Θέμα προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων εργαζομένων στην εκπαίδευση έχει προκύψει μετά από “ενημερώσεις”-“συστάσεις” σε εκπαιδευτικούς να μην συμμετέχουν σε πολιτικές διαμαρτυρίες για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυλακισμένων και συλληφθέντων στο Ηράκλειο Κρήτης και γενικά να “προσέχουν” την πολιτική τους δράση. Πρόκειται για μια κίνηση που “επικεντρώνεται” στη φυσική, δια ζώσης, δημόσια παρουσία/συμμετοχή των καταγγελόμενων σε δρώμενα πολιτικής και κοινωνικής υφής.
Φαίνεται ότι υπάρχει μια σκιώδης, ανεπίσημη “ανοιχτή γραμμή” ανάμεσα στην ίδια τη δομή της εκπαίδευσης και σε δομές θεσμικές και ίσως εξωθεσμικές, οι οποίες ανεξάρτητα από το βαθμό ένταξης τους στον κρατικό μηχανισμό δεν είναι εκπαιδευτικές. Οι “στενού κύκλου” συζητήσεις-συνεννοήσεις που αναπτύχθηκαν μέσα στο πλαίσιο αυτής της “επαφής” δεν φαίνεται να εκδηλώθηκαν μόνο εχτές, αλλά έχουν ένα βάθος χρόνου που μπορεί να φτάνει τους 2 με 3 μήνες και το οποίο σχετίζεται με τα γεγονότα του Δεκέμβρη και την βαθμιαία ενέργοποίηση μηχανισμών που βάλλουν ευθέως σε δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα και εγγυήσεις.
Αφορμή για τις σχετικές συστάσεις στο γραφείο διευθυντή της Α’θμιας Εκπαίδευσης – σε μια τουλάχιστον περίπτωση εργαζομένου/εργαζόμενης – αποτέλεσε η συμπαράσταση του/της καταγγελόμενου-ης εκπαιδευτικού στην κατάληψη της 31ης Μαρτίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Ηρακλείου. Η διαδικασία για τη στοχοποίηση του/της εκπαιδευτικού έχει διάφορα στάδια: ξεκινάει από το δημόσιο χώρο, διαχέεται ανεπίσημα μέσα στο θεσμικό και τοπικό διοικητικό σύστημα της εκπαίδευσης και μέσα από ανθρώπους με θέσεις (δοτούς σε διοικητικές, εκλεγμένους αιρετούς, διευθυντές, κ.ά.), για να αποκτήσει τέλος τη μορφή “ενημέρωσης” και σύστασης σχετικά με την ατομική πολιτική συμμετοχή και δράση προς επιλεγμένους συγκεκριμένους εργαζόμενους. Άγνωστο παραμένει αν – σε δεύτερο χρόνο – παρέχεται και ανατροφοδότηση από τους εκπαιδευτικούς φορείς προς τους καταγγέλοντες σχετικά τις αντιδράσεις των καταγγελόμενων εκπαιδευτικών απέναντι στις συστάσεις που τους γίνονται.
Επιπλέον, οι εκπαιδευτικές αρχές αρνούνται στους καταγγελόμενους την πρόσβαση στις καταγγελίες με πρόσχημα τη μορφή των καταγγελιών αυτών που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, είναι “ανώνυμες/επώνυμες”. Δύο στοιχεία προκαλούν εντύπωση: η συστηματική προστασία της ταυτότητας του καταγγέλοντος και το ειδικό βάρος αυτής της καταγγελίας που την κάνει να γίνεται άμεσα σεβαστή, δυσανάλογα μάλιστα σε σχέση με τον “ανώνυμο” χαρακτήρα της. Ενισχύεται, λοιπόν, η εκδοχή ότι οι καταγγελίες έχουν ασφαλίτικη ή εισαγγελική προέλευση. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν να ισχύουν ταυτόχρονα και οι δύο παραπάνω συνθήκες.
Η Α’θμια Εκπαίδευση Ηρακλείου φαίνεται ανήμπορη να αντιληφθεί, πόσο μάλλον να αναδείξει – δημοσιοποιώντας το – τις πολιτικές και συνταγματικές προεκτάσεις του θέματος. Αν και κανένα διορισμένο ή αιρετό στέλεχος της διοίκησης δε νομιμοποιείται να καλύπτει τέτοιους μηχανισμούς μέσα στην εκπαίδευση, οι πιέσεις που έχουν ασκηθεί φαίνεται να έχουν χαρακτηριστικά τα οποία αποτρέπουν τη δημοσιοποίηση του θέματος και την άμεση ενημέρωση του εκπαιδευτικού κόσμου. Η διοικητική και η διαπραγματευτική πυγμή της Δ/νσης Εκπαίδευσης, το αυτοτελές Θεσμικό της κύρος έχει ήδη γίνει ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΟ με ό,τι αυτό μπορεί να υπονοεί για ενέργειες που μπορεί να έχουν προηγηθεί ή θα ακολουθήσουν.
( πηγή : http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1015641 )
.