο άνιση όσο στη Βραζιλία, την Κολομβία και τις Φιλιππίνες.
Όταν κι εδώ στη χώρα μας σχεδιάζονται τεράστια έργα στον πρωτογενή τομέα και μάλιστα σε συνδυασμό με ενεργειακά έργα, από εταιρείες όπως η ΤΕΡΝΑ που μας είναι γνωστή εδώ στην Κρήτη από τα έργα βΑΠΕ[2].
Όταν τα έργα αυτά υποδεικνύονται από μελέτες[3] που προσδιορίζουν «το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας» και χορηγούν φορείς όπως ο ΣΕΒ και η Ελληνική Ένωση Τραπεζών.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν θα επιβιώσει ο πρωτογενής τομέας, αλλά ποιός θα τον ασκεί, με ποιόν τρόπο θα τον ασκεί, τι θα παράγει και τι θα καταστρέφει.
Το ίδιο προφανώς ισχύει και για άλλους κλάδους και ειδικά για τον τουρισμό, για την ενέργεια και το εμπόριο.
Η βίαιη επιβολή αυτού του μοντέλου και στη χώρα μας, μέσω μνημονίων, επιτελείται με καταστροφή παραγωγικών δραστηριοτήτων και αρπαγή της γης.
Εκτελείται με μόνο εθνικό σχεδιασμό την αποφυγή σχεδιασμού σε όλους τους τομείς παραγωγικών δραστηριοτήτων και τη φωτογραφική χωροθέτηση κάθε είδους έργων.
Οι «επενδυτές» επιλέγουν τους τόπους, τα μεγέθη, υποδεικνύουν την κατάλληλη νομοθεσία για την πραγματοποιήσή τους και μαλώνουν την κυβέρνηση όταν δεν τους βγαίνει το αποτέλεσμα! Υποδεικνύουν και την προνομιακή μεταχείριση – βαφτίζοντας τα έργα ως εθνικής σημασίας- τις φαστ τρακ διαδικασίες, τα κίνητρα και τα ειδικά εργασιακά καθεστώτα.
Η εικόνα του τόπου και της κοινωνίας μετά από την αποτύπωση αυτών των πολιτικών στο χώρο δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιά θα είναι. Δεν το ξέρουν ούτε αυτοί που προωθούν αυτή την «ανάπτυξη». Δεν τους ενδιαφέρει. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η κερδοφορία, οι απρόσωποι δείκτες -όπως το ΑΕΠ- και η δημιουργία μιας πλαστής εικόνας αισιοδοξίας που να κοιμίζει με ασφάλεια την κοινωνική αμφισβήτηση και αντίδραση. Η εικόνα του χώρου που θα προκύψει – αν δεν αντιδράσουμε- θα αντανακλά αποκλειστικά και μόνο το αποτέλεσμα από τη σύγκρουση επιχειρηματικών συμφερόντων, που είναι αντικρουόμενα και ανταγωνιστικά, τόσο μεταξύ όμοιων παραγωγικών δραστηριοτήτων, όσο και μεταξύ δραστηριοτήτων με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα (γεωργία – τουρισμός – ενέργεια κλπ.), που προφανώς έχουν και διαφορετικές απαιτήσεις.
Ας δούμε λίγο τι γίνεται στην Κρήτη στον τομέα των λεγόμενων Μεγάλων Επενδύσεων
1. ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ
Στην Κρήτη δεν είχαμε μέχρι τώρα μεγάλο πρόβλημα με εξορύξεις, αν εξαιρέσουμε τη λατομική δραστηριότητα και την εξόρυξη γύψου. Λέμε μέχρι τώρα, γιατί «ξαφνικά» μας προέκυψε η προοπτική εξόρυξης υδρογονανθράκων.
Χρειαζόμαστε πληροφόρηση. Πρέπει να αποκτήσουμε πλήρη εικόνα για το πως επηρεάστηκε η Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία από τις εξορύξεις στον Πρίνο, αλλά και για το ποιά είναι και πόση, η συνεισφορά της δραστηριότητας αυτής στην τοπική και εθνική οικονομία. Πρέπει να συνυπολογίσουμε οτι μιλάμε για διαφορετικά μεγέθη και –κυρίως- για διαφορετικές πολιτικές συνθήκες, σε σχέση με τις εξορύξεις στον Πρίνο. Και βέβαια το γεγονός ότι πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος με πολλαπλές συνέπειες.
Είναι βέβαιο ότι υπάρχει στην Κρήτη μια κινητικότητα για δέσμευση γης για «υποστηρικτικές υπηρεσίες».
Αυτό που δε μας λένε, είναι ότι εκτός από τα «θαλάσσια οικόπεδα», στους χάρτες των εξορύξεων απεικονίζονται και «χερσαία οικόπεδα» πάνω στο νησί.
Το άλλο που δε λένε, είναι ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου είναι δεσμευμένα στην αποπληρωμή του χρέους.
2. ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Τις τελευταίες δεκαετίες στην Κρήτη κυρίαρχη θέση στην οικονομία κατείχε η αγοραπωλησία γης. Την 5ετία 2005-9, η διαχείριση ακίνητης περιουσίας αντιστοιχούσε στο 52% των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου![4]
Γράφτηκαν πολλά για μεγάλες επενδύσεις, τουριστικές και παραθεριστικής κατοικίας και υλοποιήθηκαν σωρεία μικρότερων.
Μεταξύ αυτών η εμβληματικότερη παραμένει αυτή στο Κάβο Σίδερο (Μονή Τοπλού). Δεν είναι πολύ γνωστό ότι νοτιοανατολικά απ΄αυτήν «ωριμάζει» στον ίδιο τόπο μια άλλη μεγαλύτερη μονάδα, 2150 κλινών, στο Κάβο Πλάκο.
Ο τόπος αυτός είναι μια παρθένα περιοχή, τμήμα του Δικτύου Νατούρα, με διάσπαρτους αρχαιολογικούς χώρους και γεωλογικά μνημεία, που σε άλλες χώρες ή υπό άλλες προϋποθέσεις, θα τον είχαν καταστήσει προ πολλού φυσικό – αρχαιολογικό πάρκο.
Αυτό που δε μας λένε, όταν υπόσχονται ότι τέτοιες επενδύσεις θα φέρουν την ανάπτυξη, αλλά αναδεικνύει η Christine Richter, Οικονομολόγος, Γεν. Γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ταξιδιωτικών Συντακτών & Ανταποκριτών, σε άρθρο της για τον τουρισμό[5] είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μία χώρα που να γνωρίζει με ακρίβεια το καθαρό κέρδος από τον διεθνή τουρισμό στο έδαφος της. Αναφέρει μάλιστα ότι «Το μερίδιο της τοπικής οικονομίας από τα συνολικά έσοδα μπορεί να περιοριστεί ακόμα και στο 10%, όταν για παράδειγμα οι τουρίστες μετακινούνται με πτήσεις τσάρτερ ξένων συμφερόντων, όταν διαμένουν σε ξενοδοχεία ιδιοκτησίας διεθνών επιχειρηματικών αλυσίδων, όταν στον τόπο διακοπών επιλέγουν τις υπηρεσίες πρακτορείων που είναι εξαρτημένα από τους διεθνείς τουριστικούς πράκτορες που τους πούλησαν το αρχικό πακέτο διακοπών».
Αυτό που δεν λένε στη τοπική κοινωνία είναι ότι αυτά που έγιναν στην Αμμουδάρα, στη Χερσόνησο, στην Ελούντα, η διάχυση δηλαδή της όποιας «ανάπτυξης» στην τοπική κοινωνία – με όλη την αναρχία που την χαρακτηρίζει-, είναι πλέον παρελθόν!
Οι νέες αναπτύξεις σύνθετων τουριστικών επενδύσεων διαθέτουν ήδη από τη νομοθεσία -μεταξύ άλλων- δύο ειδικά προνόμια: να χτίζουν και να πουλούν παραθεριστική κατοικία με όρους τουρισμού, χωρίς πολεοδόμηση και να μπορούν να καθορίζουν ζώνη περιορισμού δόμησης γύρω τους, με ειδικούς όρους δόμησης για να απαλλαγούν από μικρές επενδύσεις στο φράκτη τους.
Το τελευταίο ισχύει και για τα μεγάλα έργα υποδομής όπως το αεροδρόμιο. Στα Σπάτα έχει καθοριστεί με τον ίδιο νόμο που κύρωσε τη Σύμβαση η Βουλή, Ζώνη Περιορισμένης Ανάπτυξης, στην οποία επιτρέπεται μόνο κατοικία και αγροτικές χρήσεις και κατατμήσεις στα 20 στρέμματα
3. ΕΡΓΑ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ (Λιμάνι – Αεροδρόμιο)
Αντιμετωπίζουμε πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παραλογισμούς στη χωροθέτηση έργων μεταφορών, όπως στις περιπτώσεις λιμανιού – διαμετακομιστικού κέντρου στον κόλπο της Μεσαράς και νέου αεροδρομίου στο Καστέλλι, με προφανείς επιπτώσεις στην παραγωγή και το περιβάλλον.
Στην πρώτη περίπτωση, ένα διαμετακομιστικό κέντρο κυριολεκτικά «φυτεύεται» σε ένα κόλπο, όπου βρίσκονται δύο πολύ γνωστοί –αν και καποιημένοι- τουριστικοί προορισμοί (Μάταλα και Αγία Γαλήνη), δραστηριότητες ήπιας τουριστικής ανάπτυξης με αποκαταστάσεις σπιτιών σε οικισμούς, τρεις πολύ σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι (Φαιστός – Αγ. Τριάδα – Κομός) που συνιστούν εκ των πραγμάτων αρχαιολογικό πάρκο μεγάλης έκτασης, περιοχή διπλής Νατούρα (Sci και Spa) με εκτεταμένη περιοχή οωτοκίας της χελώνας Καρέτα Καρέτα και υγρότοπο, πολύ μεγάλη συγκέντρωση συμβατικών και θερμοκηπιακών καλλιεργειών, ζώνη αναδασμού με φράγμα άρδευσης (Φανερωμένης) και αλιευτικά πεδία. Όταν προέκυψε για πρώτη φορά το έργο αυτό (2006), στην απέναντι πλευρά του κόλπου σχεδιαζόταν σύνθετη τουριστική επένδυση!
Σε σχέση με το νέο αεροδρόμιο, μια πραγματική ανάγκη, αυτή της επίλυσης προβλημάτων, κυρίως ρύπανσης και ασφάλειας, από τη λειτουργία του αεροδρομίου Ηρακλείου, έγινε πρόσχημα για τη «χωροθέτηση» νέου αεροδρομίου σε μια παραγωγική πεδιάδα, όπου θα ξερριζωθούν 150.000 ελαιόδενδρα για να δημιουργηθούν υποδομές που θα εξυπηρετούν τουριστική κίνηση υπερδιπλάσια απ’ αυτή που υπάρχει σήμερα στη Κρήτη. Κι αυτό τη στιγμή που καμιά μελέτη δεν υποστηρίζει, -αντίθετα όλες θεωρούν προβληματικό- το πρότυπο του μαζικού τουρισμού. Μελέτες, όπως η Μελέτη Τουριστικής Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κρήτης του ΕΟΤ (2003) και το Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης του Ελληνικού Τουρισμού 2004-2010. Στο τελευταίο διαπιστώνεται επίσημα η ολιγοψωνιακή διάθρωση του τουριστικού τομέα, με λίγους tour-operators και συνέπεια τις ισχυρές πιέσεις για χαμηλές τιμές.
Αυτό που δε λένε είναι τα καίρια προβλήματα από την δημιουργία αυτών των έργων, όπως η εσωτερική μετανάστευση που θα προκληθεί κυρίως προς την πόλη του Ηρακλείου, τις παρενέργειες στο τοπικό εμπόριο από τη δημιουργία στο χώρο του αεροδρομίου εμπορικού κέντρου στο πρότυπο των Σπάτων, αλλά και στις ίδιες τις υφιστάμενες τουριστικές επιχειρήσεις, τη μεγάλη θυσία παραγωγικής γης στο βωμό της διόγκωσης του μαζικού τουρισμού, ενώ μάλιστα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η διόγκωση αυτή θα πραγματοποιηθεί.
4. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΑΠΕ
Κι ενώ όλα αυτά έχουν ταράξει την Κρήτη, τα τελευταία τρια χρόνια έρχεται ένας νέος «εισβολέας», οι βιομηχανικές ΑΠΕ να δεσμεύσουν ακόμα και τη γη που έχει απομείνει, κυρίως ορεινή, δασική και χορτολιβαδική. Οι αιολικοί σταθμοί, όπως λένε οι ίδιοι οι επιχειρηματίες του κλάδου, σε τέτοια γη «χωροθετούνται, σε ποσοστό 90%.
Εδώ, πολλά δε λένε. Χρειάστηκε να αναπτυχθεί ένα κίνημα, με τέτοια δυναμική που δεν έχουμε δει ποτέ στην Κρήτη για να τα αποκαλύψει. Η χρήση της γης σαν να ήταν άγονος τόπος, η μηδαμινή ωφέλεια στις τοπικές κοινωνίες που καταντάει αρνητική αν υπολογιστεί η καταστροφή των φυσικών πόρων και του τοπίου που γίνεται στ’ όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, ο εκτοπισμός παραγωγικών δραστηριοτήτων και η απώλεια θέσεων εργασίας, ο ανταγωνισμός σε όλες τις άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, η προσβολή στις τοπικές κοινωνίες από αποφάσεις που λαμβάνονται κεντρικά, όχι μόνο χωρίς ενημέρωση αλλά και με παραπληροφόρηση, ξεπερνούν κάθε φαντασία και κάθε προηγούμενο.
Όλα αυτά, είναι παράμετροι που χαρακτηρίζουν και όλες τις άλλες λεγόμενες «μεγάλες επενδύσεις» αλλά στην περίπτωση των β-ΑΠΕ απογειώνονται, καταδεικνύοντας και τα κοινά χαρακτηριστικά τους!
Ζούμε σ’ ένα τόπο προνομιούχο.
Δε μιλάμε τώρα μόνο για την Κρήτη, αλλά για όλη την Ελλάδα.
Η πολιτική των «μεγάλων ευκαιριών», εκτός όλων των άλλων, δε σέβεται και δεν αξιοποιεί αυτά τα πλεονεκτήματα, ούτε καν για λογαριασμό των ίδιων των «μεγάλων επενδυτών», με αποτέλεσμα να δημιουργεί μόνο «κρανίου τόπους».
Συχνά μιλούμε για συντονισμό των κινημάτων.
Θεωρούμε ότι ακόμα πιο αναγκαίο είναι να συντονήσουμε τις αναλύσεις μας, να αποδείξουμε τον κοινό τόπο της καταστροφής της χώρας και των παραγωγικών της δυνάμεων και τη δυνατότητα μιας πραγματικά άλλης πορείας.
Στο μεταξύ το μόνο μήνυμα που μπορούμε να δώσουμε είναι: «δε μασάμε, δεν πουλάμε και δεν ξεπουλιώμαστε»!
[4] Κατευθύνσεις αναπτυξιακής στρατηγικής Περιφέρειας Κρήτης 2014-20, σελ. 29 http://www.pepkritis.gr/uploaded/espa/CRETE_2014-2020.pdf
“Ανάπτυξη” στον καιρό του μνημονίου: από τις Σκουριές ως την Κρήτη
Πρωτοβουλία αλληλεγγύης στους κατοίκους της Χαλκιδικής (Ηρακλείου Κρήτης)
Παρασκευή 24/5/2013, 19.00, Εργατικό κέντρο Ηρακλείου
Παρέμβαση ΤΚ
Εισαγωγή
Υποθέτω ότι είναι κοινό μας μυστικό το ότι αυτή η παρέμβαση δε γίνεται «από καθέδρας», δηλαδή, δεν αποσκοπεί στο να μεταφέρει παγιωμένα συμπεράσματα και αντιλήψεις ή μια «γνώση» που εσείς δεν την κατέχετε και οφείλετε να την προσλάβετε. Παρόλα αυτά, αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίζω, κάθε φορά, ότι τη συμμετοχή μου σε τέτοιες συζητήσεις την αντιλαμβάνομαι σαν μέρος μιας κοινής προσπάθειας ανταλλαγής εμπειριών και, μερικές φορές, σαν μέρος μιας επίπονης δοκιμασίας γενίκευσης των εμπειριών και μετασχηματισμού τους σε κοινούς στόχους και δράσεις, σε εναλλακτικά σχέδια και προτάσεις μικρότερου ή μεγαλύτερου εύρους.
Για να σας πω τη μαύρη αλήθεια, θέλω να φαντάζομαι αυτή την αμφίδρομη διαδικασία και σαν κάτι ακόμη: σαν το σπέρμα, σαν το προκαταρκτικό στάδιο ενός πειράματος «φυσικής» και αδιαμεσολάβητης εμπλοκής του πολίτη με την πολιτική, πιο άμεσης συμμετοχής στη διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών προταγμάτων της εποχής μας. Αυτά όταν πάει να με πάρει ο ύπνος. Γιατί στο ξύπνιο, πιο οικείες μου είναι οι απογοητεύσεις από τις όποιες μικρές και ατελείς προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση. Γεγονός που δεν με εμποδίζει πάντως, και στον ύπνο και στο ξύπνιο, να εξακολουθώ να ελπίζω σε μια τέτοια προοπτική, στηριζόμενος στη βαθύτερη πεποίθηση πώς, οτιδήποτε προάγει την ελεύθερη έκφραση της βούλησης του ανθρώπου, την ουσιαστική κοινωνικοποίησή του και την αυτοδιεύθυνση των κοινωνιών δεν μπορεί παρά να είναι στον πυρήνα του κοινωνικού οραματισμού ή του «φαντασιακού» του καθένα ή της καθεμιάς από μας.
Το πλαίσιο της παρέμβασης
Καλούμενος να συνεισφέρεις με τον προβληματισμό σου σε μια συζήτηση, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι: ποιες είναι οι βαθύτερες ανησυχίες και οι ανάγκες που μας κάνουν να συζητάμε για την ανάπτυξη, στις σημερινές γνωστές βαριές συνθήκες; Το ερέθισμα και μια πρώτη γεύση αυτού του υπόβαθρου της πρωτοβουλίας το δίνει η ίδια η πρόσκληση. Αναδιατυπώνοντας και επεκτείνοντας λίγο αυτά τα ερωτήματα, βάζοντας και μια δόση από τις δικές μου ανησυχίες -είπαμε, είναι αμφίδρομη αυτή η σχέση- καταλήγω σε μια θεματολογία, που περιλαμβάνει τα εξής ζητήματα:
- Υπάρχει μια ενιαία αντίληψη για την ανάπτυξη; Αν όχι, ποια είναι αυτή που εμείς διερευνούμε, προσπαθούμε να αναλύσουμε και να αξιολογήσουμε; Με τι κριτήρια;
- Οι βλαπτικότητες που αντιμετωπίζουμε συνδέονται με κάποια εκδοχή αυτού του ιδεολογήματος ή είναι συνέπειες και άθροισμα τοπικών συμπτώσεων;
- Που αλλού και με ποιο τρόπο εκδηλώνεται; Υπάρχουν κοινά στην αντίληψη της ανάπτυξης;
- Ποιο είναι το εύρος των συνεπειών της ανάπτυξης; Περιορίζονται στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις; Ποιο είναι το μέτωπο των θιγομένων;
- Με ποιες «παράπλευρες απώλειες» συνοδεύεται η εφαρμογή πολιτικών ανάπτυξης;
- Υπάρχει αντίπαλο δέος και σε πιο επίπεδο (τοπικό, κράτους, ευρωπαϊκό, διεθνές);
- Μέχρι που μπορεί να φτάσει ο ρόλος και ο λόγος των κινημάτων; Πώς και με ποιο τρόπο εμπλέκονται στην πολιτική;
1. Για ποια ανάπτυξη μιλάμε
Είναι προφανές ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις της έννοιας της ανάπτυξης είναι πολλές. Εμείς, όμως, τη φιλολογία της ανάπτυξης την εισπράττουμε σαν το περιτύλιγμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, πρωτίστως. Δευτερευόντως τη συναντάμε σαν θωρητική οιονομική αντίληψη και σαν ιδεολογικό εργαλείο, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της πολιτικής αντιπαράθεσης των διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων. Για να μην πελαγοδρομήσουμε, λοιπόν, θεωρώ χρήσιμο να σταθούμε, κατ’ αρχή, σε αυτήν την εφαρμοσμένη εκδοχή της ανάπτυξης, που επαγγέλεται και προσπαθεί να υλοποιήσει η κυρίαρχη πολιτική τάξη. Θα την αποτιμήσουμε, φυσικά, σε όλο το εύρος των συνεπειών της. Νομίζω, όμως, ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να την αποδομήσουμε στο επίπεδο που οι εμπνευστές της θεωρούν προνομιακό. Δηλαδή, στα αποτελέσματα που υπόσχονται ότι θα έχει: στις νέες θέσεις εργασίας, στην αύξηση του εισοδήματος, στη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και στη χαλάρωση της οικονομικής εξάρτησης της χώρας.
2. Τοπικές βλαπτικότητες: τυχαία γεγονότα ή τοπικές εκδηλώσεις μιας γενικότερης επιλογής
Στο τοπικό επίπεδο είναι δύσκολο να εξετάσει κανείς ένα – ένα τα διάφορα ζητήματα, που βρίσκονται στο επίκεντρο τοπικών αντιστάσεων ή, έστω, που ενεργοποιούν προβληματισμούς και ανησυχίες. Μπορούμε να μιλήσουμε για την Κρήτη, μια γεωγραφική ενότητα που εσείς γνωρίζετε πολύ καλύτερα. Από μέρους μου θα περιοριστώ να επισημάνω ότι βασικά επίδικα, όπως οι συστοιχίες ΒΑΠΕ και υβριδικών, η «επένδυση» στη μονή Τοπλού, οι άλλες σύνθετες τουριστικές επενδύσεις και η μετατροπή της Κρήτης σε διαμετακομιστικό κέντρο ενέργειας και εμπορευμάτων είναι συνδυασμένες με μια λογική ανάπτυξης – μεγέθυνσης, που αφορά όχι μόνο την Κρήτη, αλλά και την ευημερία όλης της χώρας.
Παλιότερα, μπορούσαμε να συναντήσουμε περιπτώσεις δραστηριοτήτων, οι οποίες συνειδητά εμφανίζονταν με ένα περίβλημα τοπικής ωφελιμότητας, ακόμη κι αν ήταν μέρος ενός γενικότερου επενδυτικού σχεδίου. Αυτό συνέβη, τα πρώτα χρόνια, με την εγκατάσταση αιολικών στον Ελικώνα της Βοιωτίας, αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει και με τα μεταλλεία βωξίτη στη Γκιώνα, στον Παρνασσό και την Οίτη, που, κατά ένα περίεργο τρόπο, εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται, σαν να μην έχουν ακούσει τίποτα για τη Χαλκιδική. Η τακτική αυτή είχε σαν στόχο το μετριασμό πιθανών κοινωνικών αντιδράσεων, τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στις τοπικές κοινωνίες και την υποβάθμιση της σύνδεσης των όποιων δραστηριοτήτων με γενικότερα κυβερνητικά σχέδια ή επιχειρηματικές βλέψεις. Στα δε μέσα, γνωρίζουμε πολύ καλά τις πρακτικές των ανταποδοτικών οφελών και του εκμαυλισμού.
Σήμερα, σπάνια θα δούμε «αυτούσιες» τέτοιου είδους πρακτικές, χωρίς να συνοδεύονται από αναφορές σε μια γενικότερη αντίληψη περί ανάπτυξης. Είναι προφανές ότι σε αυτή τη μεταστροφή έχουν παίξει ρόλο και τα διεθνή υφεσιακά φαινόμενα σε μεγάλο τμήμα του καπιταλιστικού κόσμου, αλλά πολύ περισσότερο οι συνθήκες της βαθιάς οικονομικής κρίσης, που βιώνει η χώρα. Με συνέπεια, ακόμη και περιορισμένης εμβέλειας έργα να ντύνονται με το μανδύα μιας εθνικής, διαταξικής προσπάθειας για την «ανάπτυξη».
3. Γενικευμένες πρακτικές, σε πανελλαδικό επίπεδο, μιας κοινής αντίληψης για την ανάπτυξη
Η επίκληση της «ανάπτυξης» σαν δικαιολογητικού παράγοντα μιας ποικιλίας δραστηριοτήτων είναι, συνεπώς, η πρώτη διαπίστωση. Αυτό που πρέπει να δούμε, στη συνέχεια, είναι αν υπάρχει κάτι κοινό, που να συνδέει αυτές τις δραστηριότητες, αν, σε τελευταία ανάλυση, αντιπροσωπεύουν μια λίγο – πολύ ενιαία αντίληψη. Διότι, αν αυτή η αντίληψη για την ανάπτυξη συνιστά πρόβλημα, έχουμε σοβαρούς λόγους να το περιγράψουμε με πληρότητα, να καθορίσουμε τους σωστούς στόχους και να αναζητήσουμε τους πιο πρόσφορους τρόπους για να αντισταθούμε. Αναγκαστικά θα κάνουμε μια συνοπτική περιήγηση, θεματική και γεωγραφική, γνωρίζοντας, από πριν, ότι θα υπάρχουν πράγματα που θα έχουν διαφύγει από την προσοχή μας:
- Κοιτώντας τη λίστα των ενταγμένων στο fast track έργων, θα δούμε ότι περιλαμβάνονται εννέα (9) ενεργειακά έργα, ένα (1) έργο μεταλλουργίας χρυσού και μία (1) τουριστική επένδυση, ξέρετε ποια. Στις νέες αιτήσεις περιλαμβάνονται τρία (3) ενεργειακά έργα και μία (1) σύνθετη τουριστική επένδυση στη Χαλκιδική.
- Στα συγχρηματοδούμενα έργα κυριαρχούν τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων και στέγασης δημόσιων υπηρεσιών.
- Σαρώνοντας γεωγραφικά τη χώρα θα συναντήσουμε:
ü τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης
ü υπεράκτιο σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη
ü υπό διερεύνση σχέδια για αποθήκευση CO2 στα εξαντλημένα κοιτάσματα της Θάσου
ü τις μεταλλευτικές δραστηριότητες χρυσού και όχι μόνο, σε όλη τη Β. Ελλάδα
ü τα νέα ορυχεία και τη νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ στη Δυτική Μακεδονία
ü πλήθος νέων υδροηλεκτρικών έργων σε Δυτική Μακεδονία, Ήπειρο και Αιτωλοακαρανία
ü την επαναφορά της εκτροπής του Αχελώου
ü μεταλλευτικές δραστηριότητες και ενεργειακά έργα (μονάδες φυσικού αερίου, ΒΑΠΕ, Φ/Β και βιομάζας) στη Στερεά – Εύβοια
ü αντικατάσταση της λιγνιτικής μονάδας της Μεγαλόπολης με νέα φυσικού αερίου
ü συστοιχίες ΒΑΠΕ και υπεράκτιες αιολικές εγκαταστάσεις στα νησιά του Αιγαίου
ü στην Κρήτη, τα είπαμε
- Εξετάζοντας τις θεματικές, υπερτοπικές δραστηριότητες θα επισημάνουμε:
ü ένα σχέδιο «τακτοποίησης» της διαχείρισης των απορριμμάτων, προσανατολισμένου στην ενεργειακή αξιοποίηση – καύση, φιλοεργολαβικού περιεχομένου
ü τη διαρκή φιλολογία για τους αγωγούς φυσικού αερίου
ü νέα μεγάλα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου
ü ερευνητικές εργασίες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων
ü επανεκκίνηση των σταματημένων έργων των εθνικών αυτοκινητοδρόμων
ü την εκποίηση δημόσιων υποδομών και γης, κυρίως για οικιστική, τουριστική αξιοποίηση, αλλά και για μεταφορές (λιμάνια, σιδηρόδρομοι, εμπορευματικοί σταθμοί)
Αξίζει να σημειωσούμε και τα εξής:
- Ένα μέρος των παραπάνω δραστηριοτήτων συνδέεται ή επιδιώκεται να συνδεθεί με το καθεστώς των ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ)
- Κάποιες άλλες, συνδέονται με υπερεθνικές ρυθμίσεις, κυρίως αυτές της ΕΕ, που αφορούν την επιδίωξη δημιουργίας κοινών δικτύων και την απελευθέρωση της αγοράς σε διάφορους τομείς.
Από τη συνεκτίμηση των παραπάνω δραστηριοτήτων θα μπορούσαμε να κάνουμε μια πρώτη καταγραφή βασικών κοινών χαρακτηριστικών:
- Φαίνεται να εξυπηρετούν εξωχώριες ανάγκες, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας
- Εμφανίζουν μια περιορισμένη επιλεκτικότητα σε συγκεκριμένους κλάδους – τομείς
- Σε κάθε περίπτωση υπηρετούν ένα μοντέλο εκτατικής ανάπτυξης και ένα καταναλωτικό μοντέλο με έναν επιθετικό τρόπο, που δεν συμβαδίζει με τις συνθήκες ύφεσης που βιώνουμε
- Το μεγαλύτερο μέρος του νέου εξοπλισμού και των υποδομών παράγεται εκτός Ελλάδας, χωρίς να δημιουργεί κάποια προστιθέμενη αξία και νέες θέσεις εργασίας
Κοιτώντας τα πράγματα από μια πιο μακρινή απόσταση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι φαίνεται ότι αναζητείται ένας νέος ρόλος για την Ελλάδα στο διεθνή καταμερισμό, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κρίσης, που περιγράφεται με διάφορους τρόπους και αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες,. Αυτό φαίνεται, κυρίως, στον οικονομικό προσανατολισμό και τις δραστηριότητες που ευνοούνται. Ο ασφυκτικός οικονομικός έλεγχος, μέσω των μνημονίων, οι ιδιωτικοποιήσεις και η εκποίηση του δημόσιου πλούτου, καθώς και μια σειρά άλλων πολιτικών, αποτελούν εργαλεία υποστήριξης αυτής της κεντρικής επιλογής.
4. Ποιο είναι το εύρος των συνεπειών της ανάπτυξης και ποιο το μέτωπο των θιγομένων;
Και μόνο από τη συνοπτική παράθεση βασικών δραστηριοτήτων, που συνδέονται με το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης, καταλαβαίνουμε ότι οι πρώτες και πιο εμφανείς επιπτώσεις τους αφορούν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και στη χωρίς μέτρο χρήση («αξιοποίηση» για το κεφάλαιο) των φυσικών πόρων. Με δεδομένη τη μεγαλύτερη, πλέον, ευαισθησία γι αυτά τα ζητήματα, πολλές φορές η περιβαλλοντική διάσταση των συνεπειών έρχεται να υπερκαλύψει άλλες πλευρές. Κι όμως, μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων που συζητάμε:
- είναι περιορισμένου χρονικού ορίζοντα, άρα οι θέσεις εργασίας που υπόσχονται είναι προσωρινές και επισφαλείς.
- καταστρέφουν άλλες θέσεις εργασίας, καθώς επιβάλλουν καθεστώς παραγωγικής «μονοκαλλιέργειας».
- επιδεινώνουν τους όρους εργασίας, από άποψη ύψους μισθών, μέτρων ασφάλειας, εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
- απαξιώνουν μεγάλα τμήματα γεωργικής γης και βοσκοτόπων, οδηγώντας σε περαιτέρω υποχώρηση παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα, που συνδέονται με το πολύ κρίσιμο διατροφικό τομέα.
- υποβαθμίζουν ένα σημαντικό για την ελληνική οικονομία προϊόν, αυτό του τουρισμού, ενώ και οι δραστηριότητες με σχετικό αντικείμενο έρχονται να το αλλοιώσουν σε ποιότητα και να ακυρώσουν κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι το μέτωπο των πραγματικά θιγομένων είναι πολύ πιο πλατύ από αυτό που νομίζουμε και, οπωσδήποτε, υπερβαίνει κατά πολύ όσους-ες εμφορούνται από περιβαλλοντικές ανησυχίες, ακόμη κι αν αυτοί-ες δεν είναι το κασικό κοινό της παραδοσιακής φυσιολατρίας. Στις συνθηκες της κρίσης, όπου το γενικότερο κλίμα ευνοεί εκπτώσεις στα ζητήματα της περιβαλλοντικής προστασίας είναι σημαντικό να μπορούμε να πείθουμε ότι το μοντέλο ανάπτυξης που μας επιβάλλεται πάσχει εκεί, ακριβώς, που υποτίθεται ότι υπερτερεί.
5. Με ποιες «παράπλευρες απώλειες» συνοδεύεται η εφαρμογή πολιτικών ανάπτυξης;
Οι έμεσες επιπτώσεις συνοδεύοται και από άλλες «παράπλευρες», όπως: οι αλλαγές στην περιβαλλοντική νομοθεσία και στην απονομή της δικαιοσύνης, η αποδιάρθρωση του χωροταξικού σχεδισσμού, η αποσάρθρωση κάθε έννοιας κοινωνικής συνοχής, ο περιορισμός πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και οι προσπάθειες αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, με πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο τη δράση της «Χρυσής αυγής».
6. Υπάρχει «αντίπαλο δέος» και σε πιο επίπεδο (τοπικό, κράτους, ευρωπαϊκό, διεθνές);
Αν είναι ακριβή τα όσα καταλογίζουμε στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αν υπάρχει το «αντίπαλο δέος». Και ποιο είναι αυτό: ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης ή μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Και ακόμη: ποιο είναι το κρίσιμο επίπεδο ή το πιο πρόσφορο έδαφος για να το υλοποιηθεί. Το άλλο μοντέλο είναι, απλά, μια πρόταση οργάνωσης της οικονομίας ή είναι αλληλένδετο με τους όρους οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει ριζικές κοινωνικές ανατροπές;
Η παρέμβαση αυτή δεν φιλοδοξεί να απαντήσει, επί της ουσίας, στα παραπάνω ζητήματα. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να εντοπίσει τις πρακτικές δυσκολίες στην προπάθεια αναζήτησης των απαντήσεων.
Ενώ, λίγο – πολύ, υπάρχει μια σύγκλιση στις διαπιστώσεις, ως προς τα αποτελέσματα, ενώ συνειδητοποιούνται τα αδιέξοδα του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης, υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στο να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργούνται με όρους μαζικούς και σε βάθος χρόνου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται, στην ουσία, για τη δυσκολία προβολής μιας πειστικής εναλλακτικής λύσης, που, σε πρώτο επίπεδο, θα συνδυάζει απασχόληση και προστασία του περιβάλλοντος ή, καλύτερα, διαβίωση σε αρμονία με τη φύση. Και αυτό είναι ένα σύνθετο θεωρητικό – πολιτικό πρόβλημα (θεωρητικό υπόβαθρο, πολιτικό σχέδιο και εναλλακτικές λύσεις). Ορισμένες πλευρές αυτού του ζητήματος είναι οι εξής:
- δεν φαίνεται να αξιολογείται το «γεγονός» με την ίδια βαρύτητα από όλους. Το ζήτημα αφορά, πρωτίστως, τις πολιτικές δυνάμεις, που στα λόγια είναι στον αντίποδα των παραπάνω επιλογών, αλλά στην πράξη παρουσιάζουν αντιφάσεις και δεν μεταφράζουν σε πολιτικούς στόχους την αντίθεσή τους, αν δεν αναπαράγουν την ίδια λογική, αλλάζοντας, απλά, το πρόσημο του διαχειριστή της όποιας ανάπτυξης
- στο επίπεδο των κινημάτων και των τοπικών κοινωνιών, πολλές φορές θεωρείται πολυτέλεια η ενασχόληση και η αναζήτηση των βαθύτερων αναγκών των προβλημάτων, είτε στο όνομα της ευρύτητας των αγώνων, είτε λόγω μιας κεκτημένης αντίληψης παραπομπής τέτοιων ζητημάτων στους «ειδικούς». Αυτή η λογική, όμως, αποθαρρύνει τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, «θολώνει» πολλές φορές τον πραγματικό στόχο επιτρέποντας σε συντηρητικές δυνάμεις να αξιοποιούν τις κοινωνικές αντιδράσεις, μειώνει την αποτελεσματικότητα και, τελικά, οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή, στην παραίτηση και την απομαζικοποίηση
- η αντίληψη της αποανάπτυξης ή της απομεγέθυνσης, που εμφανίζεται σαν η πιο πειστική απάντηση στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης εξακολουθεί να παραμένει μια μειοψηφική αντίληψη, που απέχει ακόμη πολύ από το να αποτελέσει ένα ισχυρό ρεύμα στην κοινωνία ή αλλιώς, το «αντίπαλο δέος»
- οι όποιες πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, συγκρότησης συνεταιριστικών – κολεκτιβίστικων εγχειρημάτων, διατύπωσης τοπικών εναλλακτικών σχεδίων απασχόλησης είναι πολύ λίγες και διάσπαρτες και αυτές προσανατολισμένες, κυρίως, στο πεδίο των αγροτικών δραστηριοτήτων, που δύσκολα φτάνουν και πείθουν το μεγάλο τμήμα του αστικοποιημένου πληθυσμού
- ακόμη κι αν αυτές οι προσπάθειες ήταν εκτεταμένες, θα είχαν να αντιμετωπίσουν εγγενείς δυσκολίες, όπως ο μεγάλος χρόνος καθιέρωσης και σταθεροποίησης, ο συντονισμός τους στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου συνεννόησης, οι σχέσεις με το ανταγωνιστικό κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο των ταξικών διαχωρισμών και των διαφόρων μορφών εξουσίας.
Χωρίς μια πειστική περιγραφή του εναλλακτικού μοντέλου είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς-μία για τις προϋποθέσεις υλοποίησής του και για το πιο είναι το πιο φιλικό περιβάλλον γι αυτό. Οι προσπάθειες διατύπωσης εναλλακτικού λόγου, σε μια σειρά ζητήματα, όπως αυτό της ενέργειας, μας πείθουν πως δύσκολα μπορούν να ευοδωθούν, μέσα στο υπάρχον οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Σε κάποια άλλα ζητήματα, όπως αυτό της διαχείρισης των απορριμμάτων, φαίνεται πιο προσιτό το έργο μας. Αυτό, αν μη τι άλλο, σημαίνει ότι δεν πρέπει με ευκολία να παραιτούμαστε από την προσπάθεια αναζήτησης λύσεων, αν αυτές μπορούν να έχουν σαν αποτέλεσμα τη βελτίωση των όρων της καθημερινότητάς μας.
7. Μέχρι που μπορεί να φτάσει ο ρόλος και ο λόγος των κινημάτων; Πώς και με ποιο τρόπο εμπλέκονται στην πολιτική;
Για όσους-ες πιστεύουν στην αυτονομία των κινημάτων και για όσους-ες απορρίπτουν τη λογική της ανάθεσης το ερώτημα αυτό έχει άμεσο και ουσιαστικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα, για όσους-ες δεν επιθυμούν, για διάφορους λόγους, να εκφραστούν μέσα από τα υπάρχοντα πολιτικά μορφώματα. Αν δεν θέλουμε να συμβιβαστούμε με τη λογική «ψωνίζουμε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση από τα ράφια των όποιων έτοιμων ιδεολογικο-πολιτικών πακέτων, με τους αναγκαίους συμβιβασμούς», χρειάζεται να βρούμε έναν άλο τρόπο έκφρασης. Η τάση, που ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη και υπαγορεύεται από πρόσφατες και παλιότερες εμπειρίες επιβάλλει μια στάση ενεργότερης κοινωνικής συμμετοχής και στήριξης αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Με έναν άλλο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποφασιστικό κριτήριο και το ισχυρότερο μέσο για να αποκτήσουν αποτελεσματικότητα οι αγώνες είναι η συγκρότηση ισχυρού κοινωνικού μετώπου από «τα κάτω». Το οποίο μέτωπο γίνεται πιο αποτελεσματικό, όσο πιο ευνοϊκό είναι το γενικότερο πολιτικό περιβάλλον και οι πολιτικοί συσχετισμοί.
Η διαδικασία αυτή έχει σαν προϋπόθεση, όμως, τη σύγκλιση σε βασικά ζητήματα, μέρος των οποίων είναι τα όσα προαναφέρθηκαν στην πρώτη ενότητα. Μια άλλη, βασική προϋπόθεση είναι οι διεργασίες και οι ζυμώσεις να γίνονται στο σωστό πεδίο. Δηλαδή, σε ένα πεδίο που θα ευνοεί την αναίρεση τεχνητών ή υπαρκτών διαχωρισμών. Η αναφορά αυτή γίνεται γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι υπάρχουν κάποιοι «παράλληλοι κόσμοι», που λειτουργούν με τη δική τους λογική και με ορισμένα στεγανά, που με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στις εξής κατηγορίες:
- ο μικρόκοσμος των κινημάτων ή, καλύτερα, των ανθρώπων που προτάσσουν την κινηματική δράση. Επικεντρώνουν, κυρίως, σε θέματα περιβάλλοντος, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλληλεγγύης κλπ. Σπανιότερα «ανοίγονται» σε θέματα της εργασίας ή της οικονομίας, είναι καχύποπτοι στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση, σνομπάρουν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις για θέματα, όπως τα μνημόνια, το ευρώ και η ΕΕ. Μέρος αυτού του κόσμου υιοθετεί μια στάση πλήρους απαξίωσης της πολιτικής. Ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλος μέρος αυτής της κατηγορίας ενεργών πολιτών υιοθέτησε μια στάση μεγάλων προσδοκιών στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, που σε συνδυασμό με τα καθημερινά προβλήματα επιβίωσης έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση στασιμότητας και απογοήτευσης σε πολλές πρωτοβουλίες
- ο κόσμος της αριστεράς, στις διάφορες εκδοχές του, προτάσσει τα πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα και δίνει βάρος στη συγκρότηση και συνοχή του πολιτικού υποκειμένου. Σε αρκετές περιπτώσεις κοιτάζει αφ’ υψηλού ή με καχυποψία τα κοινωνικά κινήματα και, ενίοτε, προσπαθεί να τα εκμεταλλευτεί. Επικεντρώνει στα ζητήματα της εξουσίας και της οικονομίας, χωρίς συνήθως να είναι σε θέση να αποτυπώσει με πειστικότητα, στα διάφορα πολιτικά σχέδια, την κριτική στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης που κατακεραυνώνει. Ένα τμήμα αυτού του κόσμου εμπλέκεται με τον κόσμο των κινημάτων, με θετικές, αλλά και με αρνητικές παρενέργειες.
- το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, με μικρή συμμετοχή, ένα μέρος του οποίου προσπάθησε να εκφραστεί δημόσια μέσα από το «κίνημα των πλατειών», χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Στο τμήμα αυτό του πληθυσμού οι συμπεριφορές, και η πολιτική στάση, διαμορφώνεται μέσα από τις τοπικές και προσωπικές εμπειρίες. Γι αυτό, συνήθως, πολλές φορές μεταφέρει πιο «έγκυρα» το πραγματικό κλίμα μέσα στην κοινωνία και, ταυτόχρονα, είναι πιο ευάλωτο στις πρακτικές του φόβου και στην προπαγάνδα της φασιστικής ακροδεξιάς.
Κοινός τόπος στις διεργασίες που αναφέρθηκαν στην αρχή είναι η αναζήτηση στόχων, ρεαλιστικών σχεδίων και προταγμάτων που να μπορούν να συνεγείρουν μαζικά την κοινωνία. Αν κάτι προκύπτει από την παραπάνω προσπάθεια σύντομης καταγραφής συμπεριφορών και διαθέσεων είναι η ανάγκη αναθεώρησης και επανεξέτασης πολλών από τις τρέχουσες πρακτικές μας. Και, κυρίως, η ανάγκη κατάκτησης μιας κουλτούρας σύνθεσης, σε μια προσπάθεια συνάντησης σε ευρύτερα πεδία (θεματικά και γεωγραφικά), με σκοπό τα κινήματα να διευρύνουν το πεδίο των ενδιαφερόντων τους και να πλουτίσουν – «χτίσουν» το δικό τους πολιτικό λόγο από τα κάτω.
Οι όποιες απόπειρες υλοποίησης μιας τέτοιας «υπέρβασης» δεν φαίνεται να στέφονται από επιτυχία, χωρίς αυτό να ισοδυναμεί με εγκατάλειψη των προσπαθειών. Οι πιο εμφανείς, κατά τη γνώμη μου, δυσκολίες είναι οι εξής:
- Οι πολλαπλές εντάξεις (σε κινηματικές διαδικασίες και πολιτικά – ιδεολογικά μορφώματα) δημιουργούν αντίστοιχες δεσμεύσεις και εμπεριέχουν αντιφάσεις, πολλές φορές αξεπέραστες. Εννοείται ότι δεν αναφερόμαστε σε συνειδητές προσπάθειες «καπελώματος».
- Το διαφορετικό επίπεδο πολιτικής ωρίμανσης ή συνειδητοποίησης των ανθρώπων που συμμετέχουν στις κινηματικές διαδικασίες είναι, επίσης, ένα ανασταλτικός παράγοντας στις όποιες προσπάθειες σύνθεσης, τουλάχιστον ως προς τους ρυθμούς της.
- Ακόμη κι εκεί που υπάρχει η μέγιστη ανοχή και διάθεση για το «χτίσιμο» από τα κάτω ενός κοινού λόγου, δεν υπάρχει τίποτα που να εγγυάται ότι δεν θα μετεξελιχθεί σε διαδικασία διασφάλισης «καθαροτήτων», αναπαράγοντας τις γνωστές διαδικασίες λειτουργίας των πολιτικών χώρων και ευνοώντας διασπαστικά φαινόμενα.
Πηγή : http://www.tokaravani.gr