Ο Λούις Τίκας, Οι Έλληνες Ανθρακωρύχοι Της Αμερικής Και Η Σφαγή Του Λάντλοου (1914)

Οι συνθήκες ζωής στην ελλάδα και η μετανάστευση

Στις αρχές του 20ού αιώνα ξεκινά το μεγάλο ρεύμα μεταναστών από την ελλάδα, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την πείνα, την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση. Οι περισσότεροι ήταν κυρίως αγρότες που ήταν βυθισμένοι μέσα σε τραγικές συνθήκες: κουρελήδες, ξυπόλυτοι, εξασθενημένοι από την πείνα που ζούσαν μέσα σε τρώγλες. Στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές, οι μικροϊδιοκτήτες γεωργοί ήταν στο έλεος των εμπόρων και των τοκογλύφων – ο τόκος, συνολικά σε χρήμα και είδος, έφθανε μέχρι και 80%. Στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσαν οι τσιφλικάδες και η μεγάλη ιδιοκτησία, οι αγρότες ζούσαν σε συνθήκες δουλοπάροικου.

Έως το 1920 θα μεταναστεύσει περίπου το 8% των κατοίκων της χώρας. Προορισμός ήταν κυρίως η Αμερική και η Αυστραλία. Η μετανάστευση προς το μύθο της “γης της επαγγελίας” αποτελούσε τμήμα μιας παγκόσμιας προλεταριακής ροής, που ενσωματωνόταν στη διαδικασία ανάπτυξης του αμερικάνικου καπιταλισμού. Οι ΗΠΑ διέθεταν τεράστιες εκτάσεις με φαινομενικά απεριόριστες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μεγάλος αριθμός από φθηνό εργατικό δυναμικό. Έτσι, ενώ μέχρι το 1880 οι μετανάστες από την Ελλάδα δεν ξεπερνούσαν τους 2000, στα 1917 έφθασαν τους 450.000.

Οι μετανάστες από την ελλάδα στην αμερική

Τρεις ήταν οι κύριοι προορισμοί των μεταναστών από την ελλάδα: οι μεγάλες πόλεις του Βορρά, οι βιομηχανικές πόλεις της Νέας Αγγλίας, όπου θα δούλευαν στις βιομηχανίες υφασμάτων και παπουτσιών, και οι Δυτικές Πολιτείες, όπου θα εργάζονταν στα ορυχεία και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Οι μετανάστες από την ελλάδα, πέρα από τη σωματική τους ικανότητα, δε διέθεταν κανένα άλλο προσόν ωφέλιμο στον αμερικάνικο καταμερισμό εργασίας. Ήταν αναλφάβητοι, καθώς λίγοι είχαν τελειώσει ακόμη και το δημοτικό. Τα αγγλικά τα έμαθαν ακόμη λιγότεροι, καθώς πρωταρχικός τους σκοπός δεν ήταν να εγκατασταθούν μόνιμα και να ενσωματωθούν στο νέο τους τόπο παρά να δημιουργήσουν κάποιο οικονομικό απόθεμα και να επιστρέψουν πίσω.

Προέρχονταν από ένα προβιομηχανικό αγροτικό κόσμο με εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Ήταν νεοφερμένοι σε ένα εντελώς άγνωστο και εχθρικό περιβάλλον, στην καρδιά της αναδυόμενης καπιταλιστικής δύσης. Δεν είχαν ούτε συνείδηση της ταξικής τους θέσης ούτε των δικαιωμάτων τους και κατ’ επέκταση είχαν πλήρη άγνοια προς κάθε έννοια εργατικού αγώνα και συνδικαλιστικής δράσης. Ήταν, κατά συνέπεια, οι κατάλληλοι φορείς εκμετάλλευσης.

Προκειμένου να επιβιώσουν, αναγκάζονταν να εργαστούν με τα μικρότερα μεροκάματα, πράγμα που τους έφερνε σε σύγκρουση με παλαιότερες φουρνιές μεταναστών. Η πρακτική αυτή διαπερνούσε βαθιά την αμερικάνικη βιομηχανία των μεταναστών, καθώς οι νεοφερμένοι είτε εκτόπιζαν ως φθηνότερη εργατική δύναμη τους παλαιότερους εργάτες είτε χρησιμοποιούνταν ως απεργοσπάστες εναντίον τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη μεγάλη ομάδα από την ελλάδα που έφτασε στις Δυτικές Πολιτείες, είχε μεταφερθεί από τα ανατολικά, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός ενάντια σε μια απεργία ανθρακωρύχων της Γιούτα το 1903.

Τα πρακτορεία εργασίας και ο Λεωνίδας Σκληρής

Σημαντικό ρόλο στο “αμερικάνικο όνειρο” έπαιξαν και τα πρακτορεία των μεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών, που διαφήμιζαν “τον πλούτο και τις ευκαιρίες” που παρουσιάζει η αμερική. Επειδή το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήματα, μεσολαβούσαν οι πράκτορες που δάνειζαν στους μετανάστες το απαραίτητο κεφάλαιο με τόκο και εχέγγυο είτε την υποθήκευση των κτημάτων τους είτε δεσμεύοντάς τους με συμβόλαια εργασίας και καθιστώντας τους με αυτόν τον τρόπο κυριολεκτικά σκλάβους.

Οι πράκτορες εκμεταλλεύονταν τους νεοφερμένους εργάτες που ήξεραν πολύ λίγο τη γλώσσα και τα κατατόπια και τους έβρισκαν δουλειά. Επιπλέον, πληρώνονταν από τις εταιρείες με το κεφάλι, καθώς τις προμήθευαν με φθηνό εργατικό δυναμικό και απεργοσπάστες. Στην πραγματικότητα ήταν μαφιόζοι, από τους οποίους στήθηκε το πρώτο οργανωμένο δίκτυο διακίνησης εργατικού δυναμικού στην αμερική.

Την εποχή που ο Λούις Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, ο αρχιμαφιόζος που έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των εργατών στους σιδηρόδρομους του Κολοράντο και στα ορυχεία της Γιούτα και της Νεβάδα, ήταν ο Λεωνίδας Σκληρής από τη Σπάρτη. Οι εργάτες από την ελλάδα, που διακινούσε ο Σκληρής, εργάζονταν με 1.75 δολάρια την ημέρα ενώ οι γερμανοί και οι ουαλοί έπαιρναν 2.50. Οι εργάτες κατέβαλαν 10 με 20 δολάρια ώστε να τους βρει μια δουλειά και ένα δολάριο το μήνα για να την κρατήσουν. Επιπρόσθετα, έπρεπε να πληρώνουν ποσά στους μπράβους του Σκληρή σε κάθε οικισμό και να υπομένουν τους εξευτελισμούς. Ο Σκληρής ήταν από τα πιο μισητά πρόσωπα στους μετανάστες.

Η ζωή των ανθρακωρύχων

Η εξόρυξη άνθρακα ήταν σκληρή και επικίνδυνη εργασία.  Στο Κολοράντο η παραγωγή ελεγχόταν  από τρεις από τις μεγαλύτερες εταιρείες της βιομηχανίας εξόρυξης άνθρακα. Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η Colorado Fuel and Iron Company, που παρήγαγε το 40% της συνολικής ποσότητας και ανήκε στον Τζών Ντ. Ροκφέλλερ. Το 1910, στο απόγειο της βιομηχανίας άνθρακα, εργάζονταν περίπου 16.000 ανθρακωρύχοι, γύρω στο 10% του συνόλου των εργατών της πολιτείας.

Οι εργάτες που δούλευαν στα ορυχεία διέμεναν σε οικισμούς που ανήκαν και ελέγχονταν με φεουδαρχικό τρόπο από την εταιρεία. Πίσω από τις γυαλιστερές διαφημίσεις των περιοδικών κρυβόταν μια μηχανή εκμετάλλευσης, ταπείνωσης και εξαθλίωσης. Ορυχείο και οικισμοί ήταν ουσιαστικά οι δύο τομείς ενός ενιαίου στρατόπεδου εργασίας. Στην εταιρεία ανήκαν τα πάντα: σπίτια, καταστήματα, ταβέρνες, εκκλησίες, πορνεία, νερό, φως. Νόμος ήταν ο κανονισμός λειτουργίας της εταιρείας. Όλη η ζωή στον οικισμό ελεγχόταν από τον αρχηγό και τους ένοπλους μπράβους της ιδιωτικής αστυνομίας. Εμμέσως εποπτευόταν από τους πάστορες, τους κοινωνικούς λειτουργούς, τους ιδιοκτήτες των σαλούν και τους γιατρούς της εταιρείας. Οι εταιρείες εφάρμοζαν τους σχεδιασμούς της κοινωνικής μηχανικής που θα καθοδηγούσαν την ανάπτυξη του αμερικάνικου καπιταλισμού.

Οι ανθρακωρύχοι, εργάζονταν πολύ σκληρά, για 12 ώρες την ημέρα κάτω από τη γη και με ελάχιστο φωτισμό. Δεν είχαν σταθερό μεροκάματο αλλά πληρώνονταν ανάλογα με την ποσότητα του κάρβουνου που έβγαζαν. Στο τέλος της βάρδιας οι επιστάτες ζύγιζαν το κάρβουνο και τους πλήρωναν ανάλογα, κλέβοντάς τους ταυτόχρονα στο ζύγι και απαιτώντας να τους δώσουν φόρο υποτέλειας. Για την “νεκρή εργασία” που κατέβαλαν, ώστε να επεκτείνουν τις ράγες των βαγονέτων που μετέφεραν το κάρβουνο ή για να υποστυλώσουν τις οροφές των λαγουμιών, δεν πληρώνονταν τίποτα.

Η ζωή των εργατών στις στοές κινδύνευε κάθε στιγμή από εκρήξεις, καταρρεύσεις ή διαρροή γκαζιού, καθώς τα μέτρα ασφάλειας ήταν ελάχιστα και παραβιάζονταν συνειδητά. Το 1907 είχε συμβεί η μεγαλύτερη εργατική τραγωδία των ΗΠΑ, στο ορυχείο Μόνονγκα της Δυτικής Βιρτζίνια, με επίσημα 361 νεκρούς και ανεπίσημα πάνω από 500. Από το 1910 μέχρι το 1913 είχαν χάσει επίσημα τη ζωή τους 618 ανθρακωρύχοι.

Η εκμετάλλευση δεν είχε τελειωμό. Οι ανθρακωρύχοι έπρεπε να αγοράζουν οι ίδιοι τα εργαλεία τους, την πυρίτιδα, τα σιδηρουργικά και τις λάμπες. Οι πληρωμές γίνονταν μέσω κουπονιού, του σκριπ, που είχε αξία μόνο μέσα στον οικισμό και περιορισμένα στην γύρω περιοχή. Έτσι, υποχρεώνονταν να πληρώνουν για τα πάντα στην εταιρεία: από την τροφή και τα ρούχα, τον πάστορα και τον γιατρό, μέχρι και το σπίτι που έμεναν. Κάθε εργαζόμενος πλήρωνε μόνο για τροφή και ύπνο 30 δολάρια ενώ δεν έβγαζε πάνω από 2 δολάρια τη μέρα. Στοιβαζόταν μαζί με 25 άλλους σε τέσσερα δωμάτια ενός σπιτιού και η δεξαμενή με το νερό που πλενόταν, ανανεωνόταν μόνο μία φορά τη μέρα. Τα καταστήματα της εταιρείας κοστολογούσαν τα πάντα έως 25% πιο ακριβά απ’ ότι στις πόλεις. Επιπρόσθετα, τα σκριπ εξαγοράζονταν σε δολάρια στο 75% της αξίας τους. Στην πραγματικότητα η εταιρεία έκλεβε πολλαπλά τους εργάτες αφομοιώνοντας τόσο την εργασία όσο και το μεγαλύτερο μέρος του αντίτιμου που τους κατέβαλε.

Οι νόμοι για τα ελάχιστα δικαίωμα των εργατών, σταματούσαν στα συρματοπλέγματα γύρω από τους οικισμούς. Αν κάποιος διαμαρτυρόταν απολυόταν αμέσως και πεταγόταν στο δρόμο. Το ίδιο κι αν κάποιος πήγαινε να αγοράσει κάτι από την πόλη κι όχι από τα καταστήματα της εταιρείας. Αν κάποιος ήταν μέλος συνδικάτου του έκαναν από την πρώτη στιγμή τη ζωή δύσκολη και τον εξανάγκαζαν να φύγει. Ταυτόχρονα, ελεγχόταν αυστηρά η κίνηση από και προς τον οικισμό και απαγορευόταν τόσο η είσοδος σε “ύποπτους” όσο και η αποχώρηση των μισθωτών-σκλάβων. Σε όλα αυτά να προστεθούν οι καθημερινοί εξευτελισμοί, οι ταπεινώσεις και οι ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους μετανάστες.

Την αυξανόμενη δυσαρέσκεια και αντίδραση των ανθρακωρύχων, οι εταιρείες προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν με την πρόσληψη απεργοσπαστών, κυρίως μεταναστών από το μεξικό, τα βαλκάνια και την ελλάδα. Παράλληλα, εσκεμμένα ανακάτευαν σε κάθε ομάδα βάρδιας, μετανάστες από διαφορετικές εθνικότητες, ώστε να μην μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και να οργανώνουν απεργίες.

Ο Λούις Τίκας

Ο Λούις Τίκας γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Λούτρα, έξω από το Ρέθυμνο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης. Η αλλαγή, ο εξαγγλισμός και η σύντμηση του ονόματος αποτελούσε κοινή πρακτική για αρκετούς μετανάστες, ώστε να μπορέσουν να γίνουν αποδεκτοί και να αποφύγουν το ρατσισμό. Το 1906 ο Τίκας ακολουθεί το ρεύμα των υπόλοιπων μεταναστών από την ελλάδα και ταξιδεύει στις ΗΠΑ. Αρχικά πηγαίνει στο Ντένβερ του Κολοράντο και εργάζεται στα χαλυβουργία του Πουέμπλο. Το 1910 ορκίζεται αμερικάνος πολίτης και ανοίγει συνεταιρικά καφενείο στη Μάρκετ Στρητ, μια γειτονιά που συγκεντρώνει τους περισσότερους εργάτες από την Ελλάδα που κατοικούσαν στην περιοχή. Κατά σύμπτωση, απέναντι απ’ το καφενείο του βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World ή αλλιώς Wobblies) που δρούσε με αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες. Δεν είναι γνωστό αν έγινε αμέσως ή αργότερα μέλος του συνδικάτου.

Γρήγορα ξεχώρισε ανάμεσα στους μετανάστες από την ελλάδα, καθώς ήταν μορφωμένος και μιλούσε τα αγγλικά καλύτερα απ’ οποιονδήποτε. Βοηθούσε τους υπόλοιπους στη συγγραφή και την ανάγνωση της αλληλογραφίας τους, στη συμπλήρωση των εμβασμάτων αλλά και τους συνόδευε στις διάφορες διοικητικές υπηρεσίες και στην τράπεζα.

Το 1912 ο Λούις Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Πηγαίνει στο Κολοράντο, στα ορυχεία του Φρέντερικ τα οποία ήταν στην ουσία κάτεργα. Στις 19 Νοεμβρίου μπαίνει επικεφαλής 63 μεταναστών από την ελλάδα που κατεβαίνουν σε απεργία. Στη διάρκεια αυτής της απεργίας έρχεται αντιμέτωπος με τις σκληρές όψεις του ταξικού πολέμου: όργιο βίας των μπράβων, προβοκάτσιες, συλλήψεις, στημένες δίκες και φυλακίσεις. Ταυτόχρονα όμως ετούτη πρέπει να είναι και η στιγμή που αποφασίζει να πάρει συνειδητά μέρος στον εργατικό αγώνα. Ο Λούις Τίκας δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση και την αδικία. Σύντομα έρχεται σε επαφή και με την Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής (United Mine Workers of America).

Την περίοδο 1912-13 περιοδεύει σε 14 οικισμούς γύρω από τα ανθρακωρυχεία του Ντένβερ και του Πουέμπλο και συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία τόσο για τα εργατικά ατυχήματα, τις συνθήκες εργασίας και την εκμετάλλευση των εργατών όσο και για την πολιτική των εταιρειών και τη συμπεριφορά των εποπτών. Παράλληλα, οργανώνει τους  τρακόσιους πενήντα ανθρακωρύχους από την ελλάδα για την μεγάλη επικείμενη απεργία. Σύντομα κερδίζει την εμπιστοσύνη των εργατών και εξελίσσεται σε ηγετική μορφή του τοπικού συνδικαλιστικού κινήματος. Η συνδικαλιστική του δράση εντείνεται και ταυτόχρονα συγκεντρώνει το μίσος των αφεντικών: τον Ιανουάριο του 1913 δέχεται ένοπλη επίθεση από ομάδα μπράβων καθώς μπαίνει σε ένα ξενώνα.

Η απεργία και η σφαγή του Λάντλου

Παρά τις προσπάθειες των εταιρειών να παρεμποδίσουν κάθε οργάνωση αντίδρασης, το συνδικάτο καταφέρνει να οργανώσει μυστικά τους απεργούς και στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεσπά στο Λάνλου η μεγάλη απεργία από 1200 ανθρακωρύχους. Το συνδικάτο κατεβάζει 7 αιτήματα: αναγνώριση του συνδικάτου,  εφαρμογή του οκτάωρου εργασίας, δυνατότητα αγορών από οποιοδήποτε κατάστημα, πληρωμή της “νεκρής εργασίας”, αυστηρή εφαρμογή των νόμων της Πολιτείας του Κολοράντο – ασφάλεια των ορυχείων, κατάργηση του σκριπ – και να λάβει τέλος το σύστημα φρούρησης της εταιρείας.

Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία, προκειμένου να την καταπνίξει, πέταξε έξω τους απεργούς από τα σπίτια τους και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές σε περιοχή που είχε νοικιάσει προνοητικά το συνδικάτο και βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο, ώστε να ελέγχουν τις κινήσεις στα ορυχεία και να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες. Αμέσως ο καταυλισμός αρχίζει να οργανώνεται.

Η εταιρεία προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ Μπάλντγουιν-Φέλτς για την προστασία των απεργοσπαστών αλλά κυρίως για την τρομοκράτηση των απεργών. Το πρακτορείο χρησιμοποιούσε μπράβους και πιστολάδες και είχε τη φήμη της βίαιης καταστολής απεργιών. Έφεραν μαζί τους και τη “νεκροφόρα”, ένα ειδικά θωρακισμένο όχημα από ατσάλι, το οποίο έφερε πολυβόλο όπλο. Τη μέρα προκαλούσαν συνεχώς τους απεργούς και τις νύχτες σάρωναν με δυνατό προβολέα τον καταυλισμό και πυροβολούσαν τυχαία στις σκηνές. Για να προστατευτούν οι απεργοί και οι οικογένειες τους από τις σφαίρες, έσκαψαν και έμεναν σε λάκκους κάτω από τις σκηνές.

Καθώς η βία αυξανόταν, ο κυβερνήτης της πολιτείας του Κολοράντο αποφάσισε να καλέσει στα τέλη Οκτώβρη την εθνοφρουρά. Η εθνοφρουρά γρήγορα πήρε το μέρος της εταιρείας, επέβαλε σκληρό καθεστώς ενώ έκανε τα στραβά μάτια στην τρομοκρατία των πληρωμένων μπράβων. Τον Μάρτιο του 1914 η πολιτεία αποφάσισε να αποσύρει την εθνοφρουρά λόγω του κόστους. Τότε ο Ροκφέλλερ προσφέρθηκε να μισθώσει αυτός δικούς του στρατιώτες για την εθνοφρουρά. ‘Έτσι οι μπράβοι του Πρακτορείου Ντετέκτιβ Μπάλντγουιν-Φέλτς φόρεσαν τις στολές της εθνοφρουράς και μπορούσαν πλέον να ασκούν βία και τρομοκρατία κάτω από την επίσημη κάλυψη της Πολιτείας της Καλιφόρνια.

Στις 20 Απριλίου 1914, μια μέρα μετά τον εορτασμό του Πάσχα, ένοπλες ομάδες της εθνοφυλακής ενισχυμένες από μπράβους του Πρακτορείου πήραν θέσεις έξω από τον καταυλισμό. Σύντομα ξέσπασε η μάχη που κρατά όλη τη μέρα. Οι περισσότεροι απεργοί καταφέρνουν να διαφύγουν στους γύρω λόφους και σε ένα διερχόμενο τρένο. Στις 7 το απόγευμα οι άνδρες της εθνοφυλακής εισβάλουν στον καταυλισμό, πυρπολούν τις σκηνές, πυροβολούν όποιον βρουν και επιδίδονται σε πλιάτσικο.

Ο Λούις Τίκας πηγαίνει άοπλος να ζητήσει κατάπαυση του πυρός καθώς διαφαίνεται μεγάλη σφαγή των απεργών.  Πριν ξεκινήσει η διαπραγμάτευση, δύο εθνοφρουροί τον ακινητοποιούν ενώ ο λοχαγός Λίντερφεντ σπάει το κοντάκι της καραμπίνας του στο κεφάλι του. Όπως είναι πεσμένος, τον πυροβολούν τρεις φορές στην πλάτη ώστε να μπορέσουν να δικαιολογηθούν αργότερα ότι πυροβολήθηκε ενώ είχε συλληφθεί και προσπάθησε να διαφύγει. Εκείνη τη μέρα σκοτώθηκαν συνολικά 19 άτομα, ανάμεσα τους και δύο γυναίκες και έντεκα παιδιά. Στους απεργούς επέτρεψαν να επιστρέψουν στον καταυλισμό μόνο μετά από τρεις μέρες ενώ τα πτώματα παρέμεναν άταφα. Στην κηδεία του Τίκας, την νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες ανθρακωρύχων.

Γενικευμένη σύγκρουση και το τέλος της απεργίας

Μόλις διαδόθηκαν τα νέα της σφαγής, όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στο Κολοράντο κάλεσαν σε ένοπλη γενικευμένη σύγκρουση και μάχες ξέσπασαν σε διάφορες περιοχές, που διήρκεσαν δέκα μέρες. Γύρω στους 1000 εργάτες εξαπέλυσαν επιθέσεις διαδοχικά σε όλα τα ορυχεία, εκδιώχνοντας ή σκοτώνοντας τους φρουρούς και πυρπολώντας τα κτίρια. Οι μάχες αποτέλεσαν την βιαιότερη εργατική σύγκρουση στις ΗΠΑ και σταμάτησαν μόνο όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γουίλσον κατέβασε το στρατό. Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας έγιναν σε πολλές πόλεις, ενώ στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας Masses.

Τον Ιούλιο του 1914, ομάδα αναρχικών στη Νέα Υόρκη  οργάνωσε σχέδιο βομβιστικής επίθεσης ενάντιων του σπιτιού του Ροκφέλλερ.  Το σχέδιο το είχε οργανώσει ο Α. Μπέρκμαν μαζί με μέλη του Κέντρου Φερρέρ (Ferrer Center) και της Ομάδας Μπρέσι (Bresci Group). Όμως τη μέρα της επίθεσης η βόμβα εξερράγη πρόωρα, γκρεμίζοντας το διαμέρισμα που την συναρμολόγησαν και διαμελίζοντας τρεις αναρχικούς.

Η απεργία σε όλα τα ορυχεία έληξε στις 10 Δεκέμβρη 1914, καθώς η Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής είχε ξεμείνει από χρήματα. Τα αιτήματα της απεργίας δεν έγιναν δεκτά και οι απεργοί αντικαταστάθηκαν από άλλους μη-συνδικαλισμένους ανθρακωρύχους. Παρ’ όλα αυτά η απεργία επέφερε κάποιες ελάχιστες βελτιώσεις στις συνθήκες που επικρατούσαν στα ανθρακωρυχεία.

Τα γεγονότα του Λάντλοου είχαν σχεδόν ξεχαστεί ώσπου ο Γούντυ Γκάρθυ έγραψε το 1944 ένα τραγούδι με τίτλο «Ludlow Massacre». Η επίσημη ιστορία συνεχίζει να αγνοεί την απεργία και τη σφαγή επιδεικτικά.

κύριες πηγές:

Papanikolas, Zeese – Αμοιρολόιτος, Ο Λούις Τίκας και η σφαγή στο Λάντλοου, Κατάρτι, 2002

Σταυρουλάκης, Γιώργος – Λούις Τίκας, ο ήρωας της ξενιτιάς, Αθήνα, 1998.

Wikipedia, Ludlow massacre

~Κοσμάς

*δημοσιεύτηκε στο φύλλο 11 της εφημερίδας δρόμου Άπατρις

* το καλοκαίρι του 2009 στήθηκε η προτομή του Λούις Τίκας στο λιμάνι του ρεθύμνου από τον σύλλογο ελληνοαμερικάνων κρητών, σε τελετή που μετείχε όλη η τοπική γλίτσα. Δεν εκπλήσσει που η κυριαρχία προσπαθεί να αφομοιώσει μέρος των αγώνων, μετατρέποντας τον δολοφονημένο εργάτη αγωνιστή σε εθνικό κεφάλαιο, τον τόπο γέννησης του σε έμβλημα, την προλεταριακή του αλληλεγγύη σε ηρωισμό ενώ αποσιωπά ενσυνείδητα τις αναρχοσυνδικαλιστικές του εφορμήσεις.