Το παρόν κείμενο αποτελεί προϊόν μιας σύνθετης και πολυεπίπεδης εμπειρίας τεσσάρων μηνών, 26 συνεδριάσεων του δικαστηρίου και αναρίθμητων ωρών συνέλευσης. HΠρωτοβουλία Ενημέρωσης και Δράσης για την Υπόθεση Αλεξανδρόπουλουσυστάθηκε από μια φαινομενικά ανομοιογενή ομάδα ανθρώπων, με μεγάλη ηλικιακή απόκλιση, φοιτητών και μη, που πειστήκαμε ότι αυτή η δίκη πραγματευόταν πολλά περισσότερα από όσα αναγράφονταν στο κατηγορητήριο. Παρότι σχεδόν κανείς μας δεν ήταν στο Ρέθυμνο το 2006 που πέθανε ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος, παρόλο που κανείς μας δεν τον γνώρισε εν ζωή, θεωρήσαμε ότι η υπόθεση μάς αφορά και ότι αφορούσε πολλούς ακόμη. Γιατί η βάση της υπόθεσης δεν ήταν άλλη από την ποινικοποίηση της κριτικής και της διαμαρτυρίας, την καταπάτηση της αξιοπρέπειας, ηθικής και εργασιακής, τη διαμόρφωση ανθρώπων πειθήνιων που κοιτούν τη δουλειά τους και δεν μιλούν. Μπορούσε τελικά ένα δικαστήριο να εκδικάσει μια τέτοια υπόθεση;
Οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαν ξαναμπεί σε αίθουσα δικαστηρίου· δεν είχαμε δει την επίσημη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Συναντήσαμε μια θεατρική σκηνή με σταθερούς και έκτακτους ρόλους, κι εμείς καθίσαμε στο ακροατήριο. Οφείλαμε να παραδεχτούμε ότι το έργο ήταν κακό κι εμείς δεν επιτρεπόταν να συμπεριφερθούμε ως αξιοπρεπές κοινό, επιδοκιμάζοντας ή αποδοκιμάζοντας τα τεκταινόμενα. Η έντονη αστυνομική παρουσία, κάνοντας εξονυχιστικούς ελέγχους πριν μπούμε στην αίθουσα, ενώ άλλοτε λειτουργώντας αποτρεπτικά στο να εισέλθει κάποιος για να παρακολουθήσει τη δίκη, ερχόταν να συνηγορήσει στις αμφιβολίες μας σχετικά με αυτό που ονομάζεται ελληνική δικαιοσύνη.
Γνωρίζαμε τις οικονομικές ατασθαλίες του Παλλήκαρη στο πανεπιστήμιο, αλλά αυτά που ακούσαμε στο δικαστήριο ήταν πραγματικά σοκαριστικά. Οι κατηγορούμενοι (επιτρέψτε μας να χρησιμοποιούμε ακόμη τον όρο) είχαν δημιουργήσει ένα απίστευτο κλίμα τρομοκρατίας μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο: απειλές από τη ΝΟΔΕ Ρεθύμνου προς τους φοιτητές (δια μέσου του Σπανουδάκη), παρεμβάσεις βουλευτών (των Κεφαλογιάννηδων, πατέρα και κόρης), πιέσεις προς τις παρατάξεις, διαγραφές, κόσμος που φοβόταν να βγει το βράδυ από το σπίτι του. Στη διάρκεια της δίκης, αυτό το κλίμα τρομοκράτησης επιβεβαιωνόταν σε κάθε συνεδρίαση του δικαστηρίου από τα διερευνητικά και προκλητικά βλέμματα του Κοτρόγιαννου που προσπαθούσε να αποτυπώσει τα πρόσωπα των παρευρισκομένων. Μας το επιβεβαίωναν οι σωματικοί έλεγχοι της αστυνομίας που μας αντιμετώπιζε ως εγκληματίες. Μας το επιβεβαίωσε η στοχοποίηση συγκεκριμένων αλληλέγγυων, και ονομαστικά, μέσα και έξω από το δικαστήριο. Και φυσικά, οι εναγώνιες ερωτήσεις των προπτυχιακών φοιτητών του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης που, περιμένοντας την ετυμηγορία, ρωτούσε ο ένας τον άλλο αν είχαν περάσει τα μαθήματα των κατηγορουμένων. «Τι; δεν το έχεις δώσει; Δεν σε βλέπω να παίρνεις πτυχίο». Στο ίδιο διάστημα, το κλίμα επιβεβαιώθηκε και στο χώρο του πανεπιστημίου με απόπειρα τρομοκράτησης συμμετεχόντων σε διαμαρτυρία.
Όλα τα παραπάνω ήταν η βάση της υπόθεσης. Γιατί σε αυτή την καθοριστική ηλικία διαμόρφωσης των 18-22 ετών, κάποιοι επιδιώκουν την πλήρη εμπέδωση του «συστήματος». Σε αυτή τη διαδικασία, νομιμοποιείται η διαπλοκή και η διαφθορά ως ο σιγουρότερος και συντομότερος δρόμος προς την άνοδο με κάθε κόστος, την άνοδο επίπτωμάτων· εσωτερικεύεται η απάθεια μπροστά στην αδικία, προς εμάς ή προς τους άλλους, γιατί η διαμαρτυρία δεν συμβάλλει σε τίποτα στις σπουδές μας, που αποκλειστικό στόχο έχουν το πτυχίο (το οποίο ωστόσο –ιδιαίτερα για το Ρέθυμνο με τις σχολές ανθρωπιστικών επιστημών– δεν περιλαμβάνεται στα «χρήσιμα» προσόντα για την αγορά εργασίας)· μαθαίνουμε να υποτασσόμαστε στο φόβο προς τον ισχυρότερο και να μην προκαλούμε το θυμό του· διαμορφώνουμε εκείνη την επιθυμητή για αυτούς προσωπικότητα που θα μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή: στην εργασία (αν βρούμε), στην οικογένεια (αν κάνουμε με αυτές τις συνθήκες), στη σύνταξη των 200 ευρώ ή άλλου νομίσματος (αν πάρουμε ποτέ σύνταξη). Εκπαιδευόμαστε να υποτασσόμαστε σε κάθε είδους εξουσιαστές: αν κοπήκαμε στο μάθημα, εμείς φταίμε που διαμαρτυρηθήκαμε· αν δεν περάσαμε στο μεταπτυχιακό, εμείς φταίμε γιατί δεν μπήκαμε στο «σύστημά» τους· αν μας απέλυσαν από τη δουλειά μας, εμείς φταίμε γιατί ζητήσαμε να πληρωθούμε τις υπερωρίες· αν μας έδειραν, μας βίασαν ή μας σκότωσαν, εμείς τους προκαλέσαμε.
Με λύπη παρατηρήσαμε ότι ο φόβος ή η με κόπο κατασκευασμένη αδιαφορία των φοιτητών στους οποίους απευθυνθήκαμε (ακόμη και για απλή ενημέρωση) βρίσκεται σε αγαστή σύμπνοια με μια αντίστοιχη συμπεριφορά των καθηγητών, τότε και τώρα. Είναι ενδεικτικό ότι κανείς εν ενεργεία διδάσκων του τμήματος δεν προσφέρθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Είναι αποκαλυπτικό ότι κάποιοι διδάσκοντες (και φοιτητές) θεώρησαν την υπόθεση ως «εσωτερικό ζήτημα του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης». Είναι εντυπωσιακό ότι κάποιοι μεταπτυχιακοί είπαν ότι αυτά αφορούν όσους έζησαν τότε τα γεγονότα. Τότε, το 2007, ήταν τουλάχιστον σκανδαλώδης η ανακοίνωση της συγκλήτου που παρότρυνε τους πάντες να κάνουν την αυτοκριτική τους και να αφήσουν πίσω τους την υπόθεση για το καλό της εύρυθμης λειτουργίας του τμήματος και του πανεπιστημίου, δίνοντας στους κατηγορουμένους πλήρη κάλυψη για ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «συμπεριφορά βαρέως απάδουσα σε πανεπιστημιακούς δασκάλους» (για τέτοια κατηγορούνταν άδικα ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος στην πειθαρχική δίωξη που έγραψε ο Παλλήκαρης). Ήταν ένοχη η στάση του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, τότε και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα πρόεδρος του τμήματος είναι ο Κώστας Λάβδας. Και τότε όπως και τώρα η σιωπή είναι συνενοχή. «Όποιος σιωπά συνένοχος, όποιος ξεχνά καταδικασμένος», έγραφε ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος στις τελευταίες χειρόγραφες σημειώσεις του.
Μέσα στο δικαστήριο γίναμε μάρτυρες της σύγκρουσης δυο κόσμων, τότε και τώρα. Ο Αλεξανδρόπουλος ήταν από τους λίγους ακαδημαϊκούς που συμμετείχαν θαρραλέα από την πρώτη στιγμή στην υποστήριξη της μεταναστευτικής διαμαρτυρίας για τη ρατσιστική δολοφονία του Έντισον Γιαχάϊ το 2006. Την ίδια περίοδο, οι τέσσερις κατηγορούμενοι μαγείρευαν (εκτός από την πειθαρχική δίωξη του Αλεξανδρόπουλου) τη συνεργασία του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης με στρατιωτικούς θεσμούς και καλούσαν την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του ΝΑΤΟ, Δέσποινα Αφεντούλη, για τη συνεργασία/ανάπτυξη προγραμμάτων με το τμήμα τους… Στη δίκη, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τις αμοραλιστικές, προκλητικές και αμετανόητες απολογίες των κατηγορουμένων, καθώς και από τη χυδαιότητα και τον κυνισμό των ανθρώπων που επέλεξαν για δικηγόρους τους, αποκαλύφθηκε ο πολιτικός πολιτισμός και ο ακραίος αριβισμός των κατηγορουμένων.
Πολλοί μάς ρωτούν αν περιμέναμε κάτι διαφορετικό από αυτή τη δίκη, εν μέρει για να νομιμοποιήσουν τη δική τους μη συμμετοχή. Η απόφαση, μας έλεγαν, ήταν προδιαγεγραμμένη εξαρχής. Ίσως να είχαν δίκιο. Άραγε απέχουν και από τις διαμαρτυρίες κατά της μείωσης των μισθών τους; των απολύσεών τους; του εξευτελισμού της δημόσιας υγείας και τόσων άλλων; Ποια κατά τη γνώμη τους είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί και ποια, ως δευτερεύουσα ή ασήμαντη, πρέπει να αφεθεί στην τύχη της;
Μεγαλώσαμε σε εκείνη τη σύντομη φάση του καπιταλισμού, το κράτος πρόνοιας. Όσο διήρκησε, προσπάθησαν να μας πείσουν (ίσως και να τα κατάφεραν) ότι το κράτος επιδιώκει την ευημερία των πολιτών, ότι ο νόμος χρησιμεύει για την καταδίκη των ενόχων. Φαίνεται πως επιστρέφουμε στον κανόνα την ανθρώπινης ιστορίας: ο νόμος υπάρχει για να προστατεύει τους ισχυρούς και τους «ωφέλιμους». Το δικαστήριο για τη δίκη της υπόθεσης Αλεξανδρόπουλου δεν ήταν παρά ακόμη μια απόδειξη της απογύμνωσης της ψεύτικης φιλελεύθερης νομιμότητας και της διεύρυνσης των ατιμώρητων εγκλημάτων. Είναι ενδεικτικό το ότι η πρόεδρος του δικαστηρίου συνεχώς επαναλάμβανε ότι «και εμείς περάσαμε από πανεπιστήμια και ξέρουμε». Είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι οι δικαστές κατάλαβαν την ουσία της υπόθεσης. Είμαστε πεπεισμένοι ότι τα στοιχεία που κατατέθηκαν ήταν επαρκή για την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Επέλεξαν να μην το κάνουν και να παραδώσουν σε αυτό που ονομάζεται ελληνική δικαιοσύνη ένα ακόμη προηγούμενο επιβράβευσης της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων μέσα στο πανεπιστήμιο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κατηγορούμενοι δήλωναν με παρρησία μετά την ετυμηγορία ότι είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη. Δεν είναι συμπτωματικό που παρουσιάζονται να επικαλούνται τη νομιμότητα ή την εφαρμογή της νομιμότητας στο δημόσιο λόγο τους. Δεν αμφιβάλλουμε ότι κάποιοι από αυτούς έχουν πολιτικές βλέψεις και θα ταίριαζαν άριστα στο υπάρχον πολιτικό τοπίο. Φαίνεται πως έχουν μάθει καλά το μάθημά τους από τους κατάπτυστους πολιτικούς τους συμμάχους που επικαλούνται την ίδια νομιμότητα και τάξη.
Θεωρούμε ότι η υπόθεση αυτή δεν αφορά ένα τμήμα, ένα πανεπιστήμιο, το εκπαιδευτικό σύστημα ή τους κρατικούς θεσμούς, αλλά την ύπαρξη ενός συστήματος με πολλές προεκτάσεις σε όλους τους χώρους, το οποίο παίρνει θέση, παρατηρεί, επιτηρεί και τέλος συμμορφώνει με πρακτικές που, ακόμη κι αν δεν περιλαμβάνουν τη σωματική επαφή, γνωρίζουν πώς να ακρωτηριάζουν την ψυχική δύναμη, την αξιοπρέπεια, την ηθική, επιδιώκοντας την προώθηση τους συμφέροντος και το τέλος κάθε διαμαρτυρίας.
Δεν πιστεύουμε ότι το πρόβλημα είναι η πολιτική στα πανεπιστήμια ή οι παρατάξεις. Αντίθετα με αυτό που υποστήριξε ο Λάβδας στο δικαστήριο, αλλά και στο δημόσιο λόγο του, ότι δήθεν υπηρετεί μια καθαρή επιστήμη απαλλαγμένη από πολιτική, θεωρούμε ότι η επιστήμη και η εκπαίδευση συνιστούν βαθιά πολιτικές διαδικασίες. Πιστεύουμε ότι οι κατηγορούμενοι ασκούν πολιτική στο πανεπιστήμιο, εκπροσωπώντας νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις και πρακτικές, προωθώντας τον αριβισμό και τις πελατειακές σχέσεις, και χρησιμοποιώντας τους θεσμούς για να εξυπηρετήσουν ό,τι κάθε φορά θέλουν να προωθήσουν. Σε αυτή τη δίκη μάθαμε ότι η εντιμότητα και τα κότσια δεν σχετίζονται απαραίτητα με το τι μέρος του πολιτικού φάσματος εκπροσωπεί ο καθένας, καθώς άτομα και από το εσωτερικό των κυρίαρχων παρατάξεων αγωνίστηκαν τότε κατά του κλίματος ευνοιοκρατίας μέσα στο πανεπιστήμιο. Στη διάρκεια της δίκης, μας το έδειξε και η συγκροτημένη απουσία της οργανωμένης αριστεράς (κι ας μας χαρακτήριζε «βόδια του Συριζα» ο Γεωργίου, δικηγόρος των Κοτρόγιαννου και Λάβδα). Ζητούμενο είναι η κατάκτηση μιας πολιτικής ηθικής, που αποκλείει κάποιες πρακτικές ως δυνατές και αποδεκτές. Ζητούμενη είναι η ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων τέτοιων που, σε χώρους όπως το πανεπιστήμιο, δεν θα επιτρέπουν τη χυδαιότητα, τον κυνισμό και τη διαφθορά να γίνονται μέρος της ακαδημαϊκής ζωής.
Στο δικαστήριο παρατηρήσαμε την κατάχρηση του όρου της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Οι κατηγορούμενοι έκαναν τον όρο λάστιχο για να δικαιολογήσουν συνολικά όλη τη συμπεριφορά τους στο πανεπιστήμιο. Θα το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: αν η έννοια της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν περιλαμβάνει την κριτική, απλά αυτοακυρώνεται. Θα ήταν ωστόσο ενδιαφέρον να μας στείλουν οι κατηγορούμενοι έναν ορισμό της έννοιας, για να δούμε πώς εντάσσουν σε αυτόν αδιαφανείς και εν κρυπτώ διαδικασίες.
Θεωρούμε ενδιαφέρουσες επίσης τις επιλογές των σημερινών ιθυνόντων του πανεπιστημίου. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμφωνεί ή όχι με τη συγγραφή συνθημάτων στους τοίχους του πανεπιστημίου, ίσως θα συνηγορήσει στην εξής ενδιαφέρουσα διαπίστωση: ενώ συνθήματα όπως «κρεμάλα στους αριστερούς ακαδημαϊκούς» και «ψόφα Γλέζο» (με αφορμή την επίσκεψη του Μανώλη Γλέζου στο πανεπιστήμιο) παρέμειναν για ένα μήνα περίπου στους τοίχους του πανεπιστημίου, για τα συνθήματα που γράφτηκαν την βδομάδα μετά τη δίκη της υπόθεσης Αλεξανδρόπουλου οι αρχές του πανεπιστημίου επέδειξαν πρωτοφανή επιμέλεια στη διατήρηση της καθαριότητας και της τάξης. Δεν θεωρούμε καθόλου τυχαίο αυτόν τον ζήλο.
Η υπόθεση έχει άμεση σχέση με την κοινωνία και το πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε. Ένα πανεπιστήμιο δημόσιο, δωρεάν, αξιοκρατικό, με άσυλο για την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την άσκηση κριτικής. Ένα πανεπιστήμιο που να μην απαγορεύει την κριτική, αλλά να δίνει τα εφόδια για τη βάσιμη και εμπεριστατωμένη άσκησή της. Ένα πανεπιστήμιο που να καλύπτει τις ανάγκες όλων των φοιτητών, που να είναι σπίτι κι όχι μαγαζί, φιλικό κι όχι εχθρικό, αλληλέγγυο και όχι αριβιστικό, χώρος ελευθερίας και όχι κέρδους, που να προωθεί τη ζωή και όχι την επιβίωση, τη δικαιοσύνη και όχι τη διαφθορά. Ένα πανεπιστήμιο όπου όλοι όσοι το συνθέτουν, θα μπορούν να συνεργάζονται και να συναποφασίζουν για τα ζητήματά του, όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με συλλογικές διαδικασίες, όπου θα προωθείται η αυτοοργάνωση και η δράση μέσα από τις συλλογικότητες. Ένα πανεπιστήμιο που θα εργάζεται για να διευρύνει τις έννοιες, το περιεχόμενο και τις πρακτικές της ελευθερίας και της δημοκρατίας, για όλους και όχι για κάποιους.
Για μας τίποτα δεν τέλειωσε. Όχι μόνο γιατί οι κατηγορούμενοι συνεχίζουν να είναι ένοχοι στις συνειδήσεις μας. Όχι μόνο γιατί θα μας κόψουν στο μάθημα γιατί πήγαμε στη δίκη τους. Για μας είχε και έχει σημασία αυτή τη δίκη. Όχι τόσο γιατί είχαμε προσδοκίες για δικαιοσύνη, αλλά γιατί φτιάξαμε μια συλλογικότητα που προβληματίστηκε, συζήτησε, έγραψε, αποφάσισε και συνεχίζει.
ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ – ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙ
Δικαιοσύνη για το Στέλιο Αλεξανδρόπουλο